Η κουβέντα είχε φουντώσει για τα καλά στη γυναικοπαρέα, στην προαστιακή καφετέρια. Κάποια –η μόνη που έδειχνε να ‘χει επίπεδο- διηγούνταν με ενθουσιασμό μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας με το λεωφορείο, που κατέληξε σε ένα ευχάριστο γεύμα και μια υπέροχη συζήτηση με τον σύντροφό της σε κάποιο ψητοπωλείο των Εξαρχείων.
Για να δεχθεί την επιτιμητική παρέμβαση της πιο «προχωρημένης» της παρέας: «Εμένα, χρυσό μου, αν κάποιος έστω και μία φορά με πήγαινε με το λεωφορείο για σουβλάκια, να μη σου πω πότε θα με ξανάβλεπε!» Εν μέσω μείζονος κρίσης, η παραπάνω φράση παύει να είναι ένα απλό αξιοπερίεργο ακαδημαϊκής σημασίας: γίνεται αληθινός σηματοδότης εθνικής ευθύνης!
Πριν λίγο καιρό, στον επίλογο του άρθρου μου «Το σύνδρομο της Τατιάνας» (https://www.tovima.gr/opinions/useropinions/article/?aid=470392) έγραψα, χαριτολογώντας, ότι, αν είχαμε επιβάλει στους εαυτούς μας μια πιο λιτή ζωή, σήμερα ίσως και να μην παρακαλούσαμε την κυρία Μέρκελ για δανεικά! Κάποιοι αναγνώστες αντέδρασαν, καλώντας τις θέσεις μου ανεδαφικές. Δεν είχαν άδικο, στο βαθμό που δεν κατέστη σαφής η αλληγορία, την οποία έσπευσα να επισημάνω. Η παρέμβαση, όμως, ενός ιδιαίτερα καλλιεργημένου (και, δυστυχώς, ανώνυμου) αναγνώστη, με έκανε να το ξανασκεφτώ.
Σε ένα από τα ωραιότερα σχόλια που έχω διαβάσει σ’ αυτήν εδώ την εφημερίδα, μου θύμισε μια ιστορία απ’ τη ζωή του αγαπημένου μου φιλοσόφου. Το σχόλιο έγραφε: «Μια μέρα ο Διογένης έτρωγε ένα πιάτο φακές καθισμένος στο κατώφλι κάποιου σπιτιού. Δεν υπήρχε σ’ όλη την Αθήνα πιο φτηνό φαγητό από ένα πιάτο φακές. Μ’ άλλα λόγια, αν έτρωγες φακές, σήμαινε ότι βρισκόσουν σε κατάσταση απόλυτης ανέχειας. Πέρασε ένας απεσταλμένος του άρχοντα και του είπε: «Α, Διογένη! Αν μάθαινες να μην είσαι ανυπότακτος κι αν κολάκευες λιγάκι τον άρχοντα, δεν θα ήσουν αναγκασμένος να τρως συνέχεια φακές.» Ο Διογένης σταμάτησε να τρώει, σήκωσε το βλέμμα και, κοιτάζοντας στα μάτια τον πλούσιο συνομιλητή του, αποκρίθηκε : «Α, φουκαρά αδερφέ μου! Αν μάθαινες να τρως λίγες φακές, δεν θα ήσουν αναγκασμένος να υπακούς και να κολακεύεις συνεχώς τον άρχοντα!» Ορθώς, λοιπόν, για Μέρκελ!»
Αναζητώντας τον σύγχρονο πραγματισμό μέσα στην αρχαία παραβολή, αναρωτιέμαι τώρα πόσο από το φιλοσοφικό DNA του φημισμένου προγόνου μας κουβαλάμε εμείς οι νεοέλληνες. Υπάρχει, άραγε, μια ξεχωριστή «γωνίτσα Διογένη» μες στην ψυχή του Έλληνα, που θα μπορούσε να τον είχε κάνει –όταν ήταν ακόμα καιρός, κι όσο υπήρχε ακόμα ευκαιρία- να ανταλλάξει λίγες από τις μεταπολιτευτικές πολυτέλειες στις οποίες βαθμιαία εθίστηκε, με λίγη περισσότερη εθνική αξιοπρέπεια; Εδώ, όμως, υπεισέρχεται ένα βαθύτερο ερώτημα: Αναζητώντας τις αιτίες αυτής της κρίσης –στο βαθμό που οι ευθύνες γι’ αυτήν μπορούν να αποδοθούν σ’ εμάς τους ίδιους- πόσο δόκιμο είναι να θεωρούμε την έννοια «Έλληνας» ως ενιαία και αδιαίρετη; Θα υπήρχε, μήπως, κάποια λογική βάση σε μια απόπειρα επιμερισμού των ευθυνών χωριστά στον Έλληνα και την Ελληνίδα;
Το ερώτημα που τίθεται εδώ –όχι χωρίς τον κίνδυνο μομφής για δήθεν υποκρυπτόμενο σεξισμό- είναι πολύ συγκεκριμένο: μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια που βαθμιαία οδήγησαν στην τελική κατάρρευση της χώρας, πόσο επέτρεψε η γυναίκα στον άντρα ν’ ανακαλύψει και να αναπτύξει τα (όποια) χαρακτηριστικά Διογένη έφερε μέσα του; Ή, για να κάνω το ερώτημα πιο δραματικό, πόσο εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να του το επιτρέπει; Ξεκινώ την απάντηση με ένα ακόμα ερώτημα, τούτη τη φορά ρητορικό:
Μια εφιαλτική παρενέργεια της κρίσης είναι η κατακόρυφη αύξηση των αυτοκτονιών. Γνωρίζει κανείς τον επιμερισμό της αύξησης αυτής στα δύο φύλα; Η απάντηση είναι, νομίζω, αυταπόδεικτη: ο άντρας ήταν –και εξακολουθεί να είναι- αυτός που πλήρωσε και πληρώνει με τη ζωή του την κρίση! (Προσοχή: δεν εννοώ ότι η γυναίκα δεν υπέστη τις συνέπειές της, αλλά πως το ακραίο υπαρξιακό τίμημα το κατέβαλε ο άντρας.) Γιατί η κρίση αυτή βρήκε τον άντρα τόσο πιο ευάλωτο συναισθηματικά σε σχέση με τη γυναίκα;
Εδώ θα δικαιώσω τον Αύγουστο Στρίντμπεργκ: στην «πάλη των φύλων», ο άντρας είναι ο συντριπτικά πιο αδύναμος από τους «εμπολέμους». Για την ακρίβεια, είναι ο αδιαφιλονίκητος loser! Γιατί, η σχέση των δύο φύλων είναι μια αδυσώπητη, μονόπλευρη επικυρωτική διαδικασία όπου, σχεδόν κατά κανόνα, εκείνος πασχίζει αδιάκοπα να αποδείξει ότι είναι άξιος για εκείνη! Και ο πήχης της «αξιοσύνης» ολοένα ανεβαίνει από το ισχυρό μέρος, δίνοντας στη σχέση διαστάσεις υπαρξιακής αγωνίας για το ανίσχυρο…
Τι καθορίζει το ύψος του πήχη; Μήπως η ευφυΐα και η πνευματικότητα; Η καλλιέργεια και η ευαισθησία; Ο χαρακτήρας και η πίστη σε αρχές; Φευ! Ο πήχης είναι φτιαγμένος από τα πιο ευτελή υλικά: ματαιοδοξία, επιδειξιομανία, φτηνή μαγκιά, υπερκαταναλωτισμό… Και η ανάγκη υπερπήδησής του οδηγεί σε αδιάκοπο ανταγωνισμό, απ’ όπου εκείνος πρέπει καθημερινά να αποδεικνύεται στα μάτια της αξιότερος από τους άλλους. Και αξιότερος σημαίνει, κατ’ ουσίαν, πάροχος καλοζωίας. Σε αντίθετη περίπτωση, του επικολλάται ελαφρά τη καρδία η ετικέτα του «αποτυχημένου»…
Για κάποιους, η ντροπή μιας ήττας σ’ αυτή τη μάχη ξεπλένεται μόνο με θάνατο – τον δικό τους θάνατο! Ελάχιστες από τις σημερινές γυναίκες θα ερωτεύονταν τον λιτό και φιλοσοφημένο «Διογένη». Μάλλον λατρεύουν τον κενόδοξο και σπάταλο «Νάρκισσο», κι ας εκτοξεύουν κάθε τόσο μύδρους κατά του ανδρικού αυτού προτύπου! Όμως, η ναρκισσιστική αυτοεικόνα δεν επιβιώνει χωρίς την επικύρωσή της από την ίδια τη γυναίκα. Κι αυτή ακριβώς η ανταμοιβή είναι το δόλωμα που κάνει τον μέσο άντρα να υποτάσσεται στην αυθαιρεσία του σατανικού παιχνιδιού με τον πήχη. Γιατί, δεν αντέχει ποτέ να περάσει από κάτω…
Και –τι ειρωνεία!- το τελειωτικό χτύπημα στην περηφάνια και την αξιοπρέπειά του μετά την αναπόφευκτη καταστροφή –προϊόν, σε μεγάλο βαθμό, και της δικής του αφροσύνης- έρχεται να το δώσει και πάλι μια γυναίκα. Τούτη τη φορά το παιχνίδι είναι εξαρχής χαμένο: πρόκειται για την πιο ισχυρή γυναίκα του πλανήτη! Και μόνο κάποιος που αψήφησε τον ίδιο τον Αλέξανδρο θα μπορούσε να την αντιμετωπίσει. Αλλά, μην τον ψάχνετε: ο Διογένης δεν ζει πια εδώ. Πήρε το φανάρι του και κίνησε γι’ άλλες πολιτείες. Εξάλλου, δεν θα ‘χε πια τίποτα να φωτίζει…