Ο δήμος της Νέας Υόρκης ανακοίνωσε την Πέμπτη ότι πρόκειται να απαγορεύσει εν μέρει την πώληση των μεγάλων συσκευασιών αναψυκτικών στα εστιατόρια, τα γήπεδα και τους κινηματογράφους σε μια προσπάθεια να καταπολεμηθεί η παχυσαρκία. Το μέτρο, ιδέα του δημάρχου Μάικλ Μπλούμπεργκ, θα τεθεί σε εφαρμογή σε έξι μήνες, στις 12 Μαρτίου.

Τα αναψυκτικά που πωλούνται στα φαστ φουντ, τα εστιατόρια και τους δημόσιους χώρους, όπως τα γήπεδα, δεν θα πρέπει να ξεπερνούν σε χωρητικότητα τα 47 εκατοστά του λίτρου.

Η απαγόρευση δεν ισχύει πάντως για τα σούπερ-μάρκετ και τα παντοπωλεία, όπου οι Νεοϋορκέζοι θα μπορούν να αγοράζουν αναψυκτικά μεγάλου μεγέθους που πολύ συχνά στοιχίζουν φτηνότερα από το νερό.

Το μέτρο δεν αφορά επίσης τους χυμούς φρούτων και τα κάθε είδους ροφήματα που αντί για ζάχαρη περιέχουν υποκατάστατα.

Ο 70χρονος δήμαρχος κατηγορείται συχνά από τους αντιπάλους του ότι έχει εμμονή με το θέμα της υγείας και με τις προτάσεις του καταπατά το δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής των δημοτών.

«Είναι ένα μεγάλο βήμα που κάνει ο δήμος για να περιορίσει την παχυσαρκία. Επιβάλλοντας όρια για τα αναψυκτικά η Νέα Υόρκη θέτει το θέμα της παχυσαρκίας σε πρώτο πλάνο σε εθνικό επίπεδο» είπε ο Μπλούμπεργκ.

Σύμφωνα με τις δημοτικές αρχές, περίπου 6.000 Νεοϋορκέζοι πεθαίνουν κάθε χρόνο από προβλήματα υγείας που παρουσιάζουν και τα οποία συνδέονται με την παχυσαρκία.

Ένας στους οκτώ πάσχει από διαβήτη. Πάνω από τους μισούς κατοίκους (58%) είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι. Το πρόβλημα αυτό αφορά και περίπου το 40% των παιδιών που φοιτούν σε δημόσια σχολεία.

Στα τέλη του έτους ο δήμος είχε δημοσιοποιήσει μια έρευνα με βάση την οποία η κατανάλωση 60 εκατοστόλιτρων αναψυκτικών σε καθημερινή βάση ισοδυναμεί με κατανάλωση 22 κιλών ζάχαρης κάθε χρόνο.

Στις αρχές Ιουνίου, όταν είχε ανακοινώσει την πρότασή του ο δήμαρχος, το Κέντρο Ελευθερίας Καταναλωτών είχε καταχωρίσει μια ολοσέλιδη διαφήμιση στην εφημερίδα New York Times στην οποία παρουσίαζε τον Μπλούμπεργκ με φόρεμα και φουλάρι. Στη λεζάντα έγραφε «Οι Νεοϋορκέζοι χρειάζονται δήμαρχο, όχι γκουβερνάντα».