ΤΟ ΒΗΜΑ- THE PROJECT SYNDICATE
Μπορεί η κρίση στη χερσόνησο του Σινά να επισκιάζεται από το πολιτικό δράμα του Καΐρου, όμως το «πολιτικό πραξικόπημα» του πρόεδρου της Αιγύπτου Μοχάμεντ Μόρσι, ο οποίος διέταξε την αποστράτευση του στρατάρχη Μοχάμεντ Χουσεΐν Ταντάουι, του επικεφαλής της ανώτατης διοίκησης του στρατού, δεν μπορεί να μειώσει την σοβαρότητα της κατάστασης.
Πριν από λίγες ημέρες, ισλαμιστές τρομοκράτες επιτέθηκαν σε αιγυπτιακή στρατιωτική βάση στο Σινά, σκοτώνοντας δεκαέξι αιγύπτιους στρατιώτες. Αφού έκλεψαν δύο τεθωρακισμένα οχήματα, προσπάθησαν να εισχωρήσουν σε ισραηλινό έδαφος. Το ένα δεν κατάφερε να περάσει την μεθόριο, ενώ το δεύτερο, που τελικά πέρασε, ακινητοποιήθηκε λίγο αργότερα από τις Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις (IDF).
Το Κάιρο απάντησε στην πρόκληση διατάζοντας στρατιωτική επίθεση ενάντια σε Βεδουίνους αντάρτες που ζουν στην περιοχή του Σινά, ενώ ο πρόεδρος Μόρσι ανάγκασε τον αρχηγό της μυστικών υπηρεσιών (GIS) να «αποσυρθεί» και απάλλαξε των καθηκόντων του τον κυβερνήτη της επαρχίας του βόρειου Σινά.
Τα επεισόδια αυτά καταδεικνύουν την πολυπλοκότητα του νέου, και ακόμα υπό διαμόρφωση, γεωπολιτικού τοπίου της Μέσης Ανατολής, αλλά και το πόσο ευαίσθητες παραμένουν οι ισορροπίες στην Αίγυπτο στη μετά- Μουμπάρακ εποχή αλλά και την εκρηκτική δυναμική της χερσονήσου του Σινά, η οποία μπορεί να είναι αραιοκατοικημένη, αλλά περιλαμβάνει τόσο τα σύνορα της Αιγύπτου με το Ισραήλ, όσο και εκείνα με τον παλαιστινιακό θύλακα στην Λωρίδα της Γάζας. Ενάμιση σχεδόν χρόνο μετά την απομάκρυνση του Χόσνι Μουμπάρακ, η κατάσταση στο Σινά έχει επιδεινωθεί ενώ το έδαφος της έχει καταστεί το πλέον πρόσφορο για τον ισλαμικό εξτρεμισμό.
Η περιοχή του Σινά, βάσει της συνθήκης ειρήνης του 1979 ανάμεσα σε Αίγυπτο και Ισραήλ, είναι σε μεγάλο βαθμό αποστρατικοποιημένη και λειτουργεί ως ουδέτερη ζώνη ανάμεσα στους δύο πρώην εχθρούς. Ο τουρισμός και οι αγωγοί φυσικού αερίου που ενώνουν τις δύο χώρες αποτελούν πηγές εσόδων για τις ντόπιες φυλές Βεδουίνων.
Όμως καθώς παρέπαιε το καθεστώς Μουμπάρακ, τόσο έφθίνε και ο έλεγχος της αιγυπτιακής κυβέρνησης επί των βεδουίνων. Επιπλέον παλαιστίνιοι αντάρτες από τη Χαμάς και φανατικοί ισλαμιστές που διατηρούν δεσμούς με την Αλ Κάιντα και το ευρύτερο παγκόσμιο δίκτυο της Τζιχάντ, εκμεταλλευόμενοι την κατάσταση, εισρέουν στη χερσόνησο του Σινά υποδαυλίζοντας τις αποσχιστικές τάσεις των πληθυσμών της περιοχής.
Οι Ισραηλινοί ανέκαθεν δυσανασχετούσαν με την «ψυχρή ειρήνη» του Μουμπάρακ, εκτιμούσαν όμως ότι τουλάχιστον αυτός τηρούσε τους βασικούς όρους της συνθήκης σε αντίθεση με τους διαδόχους του από τους κόλπους του στρατού και τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, η πολιτική των οποίων έχει δημιουργήσει κενά ασφαλείας στην περιοχή.
Θα λέγαμε επομένως ότι είναι οι κύριοι «παίκτες» αυτή τη στιγμή στην περιοχή του Σινά είναι οι εξής: Ισραήλ, Αίγυπτος, Χαμάς και οι φανατικοί μαχητές του Σίνα.
Το Ισραήλ, που επιθυμεί διακαώς να αποκατασταθεί η τάξη στην περιοχή, πιέζει την κυβέρνηση της Αιγύπτου να ανακτήσει τον έλεγχο, ενώ δεσμεύτηκε ότι θα αυξήσει και το ίδιο τις δυνάμεις του στη χερσόνησο, χωρίς όμως σε καμία περίπτωση να φαίνεται διατεθειμένο να αντιμετωπίσει τις τρομοκρατικές ομάδες που δρουν σε αιγυπτιακό έδαφος.
Η διαιρεμένη κυβέρνηση της Αιγύπτου από την πλευρά της, παρά τα όσα διατείνεται, αδυνατεί όχι μόνο να εφαρμόσει αλλά και να αναπτύξει μια ενιαία και συνεπή πολιτική γραμμή. Ενώ ο Μόρσι καταδίκασε τα περιστατικά βίας που σημειώνονται στην περιοχή, με αφορμή την επίθεση που κόστισε τη ζωή σε δεκαέξι αιγύπτιους αστυνομικούς, αφήνοντας αιχμές ότι πίσω της ίσως να βρίσκεται η Χαμάς, κατά της οποίας εξαπέλυσε και απειλές, η Μουσουλμανική Αδελφότητα δημοσίευσε δήλωση στην οποία κατηγορεί τη Μοσάντ- δήλωση την οποία επανέλαβε από τη μεριά της και η Χαμάς.
Και η Χαμάς βέβαια παίζει σε διπλό ταμπλό, αφού, αφενός ποντάρει στην στήριξη της από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, τώρα που δε βρίσκεται πια η Συρία στο πλευρό της, αφετέρου, επιτρέπει σε εξτρεμιστικές παλαιστινιακές ομάδες και ομάδες της τζιχάντ να διεξάγουν ανενόχλητες επιχειρήσεις στο Σινά.
Τέλος, βλέπουμε ότι οι ομάδες φανατικών ισλαμιστών μαχητών κατά κύριο λόγο απαρτίζονται από Βεδουίνους, οι οποίοι, λόγω της διαφορετικότητας και της χρόνιας απομόνωσης τους, δε δυσκολεύτηκαν να ταυτιστούν με τις ακραίες ισλαμικές οργανώσεις. Κύριο μέλημα τους είναι να υπονομεύσουν τις σχέσεις Ισραήλ και Αιγύπτου, δεδομένης όμως της στρατηγικής θέσης που διατηρούν, δεν αποκλείεται να προσεγγισθούν και από ισχυρότερα δίκτυα τρομοκρατικών οργανώσεων.
Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι, όπως όλα δείχνουν, το στρατιωτικό κανάλι επικοινωνίας Ισραήλ και Αιγύπτου θα παραμένει κλειστό μέχρι (και αν) να αντικατασταθεί από κάτι άλλο. Τα τεκταινόμενα στο Κάιρο είναι μάλλον αισιόδοξα για Χαμάς και Βεδουίνους. Η πολιτική κατάσταση στο εσωτερικό της Αιγύπτου φαίνεται ότι παίρνει κι αυτή σιγά σιγά το δρόμο της. Το Ισραήλ, όμως θα πρέπει την παρούσα περίοδο να επιδείξει ακόμα μεγαλύτερη προσοχή και λεπτότητα στους χειρισμούς του όσον αφορά τόσο τη σχέση με τη γείτονα όσο και την κατάσταση στη χερσόνησο.
* Ο Ιταμάρ Ραμπίνοβιτς έχει διατελέσει πρέσβης του Ισραήλ στις ΗΠΑ (1993-1996) και σήμερα διδάσκει στα πανεπιστήμια του Τελ Αβίβ και της Νέας Υόρκης, ενώ συνεργάζεται και με το ινστιτούτο Brookings