«Δεν είναι μόνο ότι ο κουέντιν ξέρει απέξω κι ανακατωτά όλες αυτές τις απίστευτες ταινίες που έχουν γυριστεί από καταβολής κινηματογράφου. Το τρομακτικότερο είναι ότι τις… έχει δει όλες!». Θυμάμαι ακόμη τα γουρλωμένα μάτια του Κρίστοφ Βαλτς στις Κάννες, όταν πριν από μερικά χρόνια, τον Μάιο του 2009, τον είχα συναντήσει με αφορμή την ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο «Αδωξοι μπάσταρδη». «Και δεν είναι μόνο ότι τις έχει δει, αλλά, ακόμη πιο φοβερό, τις θυμάται κιόλας! Ο άνθρωπος είναι… φαινόμενο».

Δύο ημέρες έπειτα από αυτή τη συνέντευξη ο αυστριακός ηθοποιός θα κέρδιζε το βραβείο ερμηνείας για το «Αδωξοι μπάσταρδη», όπου υποδύεται τον Χανς Λάντα, τον απολαυστικότερο σαδιστή των Ες Ες που έχει καταγράψει ποτέ ο φακός στο σελιλόιντ. Και αρκετούς μήνες αργότερα ο ίδιος ηθοποιός, διεθνής σταρ στα 53 του χάρη στον Ταραντίνο, θα σήκωνε το Οσκαρ β΄ ανδρικού ρόλου για την εν λόγω ταινία. Σήμερα, ο Κρίστοφ Βαλτς είναι ένα από τα βασικά πρόσωπα του «Django Unchained», τελευταίας ταινίας του Ταραντίνο, ενός από τα πιο αναμενόμενα φιλμ της νέας κινηματογραφικής σεζόν και του πρώτου καθαρόαιμου γουέστερν που γυρίζει. Θα το δούμε στις αίθουσες στο τέλος του 2012. Και να σκεφτεί κανείς ότι η καριέρα του ξεκίνησε από ένα ταπεινό βιντεοκλάμπ.

Το «εισιτήριο» των 75.000 δολαρίων
Στις 3 Δεκεμβρίου, σχετικά κοντά στην πρώτη προβολή του «Django Unchained», το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (ΜοΜΑ) διοργανώνει την πέμπτη κατά σειρά ετήσια Κινηματογραφική Βραδιά Φιλανθρωπίας του και για εφέτος τιμώμενο πρόσωπο είναι ο Κουέντιν Ταραντίνο. Οι τιμές για το κάθε τραπέζι κυμαίνονται στα 25.000-75.000 δολάρια. «Ως ένας δημοφιλής auteur σκηνοθέτης, ο Κουέντιν Ταραντίνο έχει χρησιμοποιήσει σαν δημιουργικό μοχλό τις βαθιές γνώσεις κινηματογραφικής ιστορίας προκειμένου να απασχολήσει, να ψυχαγωγήσει, αλλά και να εκπαιδεύσει μια ολόκληρη γενιά φαν του κινηματογράφου» δήλωσε η εκπρόσωπος του ΜοΜΑ Ρατζέντρα Ρόι και υπερθεμάτισε: «Το να τον τιμήσεις είναι ένας τρόπος να υποβάλεις τα σέβη σου στη σημαντική υπηρεσία που έχει προσφέρει σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη και την προώθηση του κινηματογράφου ως μορφή τέχνης».

Θυμάμαι ότι στις Κάννες όλοι οι συντελεστές του «Αδωξοι μπάσταρδη» με τους οποίους είχα συνομιλήσει, από την Νταιάν Κρούγκερ ως τον Μάικλ Φασμπέντερ και από τον Ντάνιελ Μπρουλ ως τον Ελι Ροθ, αναφέρονταν με απέραντο θαυμασμό στον Ταραντίνο. Εκείνο, ωστόσο, που επίσης μου είχε κάνει τεράστια εντύπωση ήταν ότι δεν το έκαναν επειδή ένιωθαν υποχρεωμένοι, αλλά επειδή πραγματικά το επιθυμούσαν. Εβγαινε από μέσα τους. Θα πρέπει πραγματικά να αισθάνεσαι υπέροχα ως ηθοποιός σε ταινία του Ταραντίνο, ίσως επειδή το ανεξάντλητο πάθος με το οποίο μιλά για το σινεμά μεταφέρεται και στα γυρίσματα των δικών του ταινιών. Τους κάνει όλους μετόχους των οραμάτων του και όλοι θέλουν να είναι εκεί μαζί του.

«Τρέφομαι με κινηματογραφικό junk»
Ενας από τους λόγους για τους οποίους τόσος κόσμος γουστάρει τον Κουέντιν Ταραντίνο είναι επειδή ο ίδιος λατρεύει τις «ένοχες απολαύσεις» του. Ορισμένες φορές θαρρείς ότι θα «σκάσει» από το πολύ σινεμά που έχει δει. Οι ταινίες του ξεχειλίζουν από εικόνες βγαλμένες από τις χιλιάδες, παντός τύπου, παντός είδους, παντός εθνικότητας, σκηνές από ταινίες που έχει παρακολουθήσει. Και τις θυμάται όλες. Ολες τις ταινίες που έχει φάει με το κουτάλι από παιδί. Ετσι για πλάκα μπορώ να δώσω τρία παραδείγματα.

Με τη δαιδαλώδη πλοκή και τα χοροπηδήματά του στον χρόνο, το «Reservoir Dogs», που το 1992 καθιέρωσε εν μιά νυκτί τον Ταραντίνο ως το νέο enfant terrible του αμερικανικού κινηματογράφου, ήταν ένα ρετουσαρισμένο φωτοαντίγραφο κλασικών νουάρ του αμερικανικού κινηματογράφου, ταινιών όπως «Το χρήμα της οργής» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ και «Η ζούγκλα της ασφάλτου» του Τζον Χιούστον. Η μυστηριώδης βαλίτσα στο «Pulp Fiction», της οποίας το περιεχόμενο δεν βλέπουμε ποτέ, είναι βγαλμένη από τα σκοτάδια ενός άλλου νουάρ, του «Φίλησέ με μέχρι θανάτου» του Ρόμπερτ Ολντριτς, όπου και πάλι το μυστικό κρυβόταν σε ένα βαλιτσάκι του οποίου το περιεχόμενο ποτέ δεν αποκαλυπτόταν. Η σκηνή στο «Kill Bill» όπου βλέπουμε την Ούμα Θέρμαν να απελευθερώνεται από τον τάφο είναι μια σαφής παραπομπή στο σπαγκέτι γουέστερν του Τζούλιο Κουέστι «Ενας ξένος… Λίγο χρυσάφι… Πολλά πτώματα» («Django Κill… Ιf You Live, Shoot!»), στην εισαγωγή του οποίου βλέπουμε το χέρι του θαμμένου Τόμας Μίλιαν να πετάγεται από το χώμα και τον ίδιο να απελευθερώνεται από τον τάφο του.

Αν προσπαθήσεις να ακτινογραφήσεις κάθε πλάνο ταινίας του Ταραντίνο, είναι πολύ πιθανόν να βρεις πίσω του κρυμμένη κάποια άλλη ταινία… Γιατί, ναι, όπως και ο ίδιος έχει παραδεχτεί, ο Ταραντίνο έχει κάνει τέχνη την κλοπή! Σε αντίθεση με μερικούς μερικούς (όνομα και μη χωριό) που σφυρίζουν αδιάφορα μπροστά στις ολοφάνερες, «αγνές» κλοπές τους, ο Ταραντίνο δεν έχει κανένα πρόβλημα να παραδεχτεί ότι βουτάει ό,τι του αρέσει. «Κλέβω όλη την ώρα» τον έχω ακούσει να ομολογεί, και πάλι στις Κάννες, την εποχή που ήταν πρόεδρος της κριτικής επιτροπής (2004).

Αυτοδίδακτος και ανεπίδεκτος«Το σημαντικότερο κινηματογραφικό σχολείο μου ήταν ο ίδιος ο κινηματογράφος» έχει πει άλλωστε στο παρελθόν ο Ταραντίνο, ο οποίος, όπως ο Ορσον Γουέλς ή αργότερα ο Φρανσουά Τρυφό, ούτε από σχολή κινηματογράφου αποφοίτησε ούτε αρέσκεται σε κινηματογραφικές θεωρίες και αναλύσεις. «Στόχος μου είναι να είμαι πάνω απ’ όλα φαν του κινηματογράφου» συνεχίζει ακόμη και σήμερα να λέει. «Παραδέχομαι ότι βλέποντας λάθη στον τόνο και στον ρυθμό μιας ταινίας που γυρίζω, μπορεί να σκεφτώ τις αλλαγές που πιθανόν πρέπει να γίνουν. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι παύω να το διασκεδάζω. Μια ταινία πρέπει να πετυχαίνει δύο πράγματα: να σου προσφέρει μια καλή βραδιά στην έξοδό σου και να σου δημιουργεί συναισθήματα. Φτάνουν και περισσεύουν».

Πολλοί πιστεύουν ότι το πάθος του Ταραντίνο με τον κινηματογράφο αρχίζει από την περίοδο που εργαζόταν σε βιντεοκλάμπ του Μανχάταν Μπιτς. Στην πραγματικότητα, είναι ένα πάθος του οποίου οι ρίζες βρίσκονται στα εφηβικά χρόνια του 49χρονου σκηνοθέτη, που γεννήθηκε στο Νόξβιλ του Τενεσί στις 29 Μαρτίου 1963, αλλά μεγάλωσε δίπλα στη μητέρα του στα περίχωρα του Λος Αντζελες. Από πιτσιρικάς «καταβρόχθιζε» κάθε είδους ταινία, αλλά μόνο όταν δούλεψε ως υπάλληλος σε βιντεοκλάμπ βρέθηκε στον φυσικό του χώρο, στον παράδεισό του. Αυτό ήταν το μεγάλο κινηματογραφικό σχολείο για εκείνον.

Την εποχή εκείνη, βέβαια, η κινηματογραφική σκηνοθεσία βρισκόταν στα πολύ μακρινά, στα πιο γλυκά όνειρα του Ταραντίνο. Ηταν απλώς ένας θεατής, χωρίς να μπορεί να φανταστεί ότι τα σπαγκέτι γουέστερν, οι ταινίες καράτε, οι πολεμικές περιπέτειες, τα β΄ διαλογής φιλμ νουάρ, ο trashy ευρωπαϊκός κινηματογράφος της δεκαετίας του ’70 (giallo, ιταλικά αστυνομικά) ήταν μόνο μερικά από τα συστατικά που θα αναμειγνύονταν με στυλ στο μίξερ του μέλλοντος, στις παράξενες, εγωκεντρικές, ίσως και λίγο ναρκισσιστικές ταινίες τις οποίες κάποτε θα γύριζε ο ίδιος και οι οποίες συχνά σού δίνουν την εντύπωση ότι ο Ταραντίνο έχει αφομοιώσει τόσες κινηματογραφικές σκηνές, που πλέον… αναβλύζει εικόνες από κάθε πόρο του δέρματός του!

Εκνευρίζοντας τον Ιστγουντ
Να, λοιπόν, γιατί αγαπάμε τον σκηνοθέτη Ταραντίνο. Γιατί κατά βάθος είναι ένας δεξιοτέχνης μασκαράς, ο οποίος, καλύτερα και πιο ελεύθερα από κάθε άλλον σκηνοθέτη στον κόσμο, κατάφερε να «μοντερνοποιήσει» το κινηματογραφικό ρετρό και με το σπαθί του σχεδόν να το οικειοποιηθεί! Η φρεσκάδα με την οποία ανακυκλώνει την κινηματογραφική παρελθοντολογία είναι το στοιχείο στο οποίο οφείλεται 100% η επιτυχία του. Δεν χρειάζεται να πάμε μακριά. Το 1994, δύο χρόνια μετά το ντεμπούτο του με το «Reservoir Dogs», ο Ταραντίνο απογειώθηκε με το «Pulp Fiction», που είχε γεύσεις από όλα σχεδόν τα είδη του αμερικανικού κινηματογράφου. Του χάρισε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες (με πρόεδρο της κριτικής επιτροπής τον Κλιντ Ιστγουντ, ο οποίος μάλιστα, κατά δική του ομολογία, υπήρξε αντίθετος με τη βράβευση της ταινίας), αλλά και ένα Οσκαρ σεναρίου. Το κυριότερο, τον τοποθέτησε ανάμεσα στους τελευταίους γνήσιους δημιουργούς του αμερικανικού κινηματογράφου, αλλά και τον έχρισε έναν από τους ελάχιστους σταρ σκηνοθέτες.

Το 1997 η «Τζάκι Μπράουν» υπήρξε μια έξυπνη, ψύχραιμη «επιστροφή» στις ταινίες blaxploitation (μαύρης κουλτούρας) της δεκαετίας του 1970 και το πρώτο φιλμ του Ταραντίνο που είχε πίσω του ένα μυθιστόρημα, το «Rum Ρunch» του Ελμορ Λέοναρντ (αναζητήστε μυθιστορήματα του Λέοναρντ στα αγγλικά και θα πετάξετε τη σκούφια σας). Επειτα ήρθε το «Kill Βill» – ταινία που εσκεμμένα παίχτηκε σε δύο μέρη για να βγάλει τα διπλάσια – όπου ο Ταραντίνο υποκλινόταν στις ασιατικές πολεμικές τέχνες ή, για να το θέσουμε πιο απλά, στις «ταινίες καράτε», με τις οποίες ανδρώθηκαν γενιές ολόκληρες, και πάλι στη δεκαετία του 1970.

Σινεφαγία, βέβαια, δεν σημαίνει πάντα επιτυχία, απόδειξη το «Death Proof», όπου ο ανεκδοτολογικός και παιχνιδιάρικος φόρος τιμής του Ταραντίνο προς τις δευτεροκλασάτες αμερικανικές περιπέτειες των 70s ήταν απογοητευτικός. Αυτή τη φορά οι εμμονές του Ταραντίνο τού γύρισαν τελικά μπούμερανγκ, γιατί ενώ δεν μπορείς να μείνεις ασυγκίνητος από τον τρόπο με τον οποίο η γυρίστηκε η ταινία – επίτηδες σαν κακής ποιότητας, με γρατζουνιές, γραμμές και λεκέδες να στιγματίζουν την εικόνα – τελικά αδιαφορείς πλήρως για το περιεχόμενό της.

Ανεξάρτητα από όλα αυτά, ο Ταραντίνο δεν παύει να είναι ένας τύπος που έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του. Κατ’ αρχάς, πρέπει να έχεις τεράστια αποθέματα υπομονής για να τον αντέξεις. Παρακολουθώντας τον στη συνέντευξη Τύπου του «Death Proof» στις Κάννες, ένιωθα ναυτία από την υπερκινητικότητα των χεριών, ενώ όσοι κάθονταν ένα μέτρο απέναντί του χρειάζονταν απεγνωσμένα αδιάβροχο ή ομπρέλα (για ευνόητους λόγους).

Ενας έφηβος Σκορσέζε
Η ταχύτητα της ομιλίας του θυμίζει Μάρτιν Σκορσέζε έφηβο, αλλά πολύ πιο «επιθετικό». Πάντως, δεν μπορεί παρά να εντυπωσιαστεί κανείς από το πάθος, την τρέλα, τις γνώσεις, την αστείρευτη ανάγκη του να ασχολείται με το σινεμά, να γράφει, να σκηνοθετεί και να βλέπει ακατάσχετα. Εχει επίσης πλάκα να ακούς τον Ταραντίνο να μιλάει για αυτά που πραγματικά πιστεύει έξω απ’ τα δόντια – κάτι που οι καλλιτέχνες σπανίως τολμούν να πράξουν. Τον έχω ακούσει να «αδειάζει» το μισό Χόλιγουντ λέγοντας ότι γράφει έχοντας συγκεκριμένα πρόσωπα στο μυαλό του, γιατί «δεν μπορούν όλοι οι ηθοποιοί να παίξουν αυτά που γράφω!».

Ακόμη, λοιπόν, και η «κωλοπαιδίστικη» αυθάδεια που συχνά βγάζει είναι χαριτωμένη, όση ενόχληση και αν προκαλεί η γνώμη του, όπως συνέβη προσφάτως στην Ιταλία. Θυμίζω ότι πριν από μερικά χρόνια, λίγο πριν από τη διανομή του «Death Proof» στις αίθουσες της γείτονος, ο Ταραντίνο, ορμητικός σαν οδοστρωτήρας, τα «έχωσε» χοντρά στον σύγχρονο… ιταλικό κινηματογράφο, χαρακτηρίζοντάς τον βαρετό, ανιαρό και καταθλιπτικό. «Οι πρόσφατες ιταλικές ταινίες είναι όλες ίδιες. Μιλούν για παιδιά που μεγαλώνουν δύσκολα, ζευγάρια που περνούν κρίση και διακοπές διανοητικά καθυστερημένων!» είπε ο Ταραντίνο στο «Sorrisi e Canzoni», προκαλώντας την οργή καταξιωμένων σκηνοθετών όπως ο Νάνι Μορέτι και ο Μάρκο Μπελόκιο.

Είχε δίκιο. Ακόμη και τότε αναφερόταν κατά κάποιον τρόπο στον εαυτό του, διότι, όπως έχει πει, αν και δεν φοβάται το γήρας, «δεν θέλω να καταλήξω ένας γέροντας σκηνοθέτης. Πολλοί από τους σκηνοθέτες-τσακάλια της δεκαετίας του 1970 δείχνουν σήμερα σημάδια κόπωσης – το βλέπεις στις ταινίες τους. Αυτό δεν το θέλω. Δεν τους «τη λέω», όχι, αλλά είναι γεγονός ότι στην Ιστορία του κινηματογράφου οι σκηνοθέτες δεν καλυτερεύουν όσο γερνούν. Πιστεύω πραγματικά ότι η κινηματογραφική σκηνοθεσία είναι υπόθεση των νέων. Οσο μεγαλώνεις, τα ενδιαφέροντά σου αλλάζουν…».