Στις αρχές του μήνα εκτελέστηκε με ένεση στο Τέξας ένας 54χρονος θανατοποινίτης – είχε σκοτώσει έναν αστυνομικό το 1992 – με αποδεδειγμένη νοητική υστέρηση. Ο δείκτης ευφυΐας του ήταν πολύ πιο κάτω από το διεθνώς αποδεκτό επίπεδο. Οι δεσμοφύλακες που παρακολουθούσαν τον Μάρβιν Γουίλσον έλεγαν ότι κάθε τόσο καθόταν στο κελί του ήσυχος, βύζαινε τον αντίχειρά του σαν μωρό και αποζητούσε τη μαμά του.
Μολονότι η θανατική ποινή για διανοητικώς καθυστερημένα άτομα απαγορεύτηκε το 2002 από το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, το Τέξας (με τους περισσότερους θανατοποινίτες και τις περισσότερες εκτελέσεις) έκανε χρήση του περιθωρίου επιλογής που παρέχει ακόμη ο νόμος σε κάθε Πολιτεία για τον αν θα θανατώνονται ή όχι οι καταδικασθέντες. Το ενδιαφέρον, εν προκειμένω, είναι ότι το αρμόδιο δικαστήριο επικαλέστηκε στο σκεπτικό της απόφασής του έναν ήρωα μυθιστορήματος!
Πρόκειται για τον αγαθό γίγαντα Λένι Σμολ – τον ενσάρκωσε συγκλονιστικά ο Τζον Μάλκοβιτς στον κινηματογράφο – που δεν μπορεί να ελέγξει τη δύναμή του και ασυναίσθητα διαπράττει ανθρωποκτονία. Είναι ένας από τους δύο βασικούς πρωταγωνιστές στο βιβλίο του Τζον Στάινμπεκ Ανθρωποι και ποντίκια (1937). Τον Λένι Σμολ θα τον εξαιρούσαμε, ανέφερε σε αδρές γραμμές το κείμενο που εξόργισε τον Τόμας Στάινμπεκ, γιο του συγγραφέα. Το να δικαιολογείς μια εκτέλεση χρησιμοποιώντας, μεταξύ άλλων, τη μυθοπλασία «είναι απολύτως τραγικό», δήλωσε ο ίδιος.
Το συμβάν είναι ενδεικτικό αυτής της υπόγειας, θαυμαστής αλλά και τρομακτικής πολλές φορές επίδρασης που ασκεί η λογοτεχνία. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 (από το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς ως τον χειμώνα του 1961) ο μετέπειτα αμερικανός νομπελίστας (1962) συγγραφέας αποφάσισε να κάνει ένα μοναχικό οδοιπορικό διασχίζοντας τις αχανείς και πολυπρόσωπες Ηνωμένες Πολιτείες για τις οποίες έγραφε επί μία τριακονταετία. Ηταν η εποχή που η Αμερική εγκαθίδρυε την παντοδυναμία της εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου.
«Ο αλήτης παραμένει αλήτης»
«Δεν άργησα να ανακαλύψω ότι δεν γνώριζα την ίδια μου την πατρίδα» εξομολογείται ο ίδιος από τις πρώτες σελίδες αυτού του βιβλίου, που συνιστά μια φοβερά ενδιαφέρουσα διερεύνηση της αμερικανικής ιδιοπροσωπίας, γραμμένη στην παράδοση του travelogue. Ο Στάινμπεκ, με διάθεση αυτοσαρκαστική αλλά κάπως μελαγχολική, κάνει τον απολογισμό της ζωής του αναζητώντας ταυτόχρονα την αμερικανική ταυτότητα μέσα από τους ανθρώπους και την κοσμοθεωρία τους, τους τόπους και την ιδιομορφία τους.
Ο ίδιος τότε ήταν 58 ετών αλλά «η λαχτάρα της περιπλάνησης» δεν τον είχε εγκαταλείψει, καθώς «ο αλήτης παραμένει αλήτης». Είχε ήδη προβλήματα με την υγεία του, αλλά πήρε το ρίσκο αυτής της διαδρομής επειδή ήθελε να δει και να νιώσει για τελευταία φορά την πατρίδα του σε όλη την εδαφική και συναισθηματική της έκταση – προαισθανόταν, όπως υποστήριξε αργότερα ο γιος του, ότι έφτανε το τέλος του (1968).
Το ταξίδι αυτό, που ξεπέρασε τις 10.000 χλμ. μέσα από 34 διαφορετικές Πολιτείες και κατά το οποίο «δεν με αναγνώρισε κανείς», διήρκεσε τρεις μήνες. Το έκανε με ένα ημιφορτηγό και είχε συντροφιά τον σκύλο του τον Τσάρλυ. «Ηθελα ένα αρκετά βαρύ ημιφορτηγό που να πηγαίνει παντού κάτω από ενδεχομένως σκληρές συνθήκες, και πάνω σ’ αυτό το φορτηγό ζήτησα να κατασκευάσουν ένα σπιτάκι σαν καμπίνα μικρού σκάφους» όπου θα στοίβαζε τα πράγματά του, το κινούμενο νοικοκυριό του, από βιβλία ως καραμπίνες.
Εφυγε από το εξοχικό σπίτι του στο Σαγκ Χάρμπορ στην άκρη του Λονγκ Αϊλαντ αφού έσωσε την «Ωραία Ελένη», το σκάφος του (έτσι λεγόταν και η γυναίκα του) από τον μανιασμένο τυφώνα Ντόνα. Το όνομα «Ροσινάντε» ήταν ζωγραφισμένο στο πλάι του ημιφορτηγού με ισπανική γραμματοσειρά του 16ου αιώνα. Το βάφτισε όπως ακριβώς ο Δον Κιχώτης το άλογό του. Ο Τσάρλυ, ένα γέρικο αρσενικό κανίς που γεννήθηκε στο Μπερσί, στα περίχωρα του Παρισιού, ήταν ένας συνοδηγός που μπορούσε «να διαβάζει τις σκέψεις σου».
Απ’ όπου κι αν πέρασε ο Στάινμπεκ, ξεκινώντας από τη Νέα Υόρκη, διασχίζοντας τις Μεσοδυτικές Πολιτείες αλλά και τον «Γέρικο Νότο», ως τη Δυτική Ακτή του Ειρηνικού και τη γενέτειρά του στο Σαλίνας της Καλιφόρνιας, είδε στα μάτια των συμπολιτών του «μια φλογερή επιθυμία να φύγουν, να προχωρήσουν, να πάνε αλλού, οπουδήποτε, φτάνει να βρεθούν αλλού από το οποιοδήποτε «εδώ»», κάτι που μας κινεί δραματικές υποψίες ότι όσα επισημαίνει ο «ματάκιας» και «ωτακουστής» Στάινμπεκ για τους Αμερικανούς αφορούν και εμάς τους υπόλοιπους, απηχούν εν γένει την ανθρώπινη κατάσταση.
Τέξας, όπως Ελλάδα
Στη μεγάλη και τρομακτική έρημο Μοχάβι στην Αριζόνα ο Στάινμπεκ σκέφτεται ότι «αν η πιο περίπλοκη και πολύπλευρη μορφή ζωής, ο άνθρωπος, δώσει μάχη για να επιβιώσει όπως έκανε πάντα, τότε έχει την ικανότητα να εξολοθρεύσει όχι μόνο τον εαυτό του, αλλά και κάθε άλλο είδος ζωής».
Οι εκτιμήσεις του για την τεχνολογική ανάπτυξη και την οικονομική μεγέθυνση με θύμα το φυσικό περιβάλλον που ο ίδιος εξυμνεί είναι ζωγραφισμένες με τα μελανότερα χρώματα. «Αναρωτιέμαι γιατί η πρόοδος μοιάζει τόσο πολύ με την καταστροφή» γράφει κάπως αφοπλιστικά. Πανταχού παρούσα βεβαίως είναι η πολιτική στις εξιστορήσεις αυτού του «στρατευμένου» αλλά σε καμία περίπτωση αδιάλλακτου λογοτέχνη. Οι καβγάδες με τις αδερφές του είναι σπαρταριστοί, ήταν ένας Δημοκρατικός που προήλθε από μια οικογένεια Ρεπουμπλικανών.
Το ρατσιστικό περιστατικό με αφορμή τη Ρούμπι Μπρίτζες, την πρώτη μαύρη μαθήτρια που πήγε ποτέ σε σχολείο λευκών στα βάθη του αμερικανικού Νότου, περιοχή που τότε σιχαινόταν τους «φιλοαραπάδες» και τα «κομούνια», αηδίασε τον Στάινμπεκ, τον αποκαρδίωσε.
Δεν λείπουν επίσης οι εκπλήξεις για την έλληνα αναγνώστη στα Ταξίδια με τον Τσάρλυ, που μετέφρασε έξοχα η Σώτη Τριανταφύλλου. «Υπάρχουν έθνη όπου ο μύθος, οι δοξασίες, τα αισθήματα, οι επιθυμίες ή οι προκαταλήψεις παρεμβαίνουν διαστρεβλώνοντας την ψύχραιμη, ξεκάθαρη αποτίμηση για χάρη μιας μαγικής σύγχυσης. Η Ελλάδα είναι μια τέτοια χώρα, όπου επικρατούν οι προσωπικές και υποκειμενικές εικόνες […], όπως είναι το Τέξας» γράφει ο πολυταξιδεμένος Στάινμπεκ. «Στο Τέξας όλα μπορούν να ακυρωθούν από κάτι άλλο» επισημαίνει κάπου αλλού. Τι ευστοχία!
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ