Η πρώτη «ζωντανή» εικόνα του Γούντι Αλεν που θα έχω για πάντα χαραγμένη στη μνήμη μου: ένας βραχύσωμος ανθρωπάκος να κατεβαίνει αργά και πολύ προσεκτικά τα σκαλιά του ξενοδοχείου, χωρίς συνοδό, χωρίς ατζέντη, χωρίς σεκιούριτι, χωρίς κανέναν. Mόνος, σαν τους μοναχικούς ήρωες των ταινιών του. Σηκώθηκα όρθιος. Το (ψευτο)αμήχανο και τραβηγμένο «χελόοοου» του, ένας ψίθυρος στον πάγο. Λίγο αργότερα άνοιξε ο ίδιος την πόρτα της σουίτας 302. Η κατάσταση παρέμενε η ίδια. Ζήτησε συγγνώμη που θα καθόταν μακριά, αλλά το κρυολόγημά του ήταν αρκετά δυνατό και «μη σας κολλήσω καλύτερα». Ποτέ δεν έδωσε έστω την αμυδρή υποψία ότι ήταν ενοχλημένος. Και φυσικά δεν κοίταζε αφ’ υψηλού. Οταν του είπα πως ένιωθα τρακ, μου απάντησε: «Θα το έχεις ξεπεράσει σε δύο λεπτά» χωρίς να χαμογελά, χωρίς όμως να μοιάζει και σοβαρός. Δεν είχε δίκιο.
Η κουβέντα μας είχε αρκετούς σταθμούς. Η πολυαγαπημένη του τζαζ, που την αποκάλεσε το «φυλαχτό» του, το παλιό σινεμά (λατρευτό), ο Βασίλης Τσιτσάνης και το αρχαίο ελληνικό θέατρο (έξυπνες αναφορές και οι δύο στην «Ακαταμάχητη Αφροδίτη», που ήταν ο λόγος αυτής της συνάντησης), αλλά και αναφορές στην τότε Ελλάδα της δεκαετίας του 1990 («όποτε σκέφτομαι σύγχρονο Ελληνα, μου έρχονται στο μυαλό εστιάτορες και εφοπλιστές!»).
Από όλες τις φορές που έχω συναντήσει τον Γούντι Αλεν αυτή ήταν η ομορφότερη και σίγουρα η πιο τυχερή γιατί ήμασταν μόνο δύο έλληνες δημοσιογράφοι, εγώ και η Γεωργία Λαιμού, εκπροσωπούσαμε το ίδιο έντυπο, το περιοδικό «Μετρό», και τον είχαμε στη διάθεσή μας για μια ολόκληρη ώρα. Στο τέλος, του ζήτησα να φωτογραφηθεί μαζί μου, αλλά και να μου υπογράψει τη συνέντευξη που είχε δώσει στο «Playboy», στο τεύχος Μαΐου 1967, που κρατούσα στα χέρια μου. «Μα πού το βρήκες;» με ρώτησε. Προς στιγμήν είχα την εντύπωση ότι θα το κρατούσε. Δεν είχα δίκιο.
Σεπτέμβριος 2003, Λίντο Βενετίας, ξενοδοχείο De Bains
Θα περνούσαν οκτώ χρόνια για να ξανακαθήσω στο ίδιο δωμάτιο μαζί του, αυτή τη φορά για την ταινία «Ερωτας και τίποτ’ άλλο» (σε αυτό το διάστημα τον είχα δει από μακριά σε συνεντεύξεις Τύπου). Διαφορετικό σκηνικό, πολύς κόσμος μέσα στο δωμάτιο. Φαίνεται απίθανο, αλλά ναι, ο Γούντι Αλεν μπήκε και πάλι με τον ίδιο, αργό, προσεκτικό βηματισμό, ντυμένος στο ίδιο ακριβώς στυλ με εκείνο που τον είχα πρωτοδεί. Η μόνη διαφορά ήταν στο χρώμα του πουκαμίσου του, θαλασσί αυτή τη φορά.
Ο Γούντι Αλεν είναι ένας άνθρωπος που έχει εμμονές. Τις συζητάει, τις υμνεί, τις χαίρεται. Η τζαζ θα παίζει πάντα στις ταινίες του, ενώ από αυτή τη συνάντηση έμαθα ότι εξακολουθεί να γράφει στην ίδια γραφομηχανή που είχε σε όλη του τη ζωή: «Γράφω συνήθως σπίτι μου και συχνά ξαπλωμένος. Μου αρέσει να γράφω λέξη λέξη με το στυλό. Ή κατευθείαν στη γραφομηχανή. Χαίρομαι να σβήνω, να διαγράφω, να ξαναγράφω… Να σταματώ για να παίξω λίγο κλαρινέτο, να φάω κάτι, να κάνω έναν περίπατο. Οταν γράφω, μπορώ να κάνω όλα όσα δεν μπορώ στα γυρίσματα της ταινίας, όπου βρέξει-χιονίσει θα πρέπει να είσαι παρών. Γι’ αυτό και το γράψιμο μου αρέσει περισσότερο από καθετί άλλο. Οταν γράφεις – ακόμη και σενάριο – χάνεις την αίσθηση της πραγματικότητας. Μπαίνεις σε μια φαντασία που σου λέει πόσο όμορφα είναι αυτά που γράφεις. Αντιθέτως, η διαδικασία των γυρισμάτων σε προσγειώνει στην πραγματικότητα. Βλέπεις τα λάθη σου, υποχωρείς σε συμβιβασμούς, αντιλαμβάνεσαι ότι η ταινία δεν είναι το αριστούργημα που νόμιζες. Εχει σφάλματα, είναι αμήχανη και αδέξια, γεμάτη χαμένες ευκαιρίες και ανόητες επιλογές. Οταν έχεις να κάνεις με τον αληθινό κόσμο, τα πράγματα αλλάζουν».
Θυμάμαι ότι παρήγγειλε ένα Ginger Ale από τη βοηθό του και ότι όταν τον ρώτησα αν θα ήθελε να κλείσω την πόρτα, για περισσότερη ησυχία, έλαβα το πρώτο δείγμα βαρηκοΐας του. Επανέλαβα την ερώτηση και τον ακούω να λέει: «Α, θέλετε να κλείσω την πόρτα. Αμέσως…». Σηκώνεται για να την κλείσει. Σηκώνομαι κι εγώ βιαστικά για να τον προλάβω λέγοντας: «Εννοώ ΕΓΩ να την κλείσω». Σταματά και με κοιτάζει με απορία και κάθεται ξανά στην καρέκλα του. Η όλη σκηνή είχε στοιχεία κωμωδίας, αλλά όχι απαραίτητα από δική του ταινία.
Σεπτέμβριος 2007, Βενετία, ξενοδοχείο De Bains
Κακή μέρα για τον Γούντι Αλεν. Εξουθενωμένος. Καταπονημένος. Εβηχε. Σκούπιζε το στόμα του με ένα μαντιλάκι. Παρά τους 38 βαθμούς Κελσίου, φορούσε σακάκι και μαζί με όλα αυτά η βαρηκοΐα του είχε πιάσει πλέον ζενίθ. Η υποδοχή του «Ονείρου της Κασσάνδρας» ήταν χλιαρή. Η Τζίντζερ, η βοηθός του, βρισκόταν δίπλα του για να επαναλαμβάνει τις ερωτήσεις. Ο Αλεν περικυκλωμένος από τουλάχιστον 12 ανθρώπους (κάποιοι ήταν όρθιοι) στη Σάλα Βισκόντι του ξενοδοχείου. Εμοιαζε τρομαγμένος. Φωνάζαμε τις ερωτήσεις και εκείνος δεν άκουγε. Απτόητος όμως. Περιέργως, όμως, πιο αστείος από κάθε άλλη φορά. Ακολουθούν ορισμένα highlights.
Τελικά το βρήκατε το νόημα της ζωής ή ακόμη ψάχνετε;
«Οχι, δεν το βρήκα. Και το πρόβλημα είναι ότι όσο μεγαλώνεις τα πράγματα σκουραίνουν. Είναι που είναι καταθλιπτικά, γερνώντας γίνονται ακόμη περισσότερο».
Τι θεωρείτε σημαντικότερο πράγμα στη ζωή σήμερα;
«Τον αέρα;» (η αίθουσα τραντάζεται στα γέλια).
Κάνατε ποτέ κάτι παράνομο;
«Το έγκλημα ανέκαθεν με ενδιέφερε. Οταν ήμουν έφηβος όλοι οι φίλοι μου στο σχολείο ήθελαν να γίνουν γιατροί, δικηγόροι ή αθλητές. Εγώ ήθελα να γίνω εγκληματίας. Εβρισκα ενδιαφέρουσα τη ζωή του εγκληματία, με έναν ρομαντικό, καλλιτεχνικό αέρα. Η οργάνωση μιας τέλειας ληστείας, μια απάτη. Προκλητικά πράγματα. Βέβαια, δεν ξέρω αν θα ’χα ποτέ τα κότσια να γίνω εγκληματίας. Σίγουρα θα ήταν δελεαστικότερο από το να δουλεύω όλη μέρα σε ένα γραφείο. Η ομορφιά της τέχνης είναι ότι σου δίνει την ευκαιρία να ασχοληθείς με τις φαντασιώσεις σου».
Μάιος 2008, Κάννες, ξενοδοχείο Martinez
«Με ρωτούν γιατί δεν εμφανίζομαι πια στις ταινίες μου» έλεγε τότε ο Γούντι Αλεν. «Τους απαντώ επειδή είναι προτιμότερο να βλέπεις στο ίδιο κρεβάτι την Πενέλοπε Κρουζ, τη Σκάρλετ Τζοχάνσον και τον Χαβιέρ Μπαρδέμ απ’ ό,τι ανθρώπους της ηλικίας μου. Δεν είναι μόνο το θέαμα ελκυστικότερο, αλλά και καλύτερη επιχειρηματική κίνηση…». Περίπου οκτώ μήνες έχουν περάσει από εκείνη τη δύσκολη ημέρα με τον Γούντι Αλεν στη Βενετία.
Η εικόνα του αυτή τη φορά είναι εντελώς διαφορετική. Ντυμένος με ανοιχτά χρώματα – μπεζ και σομόν –, ξεκούραστος, κεφάτος και, το κυριότερο, χωρίς βοηθό δίπλα του για να του επαναλαμβάνει τις ερωτήσεις που δεν άκουγε. Ο Γούντι Αλεν ένιωθε καλά και αυτό ίσως να οφειλόταν στη θετική υποδοχή της οποίας έτυχε στο φεστιβάλ η «Vicky Cristina Barcelona», η ταινία που παρουσίαζε τότε. Oπως κάθε φορά έτσι και τότε ο Γούντι Αλεν ακουγόταν ρομαντικός, αν και βαθιά μέσα του είναι ένας κυνικός ρεαλιστής. Στην ερώτηση αν εξακολουθεί να πιστεύει στην αγάπη, η απάντησή του διαφέρει από τις ρομαντικές ταινίες του. «Κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό η αγάπη είναι ζήτημα τύχης. Αυτό προσπάθησα να πω και στο “Match Point”. Ο συναισθηματικός κόσμος και οι ανάγκες κάθε ανθρώπου είναι μια πολύ σύνθετη κατάσταση. Σαν τα καλώδια ενός ραδιοφώνου. Είναι πολύ δύσκολο να βρεις κάποιον που θα σου ταιριάζει απολύτως. Θέλεις τύχη. Γιατί αν δύο από τα δικά σου καλώδια δεν ταιριάζουν με του άλλου, τότε το ραδιόφωνο δεν θα παίξει. Στην αρχή ίσως, αλλά μετά θα έχει παράσιτα. Εχω καταλήξει λοιπόν στο ότι ο καλύτερος τρόπος για να ερωτευθείς δεν διαφέρει από τον καλύτερο τρόπο θεραπείας του καρκίνου. Η καλύτερη θεραπεία για τον καρκίνο είναι να είσαι αρκετά τυχερός και να μην τον πάθεις!».
* Η ταινία «Στη Ρώμη με αγάπη» θα προβάλλεται στην Ελλάδα από τις 6 Σεπτεμβρίου.