Η μοναξιά ως εύρημα

Το 1952 ο Γκυ Ντεμπόρ αποφάσισε πως είχε έρθει η ώρα να απαρνηθούμε τις εικόνες. Στις 30 Ιουνίου εκείνης της χρονιάς προβλήθηκε σε μια λέσχη στο Παρίσι η ταινία «Ουρλιαχτά για χάρη του Σαντ» που έφερε την υπογραφή του. Δεν υπήρχαν εικόνες στην ταινία αυτή: η οθόνη ήταν στην αρχή λευκή και μετά μαύρη. Ούτε κανονικοί διάλογοι: μόνο φωνές που απήγγελλαν αποσπάσματα από νομοθετικά διατάγματα, μυθιστορήματα και άρθρα εφημερίδων. «Δεν υπάρχει φιλμ. Το σινεμά είναι νεκρό. Δεν μπορεί να υπάρξουν άλλα φιλμ πλέον. Αν θέλετε, ελάτε να συζητήσουμε» ακουγόταν η φωνή του αφηγητή.

Το 1952 ο Γκυ Ντεμπόρ αποφάσισε πως είχε έρθει η ώρα να απαρνηθούμε τις εικόνες. Στις 30 Ιουνίου εκείνης της χρονιάς προβλήθηκε σε μια λέσχη στο Παρίσι η ταινία «Ουρλιαχτά για χάρη του Σαντ» που έφερε την υπογραφή του. Δεν υπήρχαν εικόνες στην ταινία αυτή: η οθόνη ήταν στην αρχή λευκή και μετά μαύρη. Ούτε κανονικοί διάλογοι: μόνο φωνές που απήγγελλαν αποσπάσματα από νομοθετικά διατάγματα, μυθιστορήματα και άρθρα εφημερίδων. «Δεν υπάρχει φιλμ. Το σινεμά είναι νεκρό. Δεν μπορεί να υπάρξουν άλλα φιλμ πλέον. Αν θέλετε, ελάτε να συζητήσουμε» ακουγόταν η φωνή του αφηγητή. Ογδόντα λεπτά ήταν η διάρκεια της ταινίας, εκ των οποίων μόνο τα 20 είχαν ήχο. Τα υπόλοιπα 60 ήταν βυθισμένα στη σιωπή. Οι θεατές σηκώθηκαν έξαλλοι, χάος προκλήθηκε στην αίθουσα και η προβολή διακόπηκε μόλις δέκα λεπτά μετά την έναρξή της.
Το προκλητικό αυτό πείραμα έμελλε να σηματοδοτήσει το πολιτικό και καλλιτεχνικό κίνημα των σιτουασιονιστών, που ιδρύθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και του οποίου ο Ντεμπόρ υπήρξε επικεφαλής. Οι σιτουασιονιστές πίστευαν ότι η εποχή μας δεν έχει ανάγκη από άλλες εικόνες και συνεπώς αρνούνταν συστηματικά να μπουν στη διαδικασία παραγωγής τους. Μετά τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, η ψευδαίσθηση επανεκκίνησης σε νέα, καταναλωτική, βάση πλέον είχε αρχίσει να κατατρώει τις δυτικές κοινωνίες: τα προϊόντα και οι αναπαραστάσεις τους – στον Τύπο, στους δρόμους, στην τηλεόραση – είχαν πλημμυρίσει την καθημερινότητά μας και είχαν εξασφαλίσει στις καπιταλιστικές δυνάμεις ένα ακαταμάχητο όπλο.
Στο έλεος της διαφημιστικής λαίλαπας που είχε ως αφετηρία την Αμερική, η Ευρώπη βομβαρδιζόταν και αυτή πλέον συστηματικά από ιλουστρασιόν δολώματα – στη δουλειά, στο σπίτι, στους χώρους αναψυχής, παντού. Σύμφωνα με τους σιτουασιονιστές, αυτός ο βομβαρδισμός ήρθε να επηρεάσει καθοριστικά όχι μόνο τις επιθυμίες και τα όνειρά μας αλλά και τον ίδιο τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα. Μέσα στην Κοινωνία του Θεάματος η εμπειρία καταστράφηκε: «Ο,τι υπήρξε άμεσο βίωμα έχει απομακρυνθεί σε μια αναπαράσταση» γράφει στο ομότιτλο βιβλίο ο Ντεμπόρ το 1972 – και «η ενότητα αυτής της ζωής δεν είναι δυνατόν πλέον να αποκατασταθεί». Υπάρχει πλέον μόνο το θέαμα ή, για την ακρίβεια, «ο τόπος του εξαπατηθέντος βλέμματος και της ψευδούς συνείδησης».
Το θέαμα ως αντανάκλαση της οικονομίας δεν έχει κανέναν άλλον σκοπό εκτός από την ανάπτυξη του εαυτού του. Η κυρίαρχη τάξη μπορούσε πλέον να χαλιναγωγεί τις μάζες μέσα από τη δημιουργία «κενών» εικόνων: εικόνων που δεν ευνοούν την καλλιέργεια της σκέψης και της φαντασίας αλλά λειτουργούν ως «φρουροί του ύπνου μας». Συνεπώς, πίστευαν ο Ντεμπόρ και οι σιτουασιονιστές, οι καλλιτέχνες έπρεπε να απέχουν από αυτό το παιχνίδι υπνωτισμού των αισθήσεων και των αντιλήψεων. Εξ ου και η «άδεια» οθόνη στο «Ουρλιαχτά για χάρη του Σαντ»: μια μορφή διαμαρτυρίας ενάντια σε αυτή τη μορφή τέχνης, τον κινηματογράφο, που είχε πλέον λάβει διαστάσεις βιομηχανίας. Είναι μάταιο, υποστήριζαν, να προσπαθεί κανείς να συνθέσει νέες εικόνες στο πλαίσιο του εμπορευματοποιημένου πολιτισμού μας, απλούστατα επειδή το περιεχόμενο – συλλογικότητα, ελευθερία, αγάπη – απουσιάζει.
Περί εικόνων λοιπόν ο λόγος, εφόσον στην παράσταση των Blitz αυτές καλούνται να έχουν τον πρώτο λόγο και τον τελευταίο. Αυτές πρωταγωνιστούν εκτοπίζοντας κάθε άλλη μέριμνα, κάθε άλλη αγωνία. Ο τεράστιος σκηνικός χώρος, σπαρμένος με άγριους θάμνους, κερδίζει αρχικά τις εντυπώσεις και εγείρει προσδοκίες – για να τις διαψεύσει πολύ σύντομα η συνέχεια. Κουκουλοφόροι, τρομοκράτες, άνθρωποι-πουλιά, άνθρωποι σε αναπηρικό καροτσάκι μπαινοβγαίνουν ασταμάτητα και επιδίδονται διαρκώς σε ξυλοδαρμούς, βασανισμούς ή/και δολοφονίες. Είναι βίαιος ο κόσμος που ζούμε – προφανώς. Και ο Δον Κιχώτης, απομονωμένος στη δεξιά άκρη της σκηνής, περνάει τον περισσότερο χρόνο του καθηλωμένος στο άνοιγμα μιας πόρτας να τρέχει χωρίς να προχωράει. Μιλάει ελάχιστα, αλλά αυτό που υποθέτω καλούμαστε να εισπράξουμε από αυτή την αντιπαράθεση – η βάναυση δράση από τη μία και η ακυρωμένη δράση από την άλλη – είναι μια αίσθηση μελαγχολίας και ματαιότητας.
Ενας εκκεντρικός ονειροπόλος ιππότης δεν μπορεί τελικά να κάνει τίποτε για να αλλάξει τα πράγματα. Μένει εγκλωβισμένος στον δικό του παραγκωνισμένο κόσμο, στην ατέλειωτη μοναξιά του. Αυτή η τελευταία ήταν εξάλλου το ζητούμενο της ομάδας Blitz, όπως είχαν δηλώσει οι ίδιοι σε σχέση με τον κεντρικό ήρωα. Αναρωτιέμαι όμως αν αρκεί μια εύκολη αφαίρεση προκειμένου να επιτευχθεί ένας τέτοιος στόχος: από εδώ το «κακό», ακμαίο, από εκεί το «καλό», μαραμένο, από εδώ η κίνηση, από εκεί η στάση, μια αδιάκοπη, από την αρχή ως το τέλος, επανάληψη του ίδιου μοτίβου σε ανούσιες παραλλαγές που δεν κρύβει τελικά κανέναν ουσιαστικότερο προβληματισμό αλλά παραμένει μια απλουστευτική σχηματοποίηση των ιδεών του μυθιστορήματος (εκεί όπου ούτως ή άλλως οι διαχωριστικές γραμμές δεν μένουν ποτέ σταθερές, έτσι όπως βρίσκονται στο έλεος της πολύπλοκης, παρανοϊκής προσωπικότητας του Δον Κιχώτη).
«Οι περισσότερες από τις σημερινές εικόνες είναι κυριολεκτικά εικόνες στις οποίες δεν υπάρχει τίποτε να δεις, εικόνες χωρίς ίχνη, χωρίς σκιά, χωρίς συνέπειες» γράφει ο Μποντριγιάρ ακολουθώντας τον Ντεμπόρ. Οι όμορφες εικόνες των Blitz δεν αποδεικνύονται αρκετές να ικανοποιήσουν τη δίψα μας για μια φρέσκια ματιά πάνω σε ένα κλασικό μυθιστόρημα. Αντιθέτως, με την επιφανειακότητα και τη μονομέρειά τους, έρχονται να τονίσουν αυτό ακριβώς που πίστευε ο Ντεμπόρ για τις «κενές» εικόνες που πλημμυρίζουν τη ζωή μας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.