Στο ελληνικό σχολείο μαθαίνουμε να συνδέουμε την έννοια «κράτος» με τις ελληνικές πόλεις-κράτη, με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ή με το νέο ελληνικό κράτος. Στις οργανώσεις των κομματικών νεολαιών μαθαίνουμε, εξίσου εσφαλμένα, να συνδέουμε την εμφάνιση του κράτους με τη ραγδαία συσσώρευση κεφαλαίου και την όξυνση της ταξικής πάλης, που οδήγησαν στην ανάγκη σύστασης ενός κράτους-διαχειριστή προς όφελος της κυρίαρχης τάξης.
Χρειάζεται προσωπικό διάβασμα για να εξοικειωθεί κανείς με την έννοια του νεότερου κράτους όπως την αντιλαμβάνονται σήμερα οι κοινωνικές επιστήμες και η Ιστορία. Προς αυτή την κατεύθυνση βοηθά το βιβλίο του παλαιού καθηγητή Ιστορίας του Πρίνστον Τζόζεφ Στρέγερ. Το βιβλίο, που εκδόθηκε το 1969, είναι το πρώτο στη νέα σειρά «Προοπτικές» των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης, την οποία διευθύνουν οι Νίκος Κουμπιάς και Θάνος Σαμαρτζής. Στον τελευταίο οφείλεται η ρέουσα μετάφραση.
Η γέννηση
Το νεότερο κράτος διαφέρει από τις πόλεις-κράτη και τις αυτοκρατορίες• αναδύθηκε στον ύστερο Μεσαίωνα και εξακολουθεί να κυριαρχεί ως η δημοφιλέστερη μορφή πολιτικής οργάνωσης, παρά τους περιορισμούς της παγκοσμιοποίησης και – στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ενωσης – της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Αποτελεί ιδανικό που εξακολουθεί να συγκινεί, όπως μαρτυρούν πρόσφατα παραδείγματα (Νότιο Σουδάν, Μαυροβούνιο, Ανατολικό Τιμόρ, Κοσσυφοπέδιο).
Αν υποθέσουμε ότι ο εθνικισμός καθώς και η διάθεση για θρησκευτική και γλωσσική αυτονομία οδηγούν στην ίδρυση κρατών, ο Στρέγερ θα μας διορθώσει εξηγώντας ότι τα πρώτα νεότερα κράτη οφείλουν την εμφάνισή τους στη σύμπτωση άλλων παραγόντων. Στη Δυτική Ευρώπη (1000-1600 μ.Χ.) αναδύθηκαν κράτη όπου προέκυψαν πολιτικές μονάδες σταθερές εδαφικά και με διάρκεια χρόνου, με μόνιμους, απρόσωπους θεσμούς και συναίνεση των υπηκόων στην ανάγκη μιας αυθεντίας ικανής «να λαμβάνει τελεσίδικες αποφάσεις». Η αυθεντία θα όφειλε «να αποτελέσει το αντικείμενο βασικής ηθικής πρόσδεσης των υπηκόων της».
Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου περιγράφει γλαφυρά πώς το νεότερο ευρωπαϊκό κράτος κατήγαγε αυτή την ηθική νίκη έναντι εναλλακτικών αντικειμένων «ηθικής πρόσδεσης» (οικογένεια, τοπική κοινότητα, Καθολική Εκκλησία, διάφοροι φεουδάρχες). Ο Βέμπερ θα αντέτεινε ότι το νεότερο κράτος κυριάρχησε επειδή ήταν πιο αποτελεσματικό από άλλες μορφές πολιτειακής οργάνωσης. Ωστόσο ο Στρέγερ δίνει έμφαση στο πώς κατά την περίοδο από το 1000 ως το 1300 «η ηθική πρόσδεση», θα λέγαμε η αφοσίωση των υπηκόων, μετατοπίστηκε σταδιακά από προγενέστερες ή μικρότερες πολιτικές οντότητες στο κράτος, επειδή αυτό προσέφερε δικαιότερη μεταχείριση και ασφάλεια ζωής, μετακινήσεων, περιουσιακών δικαιωμάτων και συναλλαγών.
Ηταν μάλιστα τέτοια η επιτυχία του κράτους ώστε τα παραδείγματα της Αγγλίας και της Γαλλίας, που διεξοδικά αναλύει ο συγγραφέας, να μιμηθούν αργότερα και άλλοι (Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία). Πρώτα στην Αγγλία και στη Γαλλία, γράφει ο Στρέγερ, τα κράτη (και μέσω αυτών οι εκάστοτε ηγεμόνες) κέρδισαν νομιμοποίηση μεταξύ διαδοχικών γενεών υπηκόων, εμπλουτίστηκαν με δημοσιονομικούς και δικαστικούς θεσμούς και απέκτησαν μια κεντρική συντονιστική υπηρεσία η οποία στελεχώθηκε με επαγγελματίες διοικητικούς αξιωματούχους.
Η εδραίωση
Η διαδικασία αυτή δεν υπήρξε απρόσκοπτη• τα ευρωπαϊκά κράτη κλονίστηκαν την περίοδο 1300-1450 από οικονομικές κρίσεις, πολέμους και επιδημίες, ενώ οι ηγεμόνες δεν ήσαν τόσο επινοητικοί όσο οι προγενέστεροι ή οι μεταγενέστεροι. Η βία (πόλεμοι μεταξύ τοπαρχών και αυτών με τους ηγεμόνες) εμπόδισε την περαιτέρω οικονομική και κρατική ανάπτυξη. Οι θεσμοί δεν βελτιώθηκαν αλλά τουλάχιστον διατηρήθηκαν, προλειαίνοντας το έδαφος για την επόμενη, περισσότερο γόνιμη περίοδο (1450-1600).
Τότε οι κατά Στρέγερ «ιδιοκτήτριες τάξεις» διαπίστωσαν ότι οι εξεγέρσεις τόσο των ίδιων όσο και των φτωχότερων εναντίον του ηγεμόνα είχαν αποτύχει και επιζήτησαν τη συμμετοχή στην οικονομική ανάκαμψη που ξεκινούσε. Οι ηγεμόνες δημιούργησαν ένα σταθερότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν πλέγμα συλλογής φόρων και πληροφοριών για τις δραστηριότητες των υπηκόων τους. Η παλιά ισχνή γραφειοκρατία συμπληρώθηκε με νέα, πιο εξειδικευμένη. Και το κυριότερο, οι ηγεμόνες υιοθέτησαν ως τεκμήριο της κυριαρχίας τους όχι την έκδοση δικαστικών αποφάσεων καθολικής ισχύος, αλλά τη θέσπιση νόμων με ισχύ σε όλη την επικράτεια και τη συγκέντρωση ολόκληρης της εκτελεστικής εξουσίας στα χέρια τους.
Παραλείψεις και υποβαθμίσεις
Ο Στρέγερ διέρχεται συνοπτικά την περίοδο μετά το 1600, χωρίς να αναφερθεί καθόλου στην ιδρυτική για το σύγχρονο σύστημα ανεξάρτητων κρατών Συνθήκη της Βεστφαλίας (1648). Γενικότερα, ενώ δίνει έμφαση στην εσωτερική νομιμοποίηση των πρώιμων ευρωπαϊκών κρατών από τους υπηκόους τους, δεν ασχολείται με την εξωτερική νομιμοποίηση ενός κράτους, δηλαδή την αναγνώρισή του από άλλα κράτη. Χωρίς αυτήν όμως κράτος δεν νοείται.
Ο Στρέγερ διέρχεται συνοπτικά την περίοδο μετά το 1600, χωρίς να αναφερθεί καθόλου στην ιδρυτική για το σύγχρονο σύστημα ανεξάρτητων κρατών Συνθήκη της Βεστφαλίας (1648). Γενικότερα, ενώ δίνει έμφαση στην εσωτερική νομιμοποίηση των πρώιμων ευρωπαϊκών κρατών από τους υπηκόους τους, δεν ασχολείται με την εξωτερική νομιμοποίηση ενός κράτους, δηλαδή την αναγνώρισή του από άλλα κράτη. Χωρίς αυτήν όμως κράτος δεν νοείται.
Είναι, εξάλλου, αμφισβητήσιμη η εκ μέρους του υποβάθμιση της ανάπτυξης στρατού ελεγχόμενου από τον ηγεμόνα ως προϋπόθεσης για τη σύσταση κράτους. Τέλος, αποτελεί πρόβλημα η περιοριστική αντίληψη του εθνικισμού ως ακόμη μιας μορφής «ηθικής πρόσδεσης» των ατόμων στο κράτος. Σε κάθε περίπτωση, ο Στρέγερ ορθά υποστηρίζει ότι στο τέλος της ιστορικής διαδρομής την οποία αναλύει «το κράτος είχε καταστεί μια ζωτική ανάγκη. Οι κυβερνήσεις μπορούσαν να ανατραπούν. Ωστόσο οι πολιτικές αναταράξεις δεν μπορούσαν πια να διασαλεύσουν την έννοια του κράτους».
Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ