Η παιδική ηλικία µου σφραγίστηκε από ένα γεγονός που συνειδητοποίησα πολύ αργότερα. Με γοήτευσαν, µε µαγνήτισαν, άλλοι άνθρωποι από πολύ νωρίς. Τύχαινε µερικές φορές, όταν µικρός επέστρεφα στο σπίτι χορτάτος από παιχνίδι, να προσέξω πίσω από κάποια παράθυρα νέους σκυµµένους πάνω από ένα βιβλίο. ∆ιάβαζαν. Γιατί να διαβάζουν και να µην παίζουν; Το ερώτηµα µε αιχµαλώτισε αµέσως και δεν µε άφηνε να ξεφύγω. Ηξερα πόσο γλυκό είναι να παίζεις στην πλατεία µε τους φίλους σου, αλλά το γιατί ένα πλάσµα λίγο µεγαλύτερο από µένα µπορούσε να θυσιάσει αυτή την απόλαυση για χάρη, πιθανόν, µιας άλλης, το αγνοούσα. Και όµως, το θέαµα αυτού του µικρού ζηλωτή, αυτού του παιδιού που αρνιόταν τον εαυτό του, µε µάγευε.
Πολύ σύντοµα µιµήθηκα αυτά τα παιδιά, µπήκα σε έναν κόσµο όπου φτερούγιζαν λέξεις. Θα τις έπιανα; Θα τις καταλάβαινα; Ηταν ένα νέο παιχνίδι για µένα. Αλλά αυτή τη φορά εκείνο που µε τραβούσε δεν ήταν το άσκοπο και το αυτοσχέδιο, ήταν το να µάθω κάτι καινούργιο που θα µε οδηγούσε κάπου. Από µικρός περιπλανώµενος έγινα οδοιπόρος.
Αφετηρία µου ήταν ένα αίσθηµα στο οποίο αναµειγνύονταν η περιέργεια, η απορία και ο θαυµασµός. Αυτός ο θαυµασµός µε βοήθησε και αργότερα, σε άλλους τοµείς της ζωής. Σε µερικές δύσκολες καταστάσεις – για παράδειγµα, σε αρρώστιες οικείων µου ή σε συνθήκες φυσικών καταστροφών, σ’ έναν σεισµό ή σε µια πυρκαγιά που απειλούσε ένα γειτονικό σπίτι – έβλεπα ότι από ορισµένους ανθρώπους ανάβλυζαν ξαφνικά µια δύναµη και µια ενεργητικότητα που µε άφηναν πάντα άφωνο. ∆ίπλα σ’ εµένα που είχα µουδιάσει, µη ξέροντας τι ήταν καλύτερο να πράξω εκείνη τη στιγµή, άλλοι είχαν πάρει, σε µερικά δευτερόλεπτα, την απόφασή τους και είχαν ριχτεί στη µάχη.
Ηταν µια πηγαία πράξη απαλλαγµένη από αµφιβολίες. Εκτίµησα την αξία της. Κατάλαβα πόσο ευεργετική µπορεί να είναι σε κρίσιµες καταστάσεις. Ποτέ δεν έπαψε να µε ελκύει αυτό το φαινόµενο, πράγµα που σηµαίνει ότι πάσχιζα διαρκώς να µικραίνω την απόσταση ανάµεσα στη ζωή µου και στη ζωή των ανθρώπων που δουλεύουν µε τα χέρια τους και ιδρώνουν για να τα βγάλουν πέρα. Γιατί, κατά κανόνα, από εκείνους, τους χειρώνακτες, αντλούσα αυτό που ορισµένες φορές λιγόστευε µέσα µου: την όρεξη για ζωή που είναι προϋπόθεση για οτιδήποτε άλλο.
Ηταν φτωχοί εκείνοι οι άνθρωποι. Αλλά, σε πείσµα της σκληρής συνθήκης που τους βασάνιζε, έβαζαν µε τον τρόπο τους ένα στοίχηµα αυθυπέρβασης. Προσπαθούσαν να αποδείξουν, στον ίδιο τους τον εαυτό πρώτα απ’ όλα, ότι οι δυνατότητές τους ξεπερνούσαν την πραγµατικότητα. Ηταν φαντασιόπληκτοι; Οχι. Γιατί, καθώς το µυαλό τους έτρεχε µακριά, ταυτόχρονα δούλευαν ευσυνείδητα.
Πόσες φορές δεν είδα τεχνίτες και οικοδόµους να σφυρίζουν έναν σκοπό την ώρα που κάρφωναν ξύλα, συναρµολογούσαν εξαρτήµατα, σοβάντιζαν ή κουβαλούσαν τενεκέδες µε υλικά! Η σκηνή αυτή, που δεν ήταν ασυνήθιστη πριν από µερικές δεκαετίες, είναι πια σπάνια στις µέρες µας. Είναι ένα µόνο από τα συµπτώµατα της προϊούσης αδυναµίας του σύγχρονου Ελληνα να αντιµετωπίσει καταπρόσωπο τις αναποδιές. Σήµερα, ελάχιστοι θα µουρµούριζαν ένα τραγούδι τη στιγµή ακριβώς που ζορίζονται από κάποια δυσκολία. Αφού ελάχιστοι είναι αυτοί που µπορούν να αντιτάξουν κάτι το άφθαρτο στα φθαρτά. Λιγόστεψε η πίστη στο ότι η ανθρώπινη ύπαρξη εµπεριέχει µια δυναµική που πάει πολύ πιο πέρα από τα «πράγµατα», από τα «αντικείµενα», πιο πέρα ακόµη και από την προσωπική ικανοποίηση. Αυτό είναι και το βαθύτερο πρόβληµα στον συλλογικό µας ψυχισµό εδώ και κάµποσο καιρό. Εγινε σύγχυση ανάµεσα στην ικανοποίηση και στη χαρά. Νοµίζοντας ότι ο κόσµος υπάρχει για να ταιριάζει µε τις επιθυµίες µας, χάσαµε την ικανότητα να χαιρόµαστε µε το γεγονός ότι ο κόσµος απλώς υπάρχει, ότι η ζωή εκρήγνυται κάθε τόσο µπροστά µας. Και εµείς, αν δεν µπορούµε να αναφωνήσουµε µε σχεδόν χαρούµενη έκπληξη αντικρίζοντας τα συµβάντα, τότε είµαστε πια ξεψυχισµένοι πριν ξεψυχήσουµε.
Η κρίση στην Ελλάδα έχει σχέση µε αυτή την ατροφία της θέλησης που εµφανίστηκε τα τελευταία χρόνια. ∆εν πρόκειται, όµως, για οριστική παράλυση, αυτή είναι η πεποίθησή µου. ∆εν είναι εύκολο για έναν λαό που επί αιώνες αγωνίστηκε εναντίον του χάρου, θεωρώντας πως παλεύει µε µια εχθρική, θανάσιµη «βούληση», να παραδοθεί σήµερα σε µια αβουλία που θα τον έθαβε ήσυχα και σιωπηλά. Οποιος έχει συνηθίσει να τα βάζει µε την ίδια τη µοίρα του δεν υποκύπτει αδιαµαρτύρητα σε κανέναν αντίπαλο. Μαθηµένος να µάχεται, έχει για κεκτηµένο του, τουλάχιστον, την εξάσκηση της θέλησής του.
Εκεί βασίζοµαι. Σε αυτές τις αναλαµπές της ενεργητικότητας των Ελλήνων που είναι η άλλη όψη του εγωισµού τους. Κατά διαστήµατα ο εγωισµός κάπως αυτοθεραπεύεται, ζητάει την εξιλέωση. Είναι ένα γενικότερο µάθηµα απ’ τη ζωή, που το πήρα σταδιακά: διδάχτηκα ότι κανένας άνθρωπος δεν µπορεί να ευτυχήσει αν ταυτίσει την ευτυχία µε την ιδιοποίηση κάθε ευχάριστου πράγµατος που βρίσκει στον δρόµο του. Η ζωή δεν είναι για να γίνει «δική µας», είναι για να µας κάνει εµάς δικούς της.