Σε ορισμένες περιπτώσεις τα κείμενά του αποδείχθηκαν ανατριχιαστικά «νοστραδάμεια». Χαρακτηριστικό παράδειγμα, μια σκηνή από το βιβλίο «Players» (1977): Σε ένα πάρτι στην οροφή ενός κτιρίου με φόντο τους Δίδυμους Πύργους, κάποιος παρατηρεί ότι ένα αεροπλάνο που περνάει «μοιάζει ότι θα πέσει πάνω τους»… Γεννημένος το 1936 στο Μπρονξ, ο ΝτεΛίλο γνώρισε τον κόσμο του Φόκνερ, του Χεμινγουέι, του Τζέιμς, όταν δούλεψε ένα εφηβικό καλοκαίρι ως παρκαδόρος. Μόνο, όμως, αφότου πέρασε από τον κόσμο της διαφήμισης και της 5ης Λεωφόρου της Νέας Υόρκης στα μέσα της δεκαετίας του ’60 (δούλεψε ως copywriter στην Ogilvy & Mather) αποφάσισε να αφιερωθεί αποκλειστικά στο γράψιμο για να φθάσει να γίνει «Mad Man» της λογοτεχνίας – ή, όπως τον αποκάλεσε το «New York Times Review of Books», «ο κορυφαίος σαμάνος της παρανοϊκής σχολής της αμερικανικής λογοτεχνίας».
Δεν θέλει, όμως, να μιλήσει για τον ίδιο και τους λαβυρίνθους της ζωής και της σκέψης του, αλλά για το νέο του βιβλίο, το «Point Omega», που θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο από τις εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας. «Το «Σημείο Ωμέγα» βρίσκεται εκεί όπου η ανθρωπότητα υπερβαίνει τον εαυτό της» σύμφωνα με την αντίστοιχη θεωρία του ιησουίτη Πιερ Τεγιάρ ντε Σαρντέν και την επεξήγηση του ΝτεΛίλο. Πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραματίζει και εδώ ο παράγων χρόνος.
Το ενδιαφέρον σας για τον χρόνο είναι έκδηλο στα τελευταία βιβλία σας. Αυτός ο φιλοσοφικός στοχασμός προκύπτει από την απογοητευτική σύγχρονη πραγματικότητα ή σχετίζεται απλώς με το γεγονός ότι μεγαλώνετε; «Είναι δύσκολο να απαντήσω σε αυτό. Ποτέ δεν ξεκινάω να γράψω προσπαθώντας να κατανοήσω ποιο θα είναι το θέμα, η «υπόθεση» ενός βιβλίου. Συνήθως αυτό προκύπτει σταδιακά. Για κάποιον λόγο, τον οποίο και πάλι δεν είμαι σε θέση να αναλύσω, ορισμένα από τα πρόσφατα βιβλία μου εστίασαν στο θέμα του χρόνου. Είναι όντως ένας φιλοσοφικός στοχασμός και μάλιστα από τους πλέον μυστηριώδεις. Κάποτε ρώτησα έναν καθηγητή φιλοσοφίας σχετικά και αυτός απλώς μου απάντησε: «Ο χρόνος είναι πολύ δύσκολος…». Δεν ήθελε να πει περισσότερα. Επειδή όμως εγώ είμαι συγγραφέας και όχι φιλόσοφος, δεν διστάζω να γράψω για τον χρόνο. Και υποθέτω πως, ναι, το όψιμο ενδιαφέρον μου για τον χρόνο έχει να κάνει με το γεγονός ότι μεγαλώνω».
Πώς μετατρέπεται ένας προβληματισμός σε έργο τέχνης, εν προκειμένω, σε ένα βιβλίο; «Να σας πω πώς ξεκίνησαν όλα. Κάποια στιγμή επισκέφθηκα το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (ΜοΜΑ) στη Νέα Υόρκη. Σε μια αίθουσα είδα το έργο του Ντάγκλας Γκόρντον «24 Hour Psycho», όπου σκηνές από το «Ψυχώ» του Χίτσκοκ προβάλλονταν με δύο καρέ ανά λεπτό και όχι με 24, όπως συνήθως γίνεται στο σινεμά. Υπήρχαν ελάχιστοι άνθρωποι, o χώρος ήταν σκοτεινός και χωρίς καθίσματα. Αρχισα να σκέφτομαι, «πόσο ενδιαφέρουσα διερεύνηση του χρόνου και της κίνησης». Τι βλέπουμε όταν κοιτάζουμε κάτι, πώς το κοιτάζουμε και τι μας διαφεύγει υπό φυσιολογικές συνθήκες. Από αυτό το σημείο, με τρόπους που είναι μυστηριώδεις, σχεδόν μεταφυσικοί, άρχισα να σκέπτομαι πώς θα μπορούσε να μετουσιωθεί αυτή η εμπειρία μου σε ένα μυθιστόρημα. Είχα την έντονη αίσθηση ότι αυτό το βιβλίο θα έπρεπε να έχει μια πολύ δυνατή αφετηρία».
Τι απαιτείται, λοιπόν, προκειμένου να γίνει αυτό το απαραίτητο άλμα που θα μας συνδέσει ουσιαστικά με ό,τι μας περιβάλλει, θα μας καταστήσει ικανούς να αντιλαμβανόμαστε αυτό που κοιτάζουμε; «Είναι σημαντικό να αλλάξουμε αυτό στο οποίο είμαστε συνηθισμένοι, να βγούμε από τη σφαίρα ασφαλείας μας. Βλέπουμε πιο ξεκάθαρα τότε. Η έρημος, για παράδειγμα, σε προσκαλεί να κοιτάξεις προσεκτικά, γιατί, φαινομενικά, δεν υπάρχουν πολλά για να δεις. Οταν όμως ένα άτομο αρχίσει να επεξεργάζεται το περιβάλλον του, τότε αυτό τού αποκαλύπτεται. Η γη, τα φυτά, τα ζώα αλλά και ο ίδιος ο άνθρωπος που τα παρατηρεί. Τα ονόματα των ζώων και των φυτών, όλο αυτό γίνεται ένα είδος περιβάλλοντος στο οποίο κυρίως ένας συγγραφέας θέλει να αποδώσει ονόματα. Κάθε φορά που επισκέπτομαι αυτά τα μέρη πρέπει να ανανεώνω την αίσθηση που έχω για τον χρόνο και τα ονόματα των πραγμάτων. Και αυτό είναι σημαντικό».
Σε κάθε βιβλίο σας είναι προφανές ότι παρατηρείτε τη ζωή γύρω σας ως την παραμικρή της λεπτομέρεια, όμως, τελικά, όπως γράφετε στο «Point Omega», η «αληθινή ζωή δεν μπορεί να περιοριστεί σε λέξεις από κανέναν και ποτέ». Είναι σαν να αναιρείτε τον λόγο ύπαρξης της λογοτεχνίας… «Πολύ φιλοσοφική δήλωση, έτσι δεν είναι; Τι να σημαίνει άραγε; Σε αυτό καταλήγει ο χαρακτήρας του βιβλίου μου και πρέπει να ξέρετε ότι οι ιδέες ενός χαρακτήρα σε ένα βιβλίο δεν συμπίπτουν απαραίτητα με αυτές του συγγραφέα. Δεν είναι κάτι που θα έγραφα σε ένα δοκίμιο. Ισως αυτό που εννοεί ο χαρακτήρας είναι ότι τα πράγματα που συμβαίνουν στο μυαλό ενός ανθρώπου δεν μπορούν να αναπαραχθούν από κανέναν άλλον. Πρόκειται για στιγμιαίες σκέψεις, θραύσματα ιδεών, λέξεις, φράσεις, αναμνήσεις που δεν μπορούν να συμπτυχθούν, δεν έχουν συνοχή και επομένως δεν είναι κατανοητές ούτε από τον άνθρωπο που τα έχει μέσα στο κεφάλι του. Η αληθινή ζωή είναι κρυμμένη. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τις πιο ενδόμυχες σκέψεις ή τις πιο βαθιές στιγμές που βιώνουν οι άλλοι άνθρωποι, ούτε καν ο ίδιος του ο εαυτός».
Οπότε αυτός είναι και ένας λόγος για τον οποίο αγαπάμε τη λογοτεχνία; Επειδή μας δίνει τη δυνατότητα να διεισδύσουμε και να παρατηρήσουμε με την ησυχία μας τις πιο ενδόμυχες σκέψεις των άλλων, έστω και αν πρόκειται για φανταστικά πρόσωπα; «Ναι, όπως και ένας βιογράφος μπορεί να τα γνωρίζει όλα αυτά για το πρόσωπο για το οποίο γράφει. Ενας ιστορικός ή ένας δημοσιογράφος δεν μπορεί να τα ξέρει αυτά τα πράγματα. Για αυτόν τον λόγο, η λογοτεχνία μπορεί να είναι ένα είδος, όχι απαραίτητα υπέρτατης αλήθειας, αλλά υπέρτατης αποκάλυψης αναφορικά με τις σκέψεις και τη ζωή κάποιου».
Εχετε κάνει πάντως μια στροφή στη λογοτεχνία σας. Της έχετε προσδώσει φιλοσοφική χροιά, ενώ ως τώρα εστιάζατε στα δεινά της σύγχρονης εποχής με σπάνια διορατικότητα. «Σίγουρα προσπαθώ να βλέπω αλλά και να ακούω πράγματα τα οποία συνήθως περνούν απαρατήρητα. Αραγε, αυτό με έκανε συγγραφέα ή άρχισα να το κάνω όταν έγινα συγγραφέας; Δεν το γνωρίζω… Ξέρετε, όλα άρχισαν στην Ελλάδα, όταν έζησα εκεί, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’70 με αρχές δεκαετίας του ’80. Τότε άρχισα να παρατηρώ προσεκτικά ό,τι με περιέβαλλε. Και υπήρχαν πολλά για να δεις και να ακούσεις εκείνη την εποχή. Ολη η ευρύτερη περιοχή ήταν ιδιαίτερα «ενεργή». Ο πόλεμος στον Λίβανο, η επανάσταση στο Ιράν, οι πρόσφυγες που έρχονταν στην Αθήνα από τον Λίβανο. Και βέβαια, υπήρχε και η τρομοκρατία στην Ελλάδα. Οπότε, δεν βαριόσουν ούτε λεπτό. Οσο ήμουν στην Ελλάδα έγραφα ένα βιβλίο, «Tα ονόματα», οπότε τα πράγματα που έβλεπα σε καθημερινή βάση έγιναν μέρος της μυθοπλασίας του βιβλίου. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό για την εξέλιξή μου ως συγγραφέα».
Επιλέξατε να εγκατασταθείτε στην Ελλάδα το 1978 όταν πήρατε την υποτροφία από το Γκούγκενχαϊμ. Πώς προέκυψε αυτό; «Είχα μια ιδέα για ένα βιβλίο το οποίο θα διαδραματιζόταν στην εσχατιά της Ευρώπης. Οταν μου δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθώ την Ευρώπη, σκέφτηκα ότι αυτό θα ήταν το ιδανικό μέρος όχι μόνο για το φόντο του βιβλίου, αλλά και για να μείνω για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα. Ημουν τυχερός που το κατάφερα».
Τι ήταν, όμως, αυτό που σας μαγνήτισε εξαρχής; Ο αρχαίος πολιτισμός; «Σίγουρα έπαιξε και αυτό τον ρόλο του. Αυτό όμως που πραγματικά με γοήτευσε ήταν ότι έμαθα από την αρχή ένα καινούργιο αλφάβητο, το ελληνικό. Τα γράμματα από μόνα τους έχουν τόσο πολλά σχήματα, που υποδηλώνουν ένα διαφορετικό είδος τέχνης το οποίο δεν είχα προσέξει ποτέ πριν, ιδίως όταν τα βλέπεις σκαλισμένα σε ένα αρχαίο μνημείο. Μετά την εμπειρία της Ελλάδας, προσέχω στα γραπτά μου την ομορφιά των γραμμάτων, τόσο το σχήμα όσο και τον ήχο των συλλαβών καθώς γράφω». Γυρίσατε ποτέ πίσω; Οσο ήσασταν εδώ ως παρατηρητής διακρίνατε ψήγματα αθηναϊκής πραγματικότητας τα οποία ίσως υπήρξαν οι σπόροι που καρποφόρησαν την οργιώδη οικονομική κρίση την οποία βιώνουμε σήμερα;
Μάθατε να μιλάτε τη γλώσσα; «Εμαθα κάποια ελληνικά, σίγουρα όχι τόσα όσα θα έπρεπε, δεδομένου ότι καθημερινά περνούσα μεγάλο μέρος της ημέρας γράφοντας στα αγγλικά. Θα μπορούσα, πιστεύω, να συνεννοηθώ με έναν ταξιτζή. Αρκεί να μη διαρκούσε πολλή ώρα η διαδρομή…».
Πιστεύετε ότι η λογοτεχνία έχει περάσει στο περιθώριο επειδή η πραγματικότητα που μας κατακλύζει από παντού έχει ξεπεράσει κάθε φαντασία; Στο «Μάο ΙΙ» γράφετε: «Τα νέα που αφορούν καταστροφές είναι τα μόνα νέα που χρειάζεται ο κόσμος σήμερα…» «Το συγκεκριμένο βιβλίο καθοριζόταν σε μεγάλο βαθμό από τα πλήθη και τη βία. Και κάπου γράφω σε αυτό: «το μέλλον ανήκει στα πλήθη», οπότε υποθέτω ότι με κάποιον τρόπο επαληθεύτηκα, ιδιαίτερα προσφάτως. Η Αραβική Ανοιξη, η Συρία… Η βία γίνεται μια κοινή γλώσσα. Οχι ότι πρόκειται για καινούργιο φαινόμενο. Πάντα θα υπάρχουν μάζες και βία. Ανθρωποι που συγκεντρώνονται γύρω από έναν κεντρικό πυρήνα, έναν αρχηγό, έναν υψηλόβαθμο εκπρόσωπο της Εκκλησίας, ή σε ένα γήπεδο ποδοσφαίρου. Αλλά, για να απαντήσω και στην ερώτησή σας, ο κόσμος έχει γίνει από μόνος του ένα βιβλίο. Την αφήγηση, ωστόσο, τη γράφουν στρατιωτικοί και απολυταρχικοί άνθρωποι».
Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο ρόλος των ΗΠΑ στη σύνθεση αυτής της αφήγησης; «Οι ΗΠΑ δεν νιώθουν πλέον ότι είναι μια υπερδύναμη. Τα όπλα μπορεί να υπάρχουν, αλλά η δύναμη έχει ξεθωριάσει. Τόσο η οικονομική, όσο και η δύναμη των ιδεών».
Παρ’ όλα αυτά, είστε αισιόδοξος για το μέλλον της λογοτεχνίας; «Ναι, είμαι. Η λογοτεχνία προσφέρει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να κατανοήσει τον κόσμο που τον περιβάλλει. Αυτό μπορεί να γίνει με όλες τις μορφές τέχνης, αλλά θα έλεγα πρωτίστως με τη λογοτεχνία και όχι τόσο με την ποίηση ή τον κινηματογράφο. Στη λογοτεχνία περιγράφονται με βάθος και ακρίβεια πολλές και διαφορετικές ανθρώπινες σχέσεις και εμπειρίες, όπως λέγαμε και πριν. Γι’ αυτό, η σπουδαιότητα της λογοτεχνίας και η ανάγνωσή της δεν νομίζω ότι θα περιοριστούν ποτέ».
Σας ξαφνιάζει όταν βλέπετε να συμβαίνουν αυτά που είχατε γράψει πολλά χρόνια πριν; Για παράδειγμα, το «Κοσμόπολις», το οποίο σκηνοθέτησε πρόσφατα για τον κινηματογράφο ο Ντέβιντ Κρόνενμπεργκ, γράφτηκε το 2003 και μοιάζει να αναφέρεται στην παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008… «Είναι τυχαίο, υποθέτω. Ορισμένα από αυτά που συνέβησαν αργότερα με δραματικό τρόπο ήδη είχαν αρχίσει να διαφαίνονται. Οχι απαραίτητα σε μια συγκεκριμένη χώρα, όμως υπήρχαν οικονομικά σκαμπανεβάσματα σε παγκόσμιο επίπεδο, τα οποία σύντομα ξεχάστηκαν. Γνώριζα ότι υπήρχε πρόβλημα, όπως με την περιβόητη «φούσκα των dot com», η οποία θα μπορούσε να λάβει πολύ μεγάλες διαστάσεις. Βασική πρόθεσή μου, στο συγκεκριμένο, αλλά και σε άλλα βιβλία μου, είναι να δείξω πως ο κόσμος είναι τόσο απορροφημένος όπως ζει με το βλέμμα του στραμμένο στο μέλλον, με αποτέλεσμα να διαφεύγει της αντίληψής του ότι είναι πολύ ευάλωτος απέναντι στους καταστρεπτικούς μηχανισμούς που δρουν ερήμην του στο παρόν. Πάντως, όχι, δεν πιστεύω ότι είμαι «προφήτης». Ισως παρατηρώ περισσότερα πράγματα κάπως νωρίτερα από ό,τι ο υπόλοιπος κόσμος. Δεν περίμενα ποτέ να καταστραφούν οι Δίδυμοι Πύργοι. Απλώς, τους «είδα», δηλαδή τους παρατήρησα προσεκτικά».
Στο «Point Omega» ο ήρωάς σας αναφέρεται στον πόλεμο στο Ιράκ ως «πόλεμο χαϊκού». Τι εννοεί ακριβώς με αυτό; «Προσπαθεί να χαρακτηρίσει κάτι το οποίο αισθάνεται ότι διαπράττεται από γραφειοκράτες. Το χαϊκού, το ιαπωνικό αυτό είδος ποίησης, αφορά τη φύση, τις εποχές και το πώς αλλάζουν τα πράγματα. Εκεί καταλήγει και ο χαρακτήρας μου. Οτι όλα δηλαδή είναι προσωρινά. Ενα φύλλο θα πέσει, οι εποχές θα αλλάξουν και ο πόλεμος ο οποίος οργανώνεται από τεχνοκράτες καταντά κάτι αποστειρωμένο, το οποίο αυτοί που το προκαλούν δεν το ζουν και δεν βιώνουν τις συνέπειές του στον υπαρκτό, στον χειροπιαστό κόσμο. Τα γεγονότα συμβαίνουν, αλλά ξεθωριάζουν μακριά από το οπτικό τους πεδίο. Αλλά αυτές, θα επισημάνω, είναι οι σκέψεις του ήρωά μου και όχι οι δικές μου».
Πιστεύετε ότι η Αμερική έχασε μεγάλο μέρος από την αξιοπιστία της και έδειξε το αληθινό πρόσωπό της με αυτόν τον πόλεμο; «Ναι, βέβαια. Ηταν παράλογη αυτή η απόφαση. Δεν υπήρχαν όπλα μαζικής καταστροφής. Επρόκειτο για μια φαντασίωση και το κράτος ήταν κάτι παραπάνω από πρόθυμο να αναπαραστήσει στην πραγματική ζωή αυτή τη φαντασίωση. Κατά τη διάρκεια αυτής της διακυβέρνησης που μας πήγε στο Ιράκ, το πρόσωπο της Αμερικής ήταν αυτό του θυμού και της καταστροφής. Να σας πω την αλήθεια, δεν θα ήθελα να συζητώ για αυτά τα πολιτικά και στρατιωτικά θέματα δημοσίως. Και νομίζω ότι έχω ήδη πει αρκετά».
Το νιώθω ότι αισθάνεστε άβολα… Γιατί, όμως, δεν θέλετε να μιλάτε για αυτά τα θέματα; «Γιατί είμαι συγγραφέας και όχι πολιτικός ή καθηγητής στρατιωτικής Ιστορίας. Κατανοώ ότι το αποζητούν οι αναγνώστες και το κάνω ως έναν βαθμό, αλλά βάζω και κάποιο όριο».
Πώς τους φαντάζεστε τους αναγνώστες σας; «Οταν γράφω δεν σκέφτομαι ποιος θα βρεθεί να κρατάει το βιβλίο μου στα χέρια του. Οταν, όμως, τα βιβλία μου κυκλοφορούν στον κόσμο, μου αρέσει να φαντάζομαι ότι τα διαβάζει κάποιος που αγαπάει την ανάγνωση λογοτεχνίας, που του αρέσει να χάνεται στον κόσμο ενός βιβλίου. Και που ενδεχομένως μπορεί να βρει κάποιο ίχνος παρηγοριάς μέσα σε αυτό. Μοναχικοί άνθρωποι ως επί το πλείστον».
Πιστεύετε ακόμη ότι ο συγγραφέας πρέπει να είναι ένας αουτσάιντερ, να εναντιώνεται στην καθεστηκυία τάξη; Εσάς κάποια στιγμή σας είχαν αποκαλέσει εξαιτίας των βιβλίων σας ακόμη και «κακό πολίτη». «Ναι, και το είχα εκλάβει ως κομπλιμέντο. Πάντως, ναι, υπό μια γενική έννοια, το πιστεύω. Εξαρτάται από την επιλογή που θέλει να κάνει ο κάθε συγγραφέας και δεν είναι κάτι που γίνεται συνειδητά. Ο πολιτισμός μας βασίζεται σε τόσο μεγάλο βαθμό στην κατανάλωση και στη σπατάλη, ώστε ακόμη και αν κάποιος δεν γράφει καταφανώς για αυτά τα θέματα, δεν μπορεί να μην τα προσεγγίσει έστω και εμμέσως με το έργο του. Ενας συγγραφέας μπορεί να περάσει όλα τα χρόνια της καριέρας του γράφοντας για βραδυκίνητες, ανώνυμες γωνιές της ανθρώπινης ύπαρξης. Για πατεράδες και μητέρες, και γιους και κόρες. Αλλά υπάρχουν και κάποιοι συγγραφείς οι οποίοι πιστεύουν ότι η συγγραφή μπορεί να είναι μια αντίδραση ενάντια στην ιδέα της εξουσίας».
Πρέπει, όμως, να συμμετέχει ενεργά και σε όσα συμβαίνουν γύρω του; «Οχι. Πέρα για πέρα όχι. Για ποιον λόγο; Ομως και σε αυτή την περίπτωση εξαρτάται από την επιθυμία του καθενός. Αν είσαι ένας άνθρωπος που δεν του αρέσει η δημοσιότητα και θέλεις να διαφυλάξεις την ιδιωτικότητά σου, τότε είναι απίθανο να αισθανθείς ότι ανήκεις στη δημόσια σφαίρα».
Οπως εσείς, για παράδειγμα; Ακόμη και «ερημίτη» σάς έχουν αποκαλέσει… «Οχι, αυτό δεν ισχύει. Να ‘μαστε εδώ που μιλάμε. Ξέρετε, ο κόσμος λέει πράγματα επειδή κάπου τα έχει ακούσει. Αυτό δεν σημαίνει ότι ισχύουν. Δεν με γνωρίζουν προσωπικά…».
Εσάς, όμως, πόσο σας επηρεάζει αυτός ο χαρακτηρισμός; Κάπου είχατε γράψει πως «όταν ο κόσμος σε βλέπει με έναν συγκεκριμένο τρόπο, τότε καταλήγεις και εσύ να βλέπεις έτσι τον εαυτό σου». «Ολοι έχουμε τις κλίσεις μας και δεν είναι εύκολο να τις αποφύγουμε. Είναι φορές που δυσκολεύομαι να μιλάω και να δίνω συνεντεύξεις, αλλά ταυτόχρονα προσπαθώ να συνεργάζομαι με τους εκδότες μου. Δεν με ενδιαφέρει, πάντως, ο τρόπος που με βλέπουν οι άλλοι, η «φήμη» μου. Με ενδιαφέρει η δουλειά μου».
Το πρώτο βιβλίο σας κυκλοφόρησε όταν ήσασταν 35 χρόνων. Νιώθετε ότι χάσατε πολύτιμο χρόνο; «Εγραφα από νωρίς, αλλά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα η ενασχόλησή μου ήταν εντελώς περιστασιακή, μέχρις ότου αφοσιώθηκα στη συγγραφή του πρώτου βιβλίου μου. Μου πήρε καιρό. Μάθαινα πώς να είμαι συγγραφέας με βραδείς ρυθμούς. Και, ξαφνικά, όλα άρχισαν να κινούνται πολύ γρήγορα τη δεκαετία του ’70, οπότε μετά έπρεπε να επιβραδύνω τον ρυθμό μου τις δεκαετίες του ’80 και ’90. Δεν είμαι σε θέση να σας εξηγήσω πώς ξεκίνησαν όλα. Κάθησα να γράψω κάποιες προτάσεις και είδα ότι μπορούσα να το κάνω. Σκέφτηκα λοιπόν: «Ισως να είμαι συγγραφέας»».
Η «καθυστέρηση» στο ξεκίνημα οφείλεται σε αυτό που είχατε χαρακτηρίσει «έλλειψη φιλοδοξίας»; «Βέβαια. Η φιλοδοξία είναι απαραίτητη στη ζωή. Η φιλοδοξία του συγγραφέα συνίσταται στο να βάλει τις λέξεις επάνω στο χαρτί και να δημιουργήσει μυθοπλασία, αξιοποιώντας τις ικανότητές του στο έπακρο. Αυτή είναι η φιλοδοξία. Το κοινό, για παράδειγμα, δεν είναι το ίδιο απαραίτητο στον συγγραφέα. Μπορείς απλώς να γράφεις. Υπάρχουν άνθρωποι που το κάνουν. Τα βιβλία τους δεν εκδίδονται, αλλά εκείνοι εξακολουθούν να γράφουν. Αυτό που χρειάζεσαι είναι τα βασικά και πολύ στοιχειώδη εργαλεία του επαγγέλματος: λέξεις και χαρτί».
-Το μυθιστόρημα «Point Omega» θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο από τις εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας.