Στα τέλη Μαρτίου έκανε την εμφάνιση της στη διαστημική μας γειτονιά ακτινοβολία ακτινών Χ η «επιμονή» της οποίας οδήγησε τους επιστήμονες στο να αναζητήσουν την πηγή της για να δουν τι συμβαίνει. Δύο ανεξάρτητες ερευνητικές ομάδες στις ΗΠΑ πήραν την ακτινοβολία στο «κατόπι» και τελικά κατάφεραν να εντοπίσουν την προέλευση της.
Η ακτινοβολία προέρχεται από μια γιγάντια μαύρη τρύπα η οποία «καταβροχθίζει» ένα άστρο. Η μαύρη τρύπα βρίσκεται σε απόσταση 4 δισ. ετών φωτός από εμάς και είναι μέχρι στιγμής το πιο απομακρυσμένο σημείο του Σύμπαντος στο οποίο εντοπίζεται το συγκεκριμένο φαινόμενο.
Η απόφαση
Την επίμαχη ακτινοβολία Χ εντόπισε την τελευταία εβδομάδα του Μαρτίου το διαστημικό παρατηρητήριο Swift. Δύο ανεξάρτητες ερευνητικές ομάδες, μια από επιστήμονες του Πολιτειακού Πανεπιστημίου Penn και της NASA και μια από το Κέντρο Αστροφυσικής Harvard-Smithsonian αποφάσισαν να αναζητήσουν την πηγή της ακτινοβολίας. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν επίγεια αλλά και διαστημικά όργανα παρατήρησης όπως το MAXI που βρίσκεται στον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό.
Μαύρος, γιγάντιος και …κανίβαλος
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η ακτινοβολία προερχόταν από έναν γαλαξία που βρίσκεται σε απόσταση περίπου 4 δισ. ετών φωτός από εμάς. Τελικά ανακάλυψαν ότι η ακτινοβολία πήγαζε από μια γιγάντια μαύρη τρύπα την οποία ονόμασαν Swift J1644+57.
Η μαύρη τρύπα βρίσκεται στο κέντρο του γαλαξία της και οι ερευνητές εκτιμούν ότι έχει μάζα διπλάσια από εκείνη της μαύρης τρύπας που βρίσκεται στο κέντρο του δικού μας γαλαξία. Η μάζα της μαύρης τρύπας στον γαλαξία μας έχει μάζα ίση με εκείνη τεσσάρων εκατομμυρίων άστρων σαν τον Ηλιο. Οταν μια μαύρη τρύπα καταφέρει να «συλλάβει» ένα άστρο και αρχίζει να το διαλύει εκπέμπεται ακτινοβολία που διατρέχει όλο το Σύμπαν.
Η ανακάλυψη είναι σημαντική αφού πρόκειται για το πιο μακρινό «γεύμα» μια μαύρης τρύπας που έχει εντοπιστεί μέχρι σήμερα. Επίσης, αναμένεται να προσφέρει νέα στοιχεία για τη φύση και τη δραστηριότητα των μελανών οπών ενώ ίσως προσφέρει και δεδομένα στους επιστήμονες που μελετούν τις θεωρίες της σχετικότητας. Οι δύο έρευνες δημοσιεύονται στην επιθεώρηση «Nature».