Ακριβοί στα πίτουρα, φτηνοί στο αλεύρι. Αυτή την εικόνα δίνει η κυβέρνηση Σαμαρά με τη μεταναστευτική πολιτική της. Απέναντι στη Χρυσή Αυγή δείχνει απίστευτη ανοχή, απέναντι στους ξένους χωρίς χαρτιά ανήλεη αυστηρότητα.
Αυτό φάνηκε και με τις δηλώσεις του πρωθυπουργού το περασμένο Σάββατο στη Θεσσαλονίκη, οι οποίες μέσα στο γενικό ορυμαγδό πέρασαν μάλλον απαρατήρητες.
«Γι αυτό αρχίσαμε και το κυνηγητό του παραεμπορίου που σκοτώνει και το νόμιμο εμπόριο και την αγορά και την οικονομία» είπε ο ίδιος στηλιτεύοντας την υποστήριξη που δίνουν στους «παρα-έμπορους» οι «Αριστεροί». «Εκείνοι στηρίζουν όσους ζουν από παραεμπόριο. Τους ενθαρρύνουν και θέλουν να τους νομιμοποιήσουν πλήρως. Δεν θα τους κάνουμε τη χάρη…».
Η μήνη του στράφηκε και κατά εκείνων των ξένων, που βγάζουν τα προς το ζειν χωρίς συμμετοχή στο παραεμπόριο, δουλεύουν όμως παράνομα σε διάφορες επιχειρήσεις. «Οι λαθρομετανάστες εξάγουν συνάλλαγμα από την Ελλάδα προς χώρες εκτός ευρώ» είπε. «Αυτό δεν μπορεί να συνεχίζεται. Δεν μπορεί να εξάγουν μόνιμα συνάλλαγμα από παράνομη εργασία! Αυτό θα ελεγχθεί. Και θα φορολογηθεί. Δεν μπορεί να κυνηγάμε τους νόμιμα εργαζόμενους για το τελευταίο ευρώ και οι παράνομοι να είναι τελείως ανεξέλγκτοι».
Σε ότι αφορά το παραεμπόριο είναι γνωστό, ότι οι βασικοί συντελεστές τους – παραγωγοί, εισαγωγείς, χοντρέμποροι – είναι συνήθως Έλληνες. Οι ξένοι, που συμμετέχουν σε αυτό ως μικροπωλητές στα πεζοδρόμια, εισπράττουν μόνο ψίχουλα από τα 2 περίπου δισεκατομμύρια ευρώ, που σύμφωνα με ανθρώπους της αγοράς, αποτελεί τον ετήσιο τζίρο αυτού του κλάδου της παραοικονομίας.
Αν λοιπόν ο κ.Σάμαρας ήθελε πραγματικά να πλήξει το παραεμπόριο, θα έπρεπε να κυνηγήσει σε πρώτη γραμμή τους έλληνες πρωτεργάτες του, και όχι τα ξένα «βαποράκια», που θέλουν να επιζήσουν χωρίς να καταφύγουν στο έγκλημα.
Αυτό ισχύει και για τη φορολόγηση των εμβασμάτων, που προέρχονται από παράνομη εργασία. Το πόσο μεγάλο είναι το συνολικό ποσό τους δεν είναι γνωστό, σίγουρα όμως αποτελεί ένα απειροελάχιστο κλάσμα των δεκάδων δισεκατομμυρίων που φυγαδεύουν ετησίως στο εξωτερικό οι έλληνες «λεφτάδες» και τα οποία μένουν εσαεί αφορολόγητα από τις ελληνικές Αρχές. Επιπλέον, τέτοια χρήματα παραμένουν αφορολόγητα όχι εξαιτίας των μεταναστών, αλλά επειδή οι ίδιοι κρατούνται εσκεμμένως στην παρανομία με αποτέλεσμα να «γλιτώνουν» την ασφάλισή τους οι εργοδότες τους και να μην μπορεί να τους φορολογεί το ελληνικό κράτος.
Αν ήθελε λοιπόν να κτυπήσει κι εδώ το κακό στη ρίζα του, ο κ.Σαμαράς θα έπρεπε, πρώτον, να κυνηγήσει εκείνους τους εργοδότες που κάνουν πρωτοφανείς «μπάζες» με την πληρωμή μεροκάματων πείνας στους ξένους και τη μη πληρωμή ασφαλιστικών εισφορών, και δεύτερον, να φροντίσει να νομιμοποιηθούν αμέσως όλοι οι παρανόμως εργαζόμενοι ξένοι εξασφαλίζοντας έτσι πρόσθετους πόρους για τα ασφαλιστικά και κρατικά ταμεία.
Υπάρχουν όμως και πρακτικά ερωτήματα: Από πότε φορολογούνται τα εμβάσματα στο εξωτερικό; Θέλει ο κ.Σαμαράς να εισάγει μια πρωτοφανή (και ανεφάρμοστη) καινοτομία στο ευρωπαϊκό φορολογικό σύστημα; Και πως μπορεί να επιβάλει τον έλεγχο, αν εκείνοι που στέλνουν τα εμβάσματα είναι όντως εκατοντάδες χιλιάδες, όπως αφήνει να διαφανεί ο ίδιος; Θέλει να διαθέσει τους μισούς και παραπάνω έλληνες εφοριακούς για τον έλεγχο και την επιβολή προστίμων της τάξης των 2 και 3 ευρώ;
Το πιο τραγικό θα ήταν, αν το ήθελε πραγματικά. Το αποτέλεσμα θα ήταν η φορολογική δίωξη των κυριολεκτικά φουκαράδων – εκείνων που κατορθώνουν να στέλνουν από το υστέρημά τους 20, 30, ή 50 ευρώ μηνιαίως στις οικογένειες τους, για τις οποίες βέβαια τέτοια ποσά, όσο μικρά και να φαίνονται, αποτελούν κυριολεκτικά σανίδα σωτηρίας.
Η αιτία για τέτοιες εξαγγελίες είναι προφανώς πολλές. Η πρώτη είναι για εσωτερική κατανάλωση και ακολουθεί το ρητό: «Φωνάζει ο κλέφτης για να φοβηθεί ο νοικοκύρης».
Η δεύτερη έχει ενοχική ρίζα: Αποβλέπει στη συγκάλυψη του γεγονότος, ότι η κυβέρνηση διαιωνίζει συνειδητά την παρανομία, προξενώντας όχι μόνο τεράστιες απώλειες στα δημόσια ταμεία, αλλά και διατηρώντας στην ουσία (παρά τα σαφάρι κατά των μεταναστών) και το «αναπτυξιακό» μοντέλο της τελευταίας εικοσαετίας, που έθετε την παραοικονομία στην υπηρεσία του κράτους (βλέπε τα μεγάλα έργα της Αθήνας2004) και ενός μέρους των εργοδοτών.
Η τρίτη ρίζα είναι και η πιο επίκαιρη: Η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τους μετανάστες ως «άσο» στις διαπραγματεύσεις της με τους ευρωπαίους εταίρους – για να δείξει, αφενός, ότι συγκρατεί τα νέα μεταναστευτικά κύματα από τη Συρία και αλλού εκτός των ευρωπαϊκών συνόρων και αφετέρου, ότι δεν σκοπεύει να νομιμοποιήσει τους ήδη εισελθέντες, ώστε οι τελευταίοι να μην μπορέσουν να διαχυθούν ποτέ μαζικά στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Η γιγαντιαία επιχείρηση εναντίον των ξένων «ψιλικατζήδων» έχει λοιπόν επίσης ψιλικατζίδικα κίνητρα. Η κατάντια αυτή υπογραμμίζεται και από την εξής σύγκριση: Οι παλιοί αντισημίτες κατηγορούσαν τους Εβραίους για το αδηφάγο χρηματιστικό τους κεφάλαιο, οι σύγχρονοι ξενοφάγοι τους μετανάστες για τις πενταροδεκάρες που βγάζουν (παρά τη θέλησή τους) παράνομα.
Η παταγώδης αποτυχία του σχεδίου πάταξης της παραοικονομίας των ξένων είναι έτσι προγραμματισμένη.
Το πρόβλημα θα μπορούσε βέβαια να λυθεί δια νυχτός: Μέσω της νομιμοποίησης της παραμονής των μεταναστών και της ασφάλισης εκείνων που απασχολούνται στο παραεμπόριο και τη μαύρη αγορά εργασίας. Έτσι θα «στέγνωνε» και η βασική δεξαμενή της παραοικονομίας.
Αυτό όμως δεν είναι επιθυμητό και ούτε πρόκειται να συμβεί. Οι ψιλικατζήδες της πολιτικής είναι αποφασισμένοι, όπως δηλώνουν οι ίδιοι, «να προχωρήσουν». Και αυτό θα έχει μοιραία αποτελέσματα: την αύξηση του αριθμού των στρατοπέδων για τους πρόσφυγες και τους οικονομικούς μετανάστες, καθώς και την εντατικοποίηση μιας ξενοφοβικής κρατικής πολιτικής, από την οποία κερδίζει κυρίως η Χρυσή Αυγή.