Στο ερώτημα αν στη σημερινή κατάσταση της χώρας μας μπορεί να ελπίζει κανείς σε θαύματα αρμόδιοι να απαντήσουν εγκυρότερα είναι οι ευρωπαίοι εταίροι μας παρά εμείς. Γιατί, καθώς μια δική μας απάντηση θα υπαγορευόταν, όπως όλα ως τώρα δείχνουν, περισσότερο από την επιθυμία παρά από την αποφασιστικότητα για την πραγματοποίησή τους, η άποψή μας επί του θέματος θα ήταν εξαρχής προκατειλημμένη. Αλλωστε, ένα θαύμα ζούσαμε στις δεκαετίες της Μεταπολίτευσης. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς την εικονική πραγματικότητα της περιόδου όπου ένας ολόκληρος λαός τρεφόταν από τον πλούτο των άρτων και των ιχθύων της ευρωπαϊκής λίμνης της Γεννησαρέτ; Η ανάμνηση αυτής της εποχής, κατά την οποία τυφλοί θριάμβευαν σε αγώνες σκοποβολής, ανάπηροι κατατρόπωναν αρτιμελείς σε αθλοπαιδιές, αποθανόντες εξακολουθούσαν να ζουν συνταξιοδοτούμενοι, καλόγεροι πλούτιζαν μετατρέποντας σε εξωχώριες εταιρείες τα ψωμιά και τα ψάρια της εγχώριας Βιστωνίδας, θα επιδρούσε αναπότρεπτα σε μιαν απάντηση στο εν λόγω ερώτημα.
Το τραγικό είναι πως, παρ’ ότι εμείς οι Ελληνες τη λέξη θαύμα τη νοούμε σήμερα όλοι με την ίδια έννοια (θαύμα = η οικονομική μας ελευθερία), στη συγκεκριμένη περίπτωση την προσλαμβάνουμε με δύο διαφορετικούς τρόπους, γεγονός που έχει προκαλέσει και τον σημερινό μας διχασμό. Για τους μεν θαύμα σημαίνει την επίτευξη αυτής της ελευθερίας, την απελευθέρωσή μας από τα βαριά δεσμά του υπέρογκου χρηματικού μας χρέους, με όλα όσα προϋποθέτει και συνεπάγεται αυτό το εγχείρημα. Για τους δε θαύμα είναι η διατήρηση αυτής της ελευθερίας (για την ακρίβεια, η διατήρηση της ψευδαίσθησής της), η οποία απειλείται από τους καταναγκασμούς που προσπαθούν να μας επιβάλουν οι ευρωπαίοι εταίροι μας (και όχι μόνο αυτοί). Η πεποίθηση ότι μπορούμε ανέξοδα, χωρίς θυσίες, να συνεχίσουμε να ζούμε όπως ζούσαμε την περίοδο της Μεταπολίτευσης, όταν χάρη στον πακτωλό των ευρωπαϊκών επιχορηγήσεων αρδεύαμε αφρόνως και ανόμως όχι μόνο τους περίοπτους παλαιοκομματικούς μας αγρούς αλλά και τους περίκλειστους ιδιωτικούς μας κήπους, προϋποθέτει μια πίστη στη σημερινή δυνατότητα θαυμάτων ανάλογη με τη θρησκευτική· μια βεβαιότητα που είναι στους (συνυπεύθυνους για τη σημερινή εξαθλίωσή μας) φορείς της τόσο ισχυρή ώστε, αντί να βοηθήσουν στην προσπάθεια ελάφρυνσης των επαχθέστατων όρων του μνημονίου, λοιδορούν όσους – δύσπιστοι προς τις θεϊκές επεμβάσεις – την επιχειρούν και αντιδρούν στον αγώνα για τον δημοσιονομικό εξορθολογισμό της χώρας αντιμετωπίζοντας τα κυβερνητικά κόμματα σαν μια πέμπτη φάλαγγα, σαν προδότες, συνεργάτες ενός προ των πυλών ξένου κατακτητή.
Ποτέ άλλοτε στη μεταπολεμική μας ιστορία ένας πολιτικός λόγος τόσο εθελοτυφλικός σε μιαν απειλούμενη ή επερχόμενη καταστροφή δεν έφτασε στο σημείο να λειτουργεί ως ο κύριος τροφοδότης της. Και αυτό σε όλο το ρητορικό φάσμα της σημερινής αντιπολίτευσης. Αν υπάρχει ένα κοινό πεδίο συμφωνίας ανάμεσα σε πολιτικές αντιλήψεις τόσο διαφορετικές όσο αυτές των κομμάτων του αντιμνημονιακού μετώπου, αυτό είναι το πεδίο της πολιτικής εθελοτυφλίας, η οποία έχει ως αποτέλεσμα το σημερινό αποκορύφωμα της δημαγωγίας και του λαϊκισμού. Θα πρέπει να θλιβόμαστε που στο αλλοπρόσαλλο μενού των Ολυμπιακών Αγώνων δεν έχει ακόμη περιληφθεί και το ευγενές αγώνισμα της πολιτικής δημαγωγίας. Διότι διαφορετικά η σημερινή αποτυχία μας σε αυτούς δεν θα ήταν συντριπτική: όχι μόνο θα είχαμε σαρώσει τα σχετικά μετάλλια, αλλά και θα είχαμε καταρρίψει κάθε προηγούμενη επίδοση στο αγώνισμα αυτό.
Αλλά, για να επιστρέψουμε στο θέμα της σημερινής δυνατότητας θαυμάτων, το βίωμα της αναμονής ενός υπερφυσικού γεγονότος αποτελεί ένα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία του νεοελληνικού ψυχισμού, μια κινητήρια δύναμη ιστορικά αμφίτροπη, τόσο προς το καλό όσο και προς το κακό. Από την αγωνία της γοργόνας για την τύχη του Μεγαλέξαντρου ως τον θρύλο του Μαρμαρωμένου Βασιλιά και από την ελπίδα για το γένος το ξανθό ως την Επανάσταση του ’21, την Καταστροφή του ’22 και το έπος του ’40, το βίωμα αυτό εκδηλώνεται με τα χαρακτηριστικά ενός συναισθήματος μιας ποθούμενης λύτρωσης που ονομάζεται κοινώς «καημός της Ρωμιοσύνης». Είναι η συνεχώς αναβαλλόμενη έλευση αυτής της λύτρωσης εκείνο που γεννά αυτόν τον καημό, ο οποίος συνεχίζεται ως την εποχή μας συντηρώντας, ως χτες, τη διάρκειά του χάρη σε ένα βασικό γνώρισμα του νεοελληνικού χαρακτήρα, που είναι η υπομονή. Δεν είναι χωρίς σημασία ότι ένα συχνό μοτίβο των λαϊκών μας παραδόσεων είναι εκείνο της «πέτρας της υπομονής»· ούτε ότι η πέτρα αυτή είναι συνδεδεμένη, συλλογικά και ατομικά, με την αναμονή ενός γεγονότος που θα εξαλείψει τον καημό από εκείνον που κάθεται πάνω της. «Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα» λέει ο Σεφέρης συνοψίζοντας ποιητικά, με τη θετική του έννοια και επιθυμία τροπής, αυτό το συναίσθημα.
Το πρόβλημα με τη δυνατότητα του θαύματος στη σημερινή συγκυρία είναι ότι οι περισσότεροι έχουμε ξεχάσει αυτή την πέτρα. Η μεταπολιτευτική μας ευμάρεια, παρά την πλαστότητά της, έχοντας εξοβελίσει από το εννοιολόγιό μας την έννοια της υπομονής, μας οδηγεί στην αρνητική τροπή της απελευθερωτικής επιθυμίας. Δεν αισθανόμαστε ότι τη λύτρωση θα πρέπει να την επιτύχουμε μόνοι μας αλλά την περιμένουμε από κάποιο μαγικό γεγονός. Οπως οι «μοιραίοι» του Βάρναλη, «δειλοί κι άβουλοι αντάμα / προσμένουμε, ίσως κάποιο θάμα».

Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ