ΤΟ ΒΗΜΑ / THE PROJECT SYNDICATE
Το εάν η Ευρωζώνη είναι πλέον βιώσιμη ή όχι είναι ένα ερώτημα που παραμένει αναπάντητο. Είναι πιθανό η διάσπαση της να καθυστερήσει, αλλά όχι και να αποφευχθεί. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, η καθυστέρηση του αναπόφευκτου θα κάνει το τέλος ακόμη πιο οδυνηρό – πολύ πιο οδυνηρό.
Η Γερμανία συνειδητοποιεί ολοένα και περισσότερο ότι αν η προσαρμογή που επιβάλλεται για την αποκατάσταση της ανάπτυξης, της ανταγωνιστικότητας και της βιωσιμότητας του χρέους στην περιφέρεια της Ευρωζώνης επιδιώκεται μέσα από μέτρα λιτότητας και εσωτερική υποτίμηση αντί για αναδιάρθρωση του χρέους και έξοδο από την Ευρωζώνη (η οποία θα οδηγούσε με τη σειρά της στην επανακυκλοφορία σημαντικά υποτιμημένων εθνικών νομισμάτων), το προβλεπόμενο κόστος υπολογίζεται να ανέλθει σε τρισεκατομμύρια ευρώ.
Πράγματι, θα χρειαστεί επαρκής επίσημη χρηματοδότηση, ώστε να γίνει δυνατή η έξοδος των διεθνών, αλλά και των εγχώριων επενδυτών. Καθώς οι επενδυτές θα ελαττώνουν την έκθεσή τους στα κρατικά ομόλογα, στις τράπεζες και στις επιχειρήσεις των περιφερειακών κρατών, το πρόβλημα της φυγής κεφαλαίων θα εξακολουθήσει να υπάρχει, κάνοντας αναγκαία τεράστια ποσά επίσημης χρηματοδότησης.
Μέχρι πρόσφατα, η επίσημη αυτή χρηματοδότηση προερχόταν από τις δημοσιονομικές αρχές (όπως το Ευρωπαϊκό Ταμείο Δημοσιονομικής Σταθερότητας, που σύντομα θα γίνει ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Εντούτοις, ολοένα και περισσότερο, η χρηματοδότηση προέρχεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – αρχικά με την αγορά ομολόγων και στη συνέχεια με τη στήριξη της ρευστότητας των τραπεζών της Ευρωζώνης. Με τα πολιτικά εμπόδια στη Γερμανία και αλλού να γίνονται ανάχωμα για την ενίσχυση των δημοσιονομικών τειχών προστασίας, η ΕΚΤ πλέον σχεδιάζει ένα νέο γύρο εκτεταμένης οικονομικής ενίσχυσης για την Ισπανία και την Ιταλία (με περισσότερες αγορές ομολόγων).
Κατά συνέπεια, η Γερμανία και ο πυρήνας της Ευρωζώνης έχουν αναθέσει σε μεγάλο βαθμό στην ΕΚΤ την επίσημη χρηματοδότηση των κρατών μελών της Ευρωζώνης που απειλούνται με χρεοκοπία. Εάν η Ιταλία και η Ισπανία παρουσιάζουν έλλειψη ρευστότητας, αλλά είναι φερέγγυες, και η μεγάλης κλίμακας οικονομική ενίσχυση προσφέρει επαρκή χρόνο ώστε η λιτότητα και οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις να αποκαταστήσουν τη βιωσιμότητα του χρέους, την ανταγωνιστικότητα και την οικονομική ανάπτυξη, η πολιτική που υιοθετείται σήμερα θα επιτύχει και η Ευρωζώνη θα επιβιώσει.
Στη διάρκεια των παραπάνω διεργασιών, είναι πιθανό επίσης να προκύψει ένα είδος δημοσιονομικής ή τραπεζικής ενοποίησης, σε συνδυασμό με την ενδεχόμενη πρόοδο της ολοκλήρωσης σε πολιτικό επίπεδο. Αλλά, όσο σημαντικά και αν είναι τα στοιχεία της δημοσιονομικής και τραπεζικής ενοποίησης στην παραπάνω διαδικασία, θα είναι καθοριστικός ο ρόλος της οικονομικής ενίσχυσης μεγάλης κλίμακας και των σταδιακών προσαρμογών για την αποκατάσταση της βιώσιμης ανάπτυξης σε βάθος χρόνου. Για να επιτευχθεί αυτό οι κυβερνήσεις και οι λαοί τόσο στον πυρήνα όσο και στην περιφέρεια της Ευρώπης θα χρειαστεί να επιδείξουν αρκετή υπομονή. Τα κράτη του πυρήνα θα πρέπει να εξακολουθούν να παρέχουν χρηματοδότηση, ενώ τα περιφερειακά κράτη θα πρέπει να αποφύγουν τον κίνδυνο κοινωνικής και πολιτικής παλινδρόμησης για όσα χρόνια διαρκέσει η επώδυνη οικονομική ύφεση και η απώλεια των κοινωνικών παροχών.
Είναι, άραγε, εφικτό αυτό το σενάριο; Ας αναλογιστούμε μόνο τα εμπόδια που πρέπει να υπερνικηθούν: οικονομική απόκλιση των κρατών και πιο βαθιά ύφεση, μη αναστρέψιμη βαλκανοποίηση του τραπεζικού συστήματος και των χρηματαγορών, μη βιώσιμα βάρη εξαιτίας του χρέους για δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, τρομακτικό κόστος ανάπτυξης και ισολογισμού σε κράτη τα οποία θα καταφύγουν σε εσωτερική υποτίμηση και αποπληθωρισμό ώστε να ανακτήσουν την ανταγωνιστικότητά τους, μη συμμετρικές προσαρμογές, με ηθικούς κινδύνους για τα κράτη του πυρήνα και μη επαρκή χρηματοδότηση για τα κράτη της περιφέρειας να γίνονται το έναυσμα για την ανάπτυξη ασυμβίβαστων πολιτικών δυναμικών, άστατες και ανυπόμονες αγορές και επενδυτές, κορεσμός από τη λιτότητα στην περιφέρεια και κορεσμός από την παροχή οικονομικής υποστήριξης στον πυρήνα, απουσία των κατάλληλων συνθηκών για μια υγιή νομισματική ζώνη και σημαντικές δυσκολίες στην επίτευξη της πλήρους δημοσιονομικής, τραπεζικής, οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης.
Αν μια σταδιακή διαδικασία κατακερματισμού στην Ευρωζώνη οδηγήσει αναπόφευκτα στην οριστική διάσπασή της, ο δρόμος που έχουν επιλέξει η Γερμανία και η ΕΚΤ – δηλαδή η μεγάλης κλίμακας οικονομική ενίσχυση της περιφέρειας – θα είναι καταστροφικός για τους ισολογισμούς των κεντρικών τραπεζών του πυρήνα της Ευρωζώνης. Και ακόμα χειρότερα: οι μαζικές απώλειες ως αποτέλεσμα της επαλήθευσης των πιστωτικών κινδύνων ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο τις οικονομίες του πυρήνα της Ευρωζώνης, θέτοντας έτσι υπό διακύβευση την επιβίωση της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε αυτή την περίπτωση, ένα «ειρηνικό διαζύγιο» είναι αδιαμφισβήτητα καλύτερη λύση από έναν άσχημο χωρισμό αργότερα.
Φυσικά η διάσπαση αυτή τη στιγμή θα είχε πολύ μεγάλο κόστος, και θα ήταν απαραίτητη μια διάσκεψη για το χρέος σε διεθνές επίπεδο, ώστε να συμφωνηθούν αφενός η αναδιάρθρωση του χρέους των κρατών της περιφέρειας και αφετέρου οι αξιώσεις των κρατών του πυρήνα. Ωστόσο, εάν η διάσπαση είχε πραγματοποιηθεί νωρίτερα, θα ήταν δυνατή η επιβίωση της ενιαίας αγοράς και της Ε.Ε. Η μάταιη προσπάθεια καθυστέρησης της διάσπασης για ένα ή δύο χρόνια – μετά και την κατασπατάληση τρισεκατομμυρίων ευρώ επιπλέον της επίσημης χρηματοδότησης από τον πυρήνα – θα κατέληγε σε άτακτο τέλος για την Ευρωζώνη, σε συνδυασμό με την καταστροφή της ενιαίας αγοράς, εξαιτίας της υιοθέτησης πολιτικών προστατευτισμού σε ευρεία κλίμακα. Επομένως, εάν η διάσπαση είναι αναπόφευκτη, η καθυστέρησή της συνεπάγεται ακόμη υψηλότερο κόστος.
Ωστόσο, οι πολιτικές στην Ευρώπη δεν επιτρέπουν να εξεταστεί το ενδεχόμενο πρόωρης διάσπασης. Η Γερμανία και η ΕΚΤ βασίζονται στην ενίσχυση της ρευστότητας σε μεγάλο βαθμό, ώστε να «εξαγοράσουν» τον απαραίτητο χρόνο για τις αναγκαίες προσαρμογές με στόχο την αποκατάσταση της ανάπτυξης και της βιωσιμότητας του χρέους. Και παρά τον τεράστιο κίνδυνο που ενέχει το ενδεχόμενο μιας τελικής διάσπασης, οι περισσότεροι πρωταγωνιστές της Ευρωζώνης παραμένουν προσηλωμένοι στην παραπάνω κατεύθυνση. Μόνο ο χρόνος θα αποδείξει αν το να στοιχηματίζει κανείς όλο το σπίτι, για να σωθεί το γκαράζ, είναι η σωστή κίνηση.
* Ο Νουριέλ Ρουμπινί είναι καθηγητής στο Stern Business School στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και πρόεδρος της Roubini Global Economics