Το πρόσφατο βιβλίο του με τίτλο «The Righteous Mind. Why Good People are Divided by Politics and Religion» («Ο δίκαιος νους. Γιατί οι καλοί άνθρωποι διχάζονται από την πολιτική και τη θρησκεία», εκδ. Allen Lane), «το καλύτερο δώρο για τον ηλίθιο που κάθεται δίπλα σας», όπως το περιέγραψε επιγραμματικά στην εκπομπή του ο αμερικανός παρουσιαστής Στιβ Κόλμπερτ, διερευνά τα αίτια του αγεφύρωτου χάσματος μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς – και τα βρίσκει στους μηχανισμούς διαμόρφωσης της ηθικής. Για τον Χάιτ η ηθική δεν είναι ζήτημα λογικής, είναι ζήτημα διαίσθησης, έχει πολύ περισσότερο να κάνει με τα συναισθήματα παρά με τη σκέψη και οι συντηρητικοί έχουν το πάνω χέρι όχι γιατί απευθύνονται σε βαθύτερα ένστικτα αλλά γιατί ο λόγος τους καλύπτει σήμερα μεγαλύτερο ψυχολογικό εύρος.
Ηθική γευσιγνωσία
Πώς η θεωρία των «ηθικών θεμελίων» του εξηγεί βασικά σημεία της πολιτικής συμπεριφοράς; «Τα ψυχολογικά θεμέλια της ηθικής είναι τουλάχιστον έξι: φροντίδα, δικαιοσύνη, ελευθερία, αφοσίωση, κύρος, ιερότητα» απαντά ο Χάιτ. «Εχοντας την Αμερική ως παράδειγμα, υποστηρίζω ότι οι συντηρητικοί της Δεξιάς εκτιμούν και τις έξι αυτές αξίες, ενώ οι φιλελεύθεροι της Αριστεράς εκτιμούν ιδιαίτερα τη φροντίδα, τη δικαιοσύνη και την ελευθερία. Η διαφορά βέβαια είναι σχετική. Δεν σημαίνει, δηλαδή, ότι η Αριστερά απορρίπτει πλήρως την αφοσίωση, το κύρος και την ιερότητα, αν και η Δεξιά τούς δίνει πολύ μεγαλύτερη έμφαση. Ο λεγόμενος πόλεμος της «κουλτούρας», η διένεξη μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, αναφέρεται σε ζητήματα όπως η μετανάστευση, ο ρόλος της θρησκείας ή των γυναικών, θέματα που προκύπτουν, πιστεύω, ακριβώς επειδή η Δεξιά τονίζει πολύ περισσότερο τις αξίες της αφοσίωσης, του κύρους και της ιερότητας. Κάθε ομάδα οφείλει να συγκροτήσει μια κοσμοεικόνα γύρω από συγκεκριμένες αξίες και πεποιθήσεις, αυτό που ονομάζω «ηθική μήτρα». Η «ηθική μήτρα» δεν είναι εγγενής βιολογικά, εξαρτάται από την κοινωνία και την ιστορία μας. Η δική μου υπόθεση ως ψυχολόγου είναι ότι σκεπτόμαστε ανάλογα με το πώς κατασκευάζονται αυτές οι μήτρες και με το πώς εξαρτώνται από τους «γευστικούς κάλυκες» της ηθικής μας».
Ο Χάιτ κάνει λόγο για μια «ηθική κουζίνα» με κοινωνιολόγους σεφ: οι προοδευτικοί Αμερικανοί εμπνέονται από την ατομικιστική προσέγγιση του Τζον Στιούαρτ Μιλ, οι κοινωνικοί συντηρητικοί προτιμούν το όραμα του Εμίλ Ντυρκέμ που προτάσσει την οικογένεια ως βασική μονάδα. Γιατί οι προοδευτικοί δεν δανείζονται υλικά από τις συνταγές του σεφ Ντυρκέμ ώστε να προκύψει μια fusion κουζίνα; «Δεν είναι εύκολο για την Αριστερά να αρχίσει ξαφνικά να χρησιμοποιεί αυτούς τους γευστικούς κάλυκες, να αρχίσει δηλαδή να μιλά για πατριωτισμό, κύρος και θρησκεία. Το ελάχιστο που μπορεί να κάνει ωστόσο είναι να μη διαπράττει «ιεροσυλία»: στην Αμερική τουλάχιστον οι εκπρόσωποί της πολύ συχνά αγνοούν ότι όσα λένε ακούγονται ιδιαίτερα προσβλητικά στην άλλη πλευρά» εξηγεί.
Και προσθέτει: «Ας υποθέσουμε ότι, για παράδειγμα, κάποιος είναι υπέρ της άμβλωσης, και τάσσεται υπέρ της επέκτασης του δικαιώματος στις έφηβες. Υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση στις ΗΠΑ για το αν σε αυτή την περίπτωση πρέπει να υπάρχει άδεια από τους γονείς: οι συντηρητικοί λένε «ναι», οι προοδευτικοί «όχι». Ετσι, οι προοδευτικοί εξαγριώνουν τους συντηρητικούς, οι οποίοι δεν μπορούν καν να φανταστούν ότι είναι δυνατόν οι γονείς να μην έχουν λόγο σε μια απόφαση που αφορά μια ανήλικη. Θεωρώ ότι θα ήταν σοφό λοιπόν σε παρόμοιες περιπτώσεις να μην πιέζουν υπερβολικά, από τη στιγμή που δεν αντιλαμβάνονται πόσο σημαντικό είναι το ζήτημα της γονεϊκής αυθεντίας για την άλλη πλευρά».
Αριστερές και δεξιές διαστάσεις
Η Αριστερά, όμως, στην Ευρώπη στο παρελθόν χρησιμοποιούσε τόσο τη γλώσσα της αφοσίωσης όσο και του πατριωτισμού, κατά τη διάρκεια των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, φέρ’ ειπείν. «Αν πάμε πίσω στον 18ο αιώνα», εξηγεί ο Χάιτ, «οι τότε λεγόμενοι φιλόσοφοι, οι προοδευτικοί της εποχής, ήταν οικουμενιστές – η Αριστερά γενικά τείνει προς τον οικουμενισμό, ενώ η Δεξιά ρέπει προς τον τοπικισμό. Οταν ένα έθνος βρίσκεται σε πόλεμο η Αριστερά δεν δυσκολεύεται να εγγράψει στον λόγο της την αφοσίωση προς το έθνος, άλλωστε, όπως είπα και παραπάνω, η αξία του πατριωτισμού δεν απουσιάζει από το οπλοστάσιό της».
«Επομένως», συνεχιζει, «ένας πόλεμος όπως ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος αποτελεί τέτοιο παράδειγμα. Σε περιπτώσεις άλλων πολέμων, ωστόσο, με περισσότερο διφορούμενο ιδεολογικό υπόβαθρο, η Αριστερά συμπεριλαμβάνει στις ανησυχίες της και τον ξένο παράγοντα, σε αντίθεση με τη Δεξιά, η οποία τείνει να ανησυχεί μόνο για την εθνική κοινότητα. Θα επανέλθω στο παράδειγμα της Αμερικής. Οι Δημοκρατικοί ηγήθηκαν της χώρας και στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, δεν αντιτάχθηκαν, δηλαδή, στον πόλεμο που έρχεται ως συνέπεια του εθνικού ή του ηθικού συμφέροντος. Σκεφτείτε, όμως, το Βιετνάμ, έναν λιγότερο ξεκάθαρο ιδεολογικά πόλεμο, τον οποίο μάλιστα κλιμάκωσε ο Λίντον Τζόνσον, ένας Δημοκρατικός πρόεδρος: η αντίδραση όσων τάσσονταν με το μέρος της Αριστεράς υπήρξε πολύ έντονη στο όνομα της βίας που ασκούνταν κατά του βιετναμικού λαού. Από την άλλη πλευρά, η Δεξιά υποστήριζε τον πόλεμο αγνοώντας τις απώλειες του άμαχου πληθυσμού».
Το δίπολο Αριστεράς – Δεξιάς έχει πάψει να ικανοποιεί τον Χάιτ εδώ και καιρό. «Ημουν πάντοτε οπαδός της Αριστεράς, αλλά έπειτα από πολλά χρόνια μελέτης της συντηρητικής σκέψης άρχισα να βλέπω ότι κάποια από τα επιχειρήματά τους δεν ήταν αμελητέα – και τελικά κατέληξα να περιγράφω τον εαυτό μου ως κεντρώο» λέει. Απεχθάνεται τα διλήμματα, δείχνει να πιστεύει ότι μεταμφιέζουν το πολύπλοκο σε απλό, κρύβοντας σημαντικές πτυχές του. «Δεν υπάρχει μόνο μία διάσταση στον άξονα Δεξιάς – Αριστεράς. Η Δεξιά στις Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα, για παράδειγμα, αποτελεί μια μείξη μεταξύ των λεγόμενων «libertarians» (σ.σ.: οικονομικά συντηρητικών, αλλά κοινωνικά προοδευτικών), οι οποίοι εκτιμούν ως πρωταρχική αξία την ελευθερία, και των κοινωνικά συντηρητικών, οι οποίοι με τη σειρά τους προτάσσουν την τάξη. Τα συντηρητικά ηθικά θεμέλια βρίσκονται πολύ ψηλά στα κριτήρια αξιολόγησης των παραδοσιοκρατών, ενώ είναι πολύ χαμηλά στην ιεραρχική κλίμακα αξιών των «libertarians». Οι τελευταίοι δεν ενδιαφέρονται για την αφοσίωση, το κύρος ή την ιερότητα, τους απασχολεί σε συντριπτικό ποσοστό το ζήτημα της ελευθερίας».
Συνήγοροι του εαυτού μας
Με ποιον μηχανισμό όμως γίνονται τόσο λεπτές σταθμίσεις μεταξύ αξιών και πώς λειτουργεί η ισορροπία μεταξύ λογικής και συναισθήματος; «Χρησιμοποιούμε τη λογική μας για να επιλύουμε προβλήματα όταν δεν μας καθοδηγεί το προσωπικό συμφέρον ή η κοινωνική πίεση» λέει ο Χάιτ. «Οπότε, αν προσπαθώ απλώς να αποφασίσω αν θα οδηγήσω ως το αεροδρόμιο ή αν θα πάρω το λεωφορείο, σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά. Οταν όμως προσπαθώ να αποφασίσω αν εγώ ή κάποιος άλλος έκανε κάτι κακό, πρόκειται για μια περίπτωση άμεσα συνδεδεμένη με το προσωπικό μου συμφέρον και το συμφέρον της κοινωνικής προβολής. Σε τέτοιες περιστάσεις συνήθως χρησιμοποιούμε τη λογική για να εξάγουμε τα συμπεράσματα που θέλουμε να εξάγουμε. Σε πολιτικά ζητήματα, όπου υπάρχουν δύο διαφορετικές ομάδες αντιμέτωπες, είναι ακόμη δυσκολότερο να κρίνει κανείς ορθά» σχολιάζει.
Και εξηγείται: «Ας πούμε ότι συμμετείχα στις πρόσφατες ελληνικές εκλογές, όπου το διακύβευμα ήταν σημαντικό, υποστηρίζοντας ένα κόμμα. Εστω ότι θεωρούσα λογικό ένα επιχείρημα του αντίπαλου κόμματος. Δεν θα μπορούσα να το παραδεχθώ ανοικτά χωρίς να υποστώ άσχημη μεταχείριση από τα μέλη της ομάδας μου. Η λογική, λοιπόν, λειτουργεί από μόνη της ικανοποιητικά σε περιορισμένο εύρος περιστάσεων: όταν υπεισέρχονται οι παράγοντες του ατομικού συμφέροντος ή της ομαδικής ταυτότητας πολύ συχνά συμπεριφέρεσαι ως δικηγόρος, όχι ως επιστήμονας».
Η δικηγορία αυτή του εαυτού επιβεβαιώνει τελικά τις διαισθητικές ηθικές επιλογές μας, δεν τις αμφισβητεί, καταλήγει ο Χάιτ. «Δεν εξελιχθήκαμε ως είδος στο να δεσμευόμαστε να κάνουμε το σωστό, εξελιχθήκαμε στο να παίζουμε αποτελεσματικά το παιχνίδι της κοινωνικής υπόληψης. Η σκέψη και η λογική μας λειτουργούν χονδρικά όπως ένας γραμματέας Τύπου, αναζητώντας το καλύτερο δυνατό επιχείρημα υπέρ μας, την ίδια στιγμή που η συμπεριφορά μας μπορεί ασυνείδητα να τείνει στον εγωισμό ή στην απάτη. Το σύνολο θυμίζει λίγο-πολύ μια κυβέρνηση που πράττει διάφορα, μερικά από τα οποία ενδεχομένως είναι και παράνομα, αλλά υποστηρίζει δημόσια ότι όλα αποσκοπούν στο κοινό καλό».
Δαιμονοποίηση και παράλυση
Παρά τη δεδομένη πόλωση της αμερικανικής κοινωνίας για τα παραπάνω ζητήματα, ιδιαίτερα όταν οι απόψεις που εκφέρονται αιωρούνται μεταξύ των πλευρών του πολιτικού χάσματος, ο Χάιτ δεν φοβάται τον διάλογο – με την έννοια της ειλικρινούς ανταλλαγής απόψεων, όχι της στείρας σειραϊκής απαρίθμησης επιχειρημάτων. Στις αρχές Ιουνίου ενεπλάκη σε μια διαδικτυακή συζήτηση με τον στατιστικολόγο του Πανεπιστημίου Κολούμπια Αντριου Γκέλμαν και τον αρθρογράφο του «Guardian» Τζορτζ Μονμπιό για το αν και κατά πόσον οι αμερικανοί λευκοί της εργατικής τάξης εγκαταλείπουν το Δημοκρατικό Κόμμα για τους Ρεπουμπλικανούς, φροντίζοντας (προς τιμήν του) να παραθέσει στην ιστοσελίδα του όλη τη διένεξη, χωρίς να παραλείψει καμία από τις επικρίσεις που του ασκήθηκαν.
Στα τέλη του περασμένου Ιανουαρίου είχε βρεθεί στο πάρκο Ζουκότι, όπου μίλησε στους καταληψίες του «Occupy Wall Street» για τον τρόπο σκέψης των συντηρητικών. «Γιατί πιστεύω ότι το πρόβλημα δεν είναι η διαφωνία, είναι η δαιμονοποίηση του άλλου. Ο καθένας από εμάς μόνος του έχει πεπερασμένες δυνατότητες σκέψης. Αν όμως συνεργαστούμε, μπορούμε να διορθώσουμε ο ένας τα λάθη του άλλου, να συμβιβαστούμε όταν πρέπει, να εκθέσουμε τις ιδέες μας σε κοινή θέα και οι καλύτερες να κερδίσουν». Ακούγεται αθεράπευτα αισιόδοξο, σε αντίθεση με τη δηκτική παρατήρηση που είχε κάνει παλαιότερα για το επίπεδο του δημόσιου λόγου: «Οι δημόσιες διενέξεις συχνά μοιάζουν με αγώνες κατς, με τη διαφορά ότι εκεί οι παλαιστές προσποιούνται μόνο ότι μισούν ο ένας τον άλλον».
«Κοιτάξτε, αν επικρατήσει το μίσος, και αυτό συμβαίνει σήμερα στην Αμερική, υπάρχει πολύ λιγότερο περιθώριο εμπιστοσύνης, πολύ περισσότερη οργή για την άλλη πλευρά. Αυτές οι διαφωνίες είναι εξαιρετικά αντιπαραγωγικές. Ο Ομπάμα, για παράδειγμα, πρότεινε κάποτε ορισμένα σημεία περιβαλλοντικής πολιτικής που αρχικά βρίσκονταν στο πρόγραμμα των Ρεπουμπλικανών. Αν η διαφωνία των δύο πλευρών λειτουργούσε παραγωγικά, αυτό θα θεωρούνταν συμβιβαστική λύση και οι Ρεπουμπλικανοί θα συμφωνούσαν. Επειδή όμως ακριβώς επικρατεί η δαιμονοποίηση του αντιπάλου, οι Ρεπουμπλικανοί αρνήθηκαν μόνο και μόνο επειδή η πρόταση προήλθε από τον Ομπάμα. Δεν είναι αυτός τρόπος επίλυσης των προβλημάτων μιας χώρας. Γι’ αυτό η δική μας βρίσκεται σε παράλυση». Σε αυτή την παράλυτη χώρα ο Τζόναθαν Χάιτ επιχειρεί να εξηγήσει στους δαιμονοποιημένους αντιπάλους τις σκέψεις της αντίπερα όχθης; Καλή του τύχη.