H Νάταλι Μπακόπουλος πέρασε όλο τον Ιούνιο στο δρόμο. Μέσα σε ένα αυτοκίνητο, μετά μέσα σε ένα αεροπλάνο, και μετά ξανά οδηγώντας, μαζί με τον άντρα της, από τις μεσοδυτικές πολιτείες μέχρι την Νέα Αγγλία. Το πρώτο της βιβλίο «Το πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας» (The Green Shore), είχε μόλις κυκλοφορήσει στην Αμερική, και όπως συνηθίζεται, η συγγραφέας έπρεπε να το υποστηρίξει με μια σειρά από δημόσιες αναγνώσεις και υπογραφή αντιτύπων για τους αναγνώστες. “Εχετε βάλει στο βιβλίο σας ότι η CIA ήταν υπεύθυνη για την χούντα;” ήταν από τις πρώτες και σταθερές ερωτήσεις των ελληνοαμερικάνων που έρχονταν σε αυτές τις εκδηλώσεις των βιβλιοπωλείων, και η Νάταλι μπορούσε μόνο να χαμογελάει και να λέει ότι το βιβλίο της δεν είναι ιστορία κατασκοπείας. Είναι όμως μια ιστορία για τα 7 χρόνια της χούντας και πώς τα μέλη μιας αθηναϊκής μεσοαστικής οικογένειας αντιδρούν με τις προσωπικές τους επιλογές στην πολιτική καταπίεση. Η Νάταλι που είναι στα 39 της δεν έχει ζήσει στην Ελλάδα, ο πατέρας της είναι Ελληνας και η μητέρα της Ουκρανή, και έχει μεγαλώσει στα προάστια του Ντιτρόιτ, ακριβώς όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας της στην Αμερική, χωρίς τις εμμονές του ελληνοαμερικάνικου τρόπου ζωής. Σήμερα διδάσκει λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν, στην Ανν Αρμπορ όπου ζει. Το βιβλίο της εκδόθηκε από τον Simon and Schuster παραδοσιακά από τους πιο έγκυρους οίκους της Νέας Υόρκης. Σχεδόν 10 χρόνια αφού πήρε την απόφαση να αλλάξει την καριέρα της και να δηλώσει στον εαυτό της ότι είναι συγγραφέας, είναι μάλλον σίγουρη ότι για εκείνη τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι αλλιώς.
Μέχρι τα 30 σου είχες διαφορετική κατέυθυνση καριέρας έτσι δεν είναι;
Στα 20 μου δεν ήξερα τι ήθελα. Σπούδασα ζωολογία, δούλεψα σε ερευνητικά εργαστήρια και κατέληξα σε μεταπτυχιακά στη φυσιολογία. Το έκανα για ένα χρόνο αλλά μετά κατάλαβα ότι οι θετικές επιστήμες δεν με συνέπαιρναν όσο η λογοτεχνία. Αντί για επιστημονικά περιοδικά τα βράδια διάβαζα το New Yorker και το Harper’s. Τελικά παράτησα το PhD μου και δούλευα σαν science editor Ξεκίνησα να παρακολουθώ ένα μεταπτυχιακό στην δημιουργική γραφή όταν ήμουν πια στα 30. Τότε έλεγα ότι θα ήθελα να είμαι συγγραφέας αλλά νόμιζα ότι ήταν για άλλους ανθρώπους. Πάντα ήμουν της όψιμης άνθισης.
Τώρα πια ξέρεις για ποιο λόγο γράφεις;
Γράφω για να καταλάβω τον κόσμο, γιατί δεν ξέρω να κάνω κάτι άλλο. Εδωσα πρόσφατα ένα σεμινάριο σε μεγαλύτερους ανθρώπους που ήθελαν να ξεκινήσουν να γράφουν. Μου έλεγαν γλυκά πράγματα ότι το κάνουν επειδή θέλουν να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, κι εγώ σκεφτόμουν ότι γράφω από πείσμα και εκδίκηση. Επίσης γιατί θα ήθελα να γράφω τα βιβλία που μου αρέσει να διαβάζω.
Υπάρχουν πιστεύεις κοινά στοιχεία στις προσωπικότητες των συγγραφέων;
Νομίζω ότι οι περισσότεροι συγγραφείς γράφουν από πείσμα και εκδίκηση. Κάποια σχέση πρέπει να έχει με την παιδική σου ηλικία όταν ένιωθες outsider, στην απ έξω. Εγώ ας πούμε δεν έκανα σπορ και προτιμούσα να διαβάζω. Περισσότερο παρατηρούσα παρά συμμετείχα. Οσοι συγγραφείς ξέρω με κάποιο τρόπο ήταν εκτός του mainstream.
Ησουν από αυτούς που κρατούσαν ημερολόγιο;
Πάντα είχα ημερολόγια, πάντα έγραφα κάτι. Οταν ήμουν έφηβη ήταν απαίσια ποιήματα, αργότερα στα 20 μου σενάρια. Αλλά πρέπει να πεις στον εαυτό σου ότι είσαι συγγραφέας για να μπορέσεις να το κάνεις.
Δεν είναι πολύ μοναχική δουλειά;
Απαιτεί να κάθεσαι ώρες μόνος σου οπότε είναι μοναχικό, αλλά το συνδυάζω με τη διδασκαλία που είναι ακριβώς το αντίθετο οπότε με ισορροπεί. Αλλά είμαι γενικά εσωστρεφής και μάλλον μου ταιριάζει.
Γιατί ένα βιβλίο για μία πόλη όπου δεν έχεις ζήσει;
Ήξερα από την αρχή ότι θα έγραφα για την Αθήνα γιατί αυτή είναι η πόλη που έχει μεγαλώσει ο πατέρας μου. Μεγαλώνοντας τον ρώταγα για την οικογένειά του, και μου είχε πει για το θείο του που ήταν ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός. Μέχρι λίγο πριν τα 30 μου δεν το ήξερα, δεν μου το είχε πει κανείς. Μου μίλησε για την περίοδο που ο θείος του έμενε σε ένα υπόγειο μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη. Η εικόνα ενός αριστερού ποιητή και ενός αριστερού συνθέτη που μένουν μαζί σε ένα υπόγειο ήταν αυτή που ξεκίνησε το βιβλίο. Στην αρχή είχα γράψει κάτι που περιέγραφε πώς θα μπορούσε να είναι μια φιλία σε αυτόν τον περιορισμένο χώρο, αλλά τελικά δεν μπήκε στο βιβλίο. Το πρώτο κεφάλαιο που έγραψα μάλιστα το είχα ονομάσει «Κομμουνιστές στο υπόγειο, κορίτσια στην ταράτσα», αλλά δεν το θεώρησα ποτέ αρκετά καλό για να το δημοσιεύσω.
Ποιοι οι λόγοι που οι ήρωές σου είναι μεγαλοαστοί; Είναι δραματουργικοί ή πρόκειται για μια τάξη που αισθάνεσαι οικεία;
Συνέβη επειδή το βάσιζα στην οικογένεια του πατέρα μου. Αλλά προσπαθούσα να δημιουργήσω μη συνηθισμένους χαρακτήρες. Ο Μιχάλης ας πούμε έπρεπε να υποστηρίζεται οικονομικά από την οικογένεια γιατί δεν δούλευε. Η Σόφι θα έπρεπε να μπορούσε να πάει στο Παρίσι. Η Ελένη λοιπόν έπρεπε να είναι γιατρός και όχι νοσοκόμα, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσε να αναλάβει το ρόλο της μητέρας και του πατέρα ταυτόχρονα.
Εχεις έρθει στην Ελλάδα πρόσφατα. Πιστεύεις ότι η τωρινή περίοδος της κρίσης έχει κοινά με αυτή της χούντας;
Και οι δύο εποχές έχουν φόβο και ανασφάλεια. Αν το έγραφα τώρα η Σόφι θα έφευγε να βρει δουλειά στο Αμστερνταμ για οικονομικούς λόγους, και όχι για να μην συλληφθεί. Η Αννα μάλλον θα προσέφερε ανθρωπιστική βοήθεια σε ανθρώπους που χρειάζονταν ας πούμε φαγητό ή περίθαλψη.
Πώς αντιδρούν οι άνθρωποι σε τέτοιες έντονες περιόδους;
Οταν νιώθουμε ότι δεν μπορούμε να αντιδράσουμε επαναστατούμε ιδιωτικά. Οι άνθρωποι όταν νιώθουν παγιδευμένοι αντιδρούν. Για παράδειγμα έχουν ερωτικές σχέσεις που ίσως να μην έπρεπε, γενικά οι επιλογές τους δεν είναι αυτές που θα ήταν σε κανονικότητα. Αναγκάζονται να έρθουν αντιμέτωποι με τις αδυναμίες του χαρακτήρα τους. Ενδοσκοπούν.
Ποιο είναι το πρώτο βήμα για να πετύχεις ως συγγραφέας στην Αμερική;
Να βρεις έναν ατζέντη. Εγώ ήμουν τυχερή και είχα γνωρίσει τη δικιά μου από φίλους. Μου είχε πει να της στείλω το βιβλίο με την υπόσχεση να το εκπροσωπήσει μόνο αν το αγαπήσει. Ευτυχώς της άρεσε και ακολούθησε μια μακρόχρονη περίοδος όπου της έστελνα συνεχώς τα γραπτά μου. Εγραφα το βιβλίο ξανά και ξανά μέχρι να μου πει ότι είναι έτοιμο. Μετά πρέπει να το στείλεις σε οίκους. Η επιμελήτρια στον Simon & Schuster το διάβασε και κατάλαβε αμέσως τι ήθελα να κάνω με το κείμενό μου.
Στον αδερφό σου (σ.σ. Ντην Μπακόπουλος, επίσης συγγραφέας) δεν το είχες δείξει;
Μιλάμε πολύ για το γράψιμο, αλλά προσφέρουμε περισσότερο συναισθηματική υποστήριξη ο ένας στον άλλο. Εχουμε μια ζωή μαζί και δεν του είναι εύκολο να είναι αντικειμενικός.
Εχεις πειθαρχία στο γράψιμο;
Γράφω το πρωί γιατί μέχρι το βράδυ θα έχω βρει 100 δικαιολογίες να μην το κάνω. Ξυπνάω στις 5 το πρωί και γράφω μέχρι τις 8-9 και μετά συνεχίζω τη μέρα μου. Αν και δεν θέλω να δίνω την εντύπωση ότι έχω συνεχώς τόση πειθαρχία. Το βιβλίο μου πήρε 7 χρόνια, και πρέπει να το έχω γράψει τουλάχιστον 20 φορές τουλάχιστον. Υπήρξαν περίοδοι 2-3 μηνών που ούτε καν το κοίταζα, και άλλοι που δούλευα πιο συγκεντρωμένα.
Κατά πόσο μοιάζουν οι συγγραφείς στους χαρακτήρες τους; Εσύ με ποιον ταυτίζεσαι;
Μοιάζω με τους χαρακτήρες μου επειδή έχω τις ίδιες επιλογές και συναισθήματα. Με την Σόφι μοιάζω γιατί είναι παρορμητική, με την Αννα γιατί ανησυχεί, και με το Μιχάλη γιατί έχει τόση οργή όπως έχω κι εγώ. Ο Μιχάλης είναι πάντα διχασμένος ανάμεσα στην ιδέα της ασφάλειας, του να μην δρα, και του να εμπλακεί πολιτικά ακριβώς επειδή είναι οργισμένος. Μερικές φορές νιώθω το ίδιο και μετανιώνω που δεν είμαι πιο πολιτικά ενεργή. Τη Σόφι και την Αννα τις καταλαβαίνω γιατί έχω υπάρξει στην ηλικία τους, ενώ η Ελένη έχει παιδιά που εγώ δεν έχω ακόμα.
Είναι ενδιαφέρον για έναν Αμερικάνο να διαβάζει για την Ελλάδα του 60; Τη θεωρούν εξωτική;
Θέλουν να διαβάζουν για πράγματα που δεν τους είναι οικεία. Κάποιοι το διαβάζουν και λένε «ήμουν 16 στην Νέα Υόρκη τότε και δεν ήξερα για αυτή την δικτατορία». Διάβαζα πρόσφατα φοιτητικές εφημερίδες της εποχής και έβλεπα ότι υπήρχαν αναφορές, μικρές, στα γεγονότα στην Ελλάδα. Ημασταν όμως τόσο απασχολημένοι με το Βιετνάμ που δεν προσέχαμε και πολύ. Η Ελλάδα για κάποιο κοινό μπορεί να είναι εξωτική, αλλά ταυτόχρονα και προσβάσιμη.
Ψάχνοντας για σένα στο ίντερνετ είδα ένα σάιτ όπου σε έχουν βαθμολογήσει οι φοιτητές σου. Έχεις 4,9/5 και μια κόκκινη πιπεριά γιατί σε θεωρούν hot, ωραία.
Το είχα δει τρία χρόνια πριν και είδα ότι μου έκανα καλά σχόλια, αλλά μετά δεν το παρακολούθησα επειδή φοβόμουν μήπως έγραφαν κάτι κακό και στενοχωριόμουν. Οι φίλοι μου έλεγαν «μην σε νοιάζει για τα σχόλια το θέμα είναι η κόκκινη πιπεριά».
* Το Πράσινο Ακρογιάλι της πατρίδας κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη στην Ελλάδα.