Την «ανταγωνιστικότητα» θέτει ως προϋπόθεση για την επιβίωση της Ευρώπης των αξιών ο Γερμανός αντι-καγκελάριος και επικεφαλής του συγκυβερνώντος FDP κ. Φίλιπ Ρέσλερ σε άρθρο του στη Γερμανική εφημερίδα «Frankfurter Allgemeine Zeitung»
Το κείμενο του άρθρου:
«Η συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης μπαίνει στην καθοριστική της φάση. Φτάνουμε τώρα σε ένα σταυροδρόμι, που ο κάθε δρόμος οδηγεί σε πολύ διαφορετική κατεύθυνση. Ένας από αυτούς τους δρόμους στοχεύει στο να αναστείλει τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης και να οδηγήσει τα πράγματα προς τα πίσω. Αυτό μπορεί σε τοπικό επίπεδο να βρίσκει ορισμένους υποστηρικτές, οδηγεί όμως τη χώρα μας σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο σε ένα επικίνδυνο αδιέξοδο. Εγώ δεν θα ακολουθήσω έναν τέτοιο δρόμο.
Οι άλλες δύο κατευθύνσεις έχουν ως κοινό σημείο ότι διατηρούν ως στόχο τους την στενότερη συνεργασία στην Ευρώπη. Οι εκπρόσωποί τους είναι πιστοί στην ευρωπαϊκή ιδέα. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν και εδώ διαμετρικά αποκλίνουσες αντιλήψεις: οι μεν επιθυμούν την όσο το δυνατόν πιο άμεση κοινοτικοποίηση όλων των χρεών. Με αυτήν ακριβώς τη ρήξη με συμφωνηθέντες κανόνες και δεσμεύσεις θα έπρεπε κατά τη γνώμη τους να έρθει η Ευρώπη πιο κοντά. Έτσι όμως, κοινοτικοποιούνται στην πραγματικότητα οι συνέπειες από τη μη τήρηση ενός κανόνα και δίνονται ερεθίσματα για ολοένα και περισσότερες παραβιάσεις. Προσανατολισμένος προς το μέλλον και οικονομικά βιώσιμος είναι λοιπόν μονάχα ο άλλος δρόμος: αυτός που προβλέπει μια Ένωση ανταγωνιστική με σταθερή οικονομική πολιτική και ξεκάθαρους κανόνες.
Αυτό σημαίνει: Στη θέση μίας αποκλίνουσας νομισματικής ένωσης πρέπει τώρα να έρθει μία γνήσια ένωση αξιών με ένα κοινό οικονομικό σύνταγμα. Και: Πρέπει να ζούμε με βάση τις αξίες αυτές στην καθημερινότητά μας-προς τα μέσα και προς τα έξω. Μόνο τότε θα ανακτήσει η Ευρώπη την αξιοπιστία της.
Στο κέντρο αυτού του κοινού οικονομικού συντάγματος πρέπει να στέκει η αναγνώριση της ανάγκης για οικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη με ίδιες δυνάμεις. Προς αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να λύσουμε το πρόβλημα που βρίσκεται στην βάση της κρίσης: τη δημιουργία χρεών. Γιατί η πολιτική διαχείρισης του χρέους που ακολουθήθηκε κατά το παρελθόν δεν επιτάχυνε την ενοποίηση της Ευρώπης, αλλά αντιθέτως με ανεύθυνο τρόπο ενίσχυσε τις φυγόκεντρες δυνάμεις εντός του ευρωπαϊκού χώρου. Για το λόγο αυτό είχαμε συμφωνήσει ήδη στο σύμφωνο σταθερότητας πως έπρεπε σε όλα τα εθνικά συντάγματα να προβλεφθεί κάποιου είδους φρένο για τα χρέη, σύμφωνα με το γερμανικό πρότυπο. Όλα τα κράτη που υπέγραψαν καλούνται τώρα άμεσα και με συνέπεια να εφαρμόσουν αυτές τις συμφωνίες.
Συγχρόνως πρέπει μέσα από δομικές μεταρρυθμίσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη να αυξηθεί η οικονομική αποδοτικότητα και ανταγωνιστικότητα. Μία πολιτική ανακατανομής των χρεών και απομονωτισμού δεν επιτρέπεται και δεν μπορεί να είναι η απάντηση στα λάθη του παρελθόντος. Αντ’ αυτού πρέπει να ξαναδώσουμε κύρος στο αξίωμα „O ιδιωτικός τομέας πριν από το κράτος“, να δώσουμε προτεραιότητα στην οικονομική παραγωγικότητα και όχι στην ανακατανομή και να προστατεύσουμε το παγκόσμιο εμπόριο από τον προστατευτισμό. Γι’ αυτό χρειάζεται όλα τα κράτη μέλη να αξιολογηθούν με βάση συγκεκριμένες και ορατές προόδους. Πολλά κράτη έχουν ήδη κατανοήσει αυτό το μήνυμα και ακολουθούν πιστά αυτόν το δρόμο. Καλό παράδειγμα αποτελούν η μείωση του μισθολογικού κόστους στην Πορτογαλία, οι τελευταίες μεταρρυθμίσεις στο χώρο της κοινωνικής πολιτικής και εργασίας στην Ιταλία και την Ισπανία αλλά και η με αποφασιστικότητα ακολουθούμενη πολιτική λιτότητας στην Εσθονία .Εκεί αποδεικνύεται ότι η επίδειξη σιδερένιας θέλησης για την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων αποδίδει. Τώρα πρέπει και η Ελλάδα να αποφασίσει, αν το κράτος και η κοινωνία είναι πραγματικά έτοιμα για τις αναγκαίες δημοσιονομικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Κεντρικά ζητήματα είναι η απλοποίηση του φορολογικού συστήματος και ορατές πρόοδοι στις ιδιωτικοποιήσεις. Θα χαιρόμουν αν η Ελλάδα επεδείκνυε στους τομείς αυτούς την απαραίτητη δύναμη και αποφασιστικότητα. Αν αποδειχθεί όμως, μετά την κατάθεση της έκθεσης της Τρόικα το Σεπτέμβρη, αποτελούμενης από την ΕΚΤ, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΔΝΤ πως κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί, τότε δεν μπορεί να συνεχιστεί η παροχή οικονομικής βοήθειας .Δεν επιτρέπεται να αποτύχει το ευρώ εξαιτίας της Ελλάδας. Κυρίως μέσα σε ένα περιβάλλον έντονων συζητήσεων θα έπρεπε να έχουμε πάντα αυτό κατά νου: η Ευρώπη έχει μία τιμή, έχει όμως συγχρόνως και μια κοινή αξία. Αυτήν την αξία μπορεί όμως να αποκτήσει αυτός μόνο που αγωνίζεται για μια ισχυρή και ανταγωνιστική Ευρώπη. Χρειαζόμαστε μία ευρωπαϊκή κοινότητα αξιών με ξεκάθαρους κανόνες, τους οποίους να τηρούν οι πάντες. Έτσι υπερασπιζόμαστε και την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης. Όποιος έχει την ίδια οπτική, μας είναι ευπρόσδεκτος. Η Γερμανία παραμένει πρόθυμη να δείξει την αλληλεγγύη της στο πλαίσιο μιας τέτοιας κοινότητας. Ισχύει όμως και ο αντίστροφος συλλογισμός: όποιος δεν τηρεί τους κανόνες, δεν μπορεί να περιμένει και βοήθεια. Διότι η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη δεν αποτελεί υποκατάστατο για σταθερή δράση στον κάθε τόπο. Δεν μπορεί να υπάρξει αντιπαροχή χωρίς παροχή, αυτό το έχουμε πει πολλές φορές στο παρελθόν και αυτό ισχύει και για το μέλλον. Σε αντίθεση προς τον ερυθροπράσινο συνασπισμό, δεν είμαστε διατεθειμένοι να κηρύττουμε σταθερότητα την Κυριακή και τη Δευτέρα να χαλαρώνουμε το πακέτο σταθερότητας. Οι συνέπειες αυτού πρέπει να είναι ξεκάθαρες για τον καθένα .Είναι επιταγή της ειλικρίνειας να το εκφράσει κανείς αυτό ανοιχτά και έγκαιρα.
Και η ίδια η Γερμανία δεν επιτρέπεται να σταματήσει τα ρολόγια των μεταρρυθμίσεων, πολλώ δε μάλλον να τα γυρίσει προς τα πίσω. Γιατί η επιτυχία της χώρας μας στον οικονομικό τομέα απειλείται ολοένα και περισσότερο από δύο πλευρές-την κρίση στον ευρωπαϊκό χώρο και την διαδεδομένη επιθυμία για περισσότερες κοινωνικές παροχές. Πρέπει λοιπόν να συνεχίσουμε να κάνουμε τα πάντα, ώστε και στο εσωτερικό επίπεδο να έχουμε την αναγκαία συνεισφορά στην ευρωπαϊκή κοινότητα αξιών. Η ετοιμότητα για μεταρρυθμίσεις δεν πρέπει να αδυνατίσει. Εδώ ανήκει και η συνεπής εξακολούθηση της πολιτικής οικονομικής σταθερότητας που έχουμε ξεκινήσει κατά την τρέχουσα βουλευτική περίοδο σε ομοσπονδιακό επίπεδο .Δίνω μία σαφή αρνητική απάντηση σε όλες τις προσπάθειες και τους πειρασμούς να αποκλίνουμε από αυτό το δρόμο της δημοσιονομικής πολιτικής αρετής .Δεν θα επιτρέψω να μπουν νέα εμπόδια που θα αναστείλουν την ανάπτυξη της οικονομίας της Γερμανίας. Σε αυτά ανήκουν πρωτίστως η απονομή νέων κοινωνικών παροχών όπως η καθιέρωση ενός διευρυμένου, νομοθετικά καθορισμένου κατώτατου μισθού, ή αυξήσεις των συντάξεων που είναι αδύνατο κανείς να τις πληρώσει. Αντ ’αυτού πρέπει τώρα να πατήσουμε το γκάζι για να μεγιστοποιήσουμε τις δυνατότητες ανάπτυξης και να αυξήσουμε την ανταγωνιστικότητα στη Γερμανία. Σημαντικά στοιχεία για κάτι τέτοιο είναι για παράδειγμα ένα πιο δίκαιο και αξιοκρατικό φορολογικό σύστημα, μείωση των παράπλευρων μισθολογικών απωλειών, μέσω της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών και η διατήρηση ανταγωνιστικών τιμών για την ενέργεια για τις επιχειρήσεις.
Για τις επόμενες εβδομάδες των αποφάσεων υπάρχει ένας σταθερός προσανατολισμός: η θέση μας είναι υπέρ μιας ισχυρής Γερμανίας μέσα σε μία ισχυρή Ευρώπη της σταθερότητας και των αξιών. Υπέρ της σταθερής προσήλωσης στις θεμελιώδεις αρχές της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς: Υπευθυνότητα, τήρηση των συμφωνηθέντων και αποδοχή της ευθύνης. Η Ευρώπη πρέπει να ακολουθήσει το δρόμο μιας κοινότητας αξιών-εντός και εκτός».