Η εντύπωση ότι θα μπορούσε κάποιος να αλλάξει την πορεία της ευρωδιάσωσης ή ακόμα και να τη σταματήσει είναι εσφαλμένη, γιατί στο μεταξύ το διακύβευμα είναι πολύ μεγάλο: επενδύθηκε πολύ πολιτικό κεφάλαιο, συσσωρεύθηκαν πάρα πολλά δισεκατομμύρια και κανείς πλέον δεν μπορεί να πει «Όχι». Ούτε ο Γιενς Βαίντμαν, ο πολύ μόνος τελευταία πρόεδρος της Bundesbank, ούτε η τρόικα για την Ελλάδα, αλλά ούτε και το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης.
Ο Πωλ Τόμσεν έχει ήδη βιώσει πολλές κρίσεις. Τώρα είναι υπεύθυνος του ΔΝΤ για την Ελλάδα και ποτέ δεν είχε να αντιμετωπίσει πιο σύνθετη περίπτωση. Μαζί με εμπειρογνώμονες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της ΕΚΤ ελέγχει κάθε τρεις μήνες αν η Ελλάδα τηρεί τους όρους του μεταρρυθμιστικού προγράμματος. Από τον έλεγχο προκύπτει μια έκθεση, η οποία αποφαίνεται για το αν αξίζει να συνεχιστεί η βοήθεια. Τέλος Σεπτεμβρίου, αρχές Οκτωβρίου αναμένεται να είναι έτοιμη η επόμενη έκθεση της τρόικας για την Ελλάδα.
Η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ υιοθέτησε το σύνθημα «Καμία απόφαση για την Ελλάδα, πριν αποφανθεί η τρόικα». Κι όμως, το αποτέλεσμα της έκθεσης είναι σίγουρο, τουλάχιστον εν πολλοίς: Η Ελλάδα δεν εφάρμοσε όλες τις μεταρρυθμίσεις και χρειάζεται περισσότερα χρήματα. Αλλά η νέα ελληνική κυβέρνηση καταβάλλει προσπάθειες και έχει την καλή θέληση να εφαρμόσει το πρόγραμμα. Με άλλα λόγια: Η βοήθεια προς την Ελλάδα θα συνεχιστεί.
Ο Τόμσεν και οι άνθρωποί του δεν δρουν σε πολιτικό κενό. Στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες είναι γνωστό το πώς βλέπουν επί τόπου οι ελεγκτές την κατάσταση, αλλά και οι ελεγκτές γνωρίζουν τις πολιτικές ιδιοτυπίες στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και τις λαμβάνουν υπόψη τους. Οι ειδικοί δεν μπορούν να αλλάξουν τα αριθμητικά στοιχεία, αλλά υπάρχουν «μεγάλα περιθώρια ερμηνείας» τους, λέει ένας διπλωμάτης, ο οποίος είναι γνώστης παρόμοιων αποστολών ελέγχου. Το πόσα χρήματα θα λείπουν τελικά παραμένει ασαφές. Το βέβαιο όμως είναι ότι στην έκθεση της τρόικας δεν θα υπάρχει κάτι, που θα προκαλέσει έκπληξη στην καγκελάριο.
Επομένως, η έκθεση δεν θα αποφασίσει για το μέλλον της Ελλάδας, επειδή η απόφαση έχει ληφθεί προ πολλού. Η Μέρκελ θέλει να κρατήσει την Ελλάδα στην ΟΝΕ, επειδή το κόστος μιας εξόδου της φαίνεται ανυπολόγιστο. Το θέμα είναι απλώς η εφαρμογή. Ένα νέο πακέτο θα ήταν παρακινδυνευμένο, επειδή θα μπορούσε να καταψηφιστεί από τη γερμανική Βουλή ή να τινάξει στον αέρα τον γερμανικό κυβερνητικό συνασπισμό. Επομένως, θα γίνει προσπάθεια να βρεθούν αλλού τα δισεκατομμύρια που λείπουν.
Τότε προς τι η εμμονή με την τρόικα; Επειδή η έκθεσή της θα προσδώσει σε μια πολιτική απόφαση την επίφαση της αντικειμενικότητας και επειδή θα καταστήσει δυνατή τη διάρθρωση του προβλήματος – το χρηματοδοτικό κενό στην Ελλάδα και το μπλόκο της γερμανικής Βουλής – κατά τρόπον ώστε να είναι πολιτικά διαχειρίσιμο.