Τα μάτια μου τρέχουν στις αράδες που έχω απέναντί μου στην οθόνη του υπολογιστή, όταν χτυπάει το τηλέφωνο του γραφείου. Δεν προλαβαίνω να απαντήσω, διότι την ίδια ώρα χτυπάει και το κινητό. «Καλημέρα σας, η παιδίατρος δεν μπορεί να δει τη μικρή αύριο, ίσως την άλλη εβδομάδα». Τσεκάρω στην ατζέντα μου τα ραντεβού της επόμενης εβδομάδας, αλλά το άλλο τηλέφωνο δεν σταματάει. Με παίρνουν από το σπίτι επίμονα και ανησυχώ μήπως έπαθε κάτι. Το σηκώνω ενώ η γραμματέας περιμένει στην άλλη γραμμή, ακούω την art director του περιοδικού να με φωνάζει από το ατελιέ, η ατζέντα μπερδεύεται με τις μακέτες, τα χέρια μου κάνουν σβούρες γύρω από το σώμα μου και το βλέμμα μου προσπαθεί να πει «έρχομαι», ενώ η φωνή μου θέλει να πει «μπράβο». Η κόρη μου ισορρόπησε όρθια!
Ευτυχώς που κάποιος ισορροπεί σε όλη αυτή την ιστορία, σκέφτομαι, διότι για μένα, η έννοια αυτή ανήκει στη σφαίρα του ουτοπικού, όσο καιρό προσπαθώ να συνδυάσω μητρότητα, εργασία και προσωπική ζωή. Εκτός και αν είχα οκτώ χέρια. Με το ένα να την κρατάω αγκαλιά, με το άλλο να της δίνω το αβγό της, με ένα τρίτο να μαγειρεύω, με ένα τέταρτο και ένα πέμπτο να γράφω, με ένα έκτο να μιλάω στο τηλέφωνο για όσα πρέπει, με ένα έβδομο να μαζεύω τα παιχνίδια της και με ένα όγδοο να βάφομαι για να βγω από το σπίτι. Διότι με τα δύο που διαθέτω και με τα χίλια δυο που έχω στο κεφάλι μου, κάτι θα ξεχάσω, κάπου θα με παρατήσω, κάποιον θα παραμελήσω. Μπορεί να είναι ο ευγενικός συνάδελφος του οποίου το κείμενο διάβαζα, όταν χτύπησε το τηλέφωνο, και δεν του είπα τη γνώμη μου για το κείμενό του. Μπορεί να είναι οι πάνες, που τελείωσαν αιφνιδιαστικά – κακά τα ψέματα, οι άντρες δεν ξέρουν ούτε πόσες πάνες υπάρχουν, ούτε πότε πρέπει να αγοραστούν καινούργιες, ούτε πότε θα γίνει το επόμενο εμβόλιο. Μπορεί να είναι μια καλημέρα σε εκείνον – τον ίδιο που αγνοεί τις πάνες και τα εμβόλια. Μπορεί να είναι μια επίσκεψη στο κομμωτήριο ή απλώς το μεσημεριανό μου. Ο,τι και να ’ναι, άνθρωπο που έχει τα πάντα υπό έλεγχο δεν με λες.
Αυτή που υποστηρίζει ότι μπορεί να είναι καλή μητέρα, καριερίστα και υπέροχη σύζυγος, ας έρθει να τη γνωρίσω. Διότι, κατ’ εμέ, είναι είτε υπεράνθρωπη, είτε πολύ πλούσια, είτε στην απλούστερη εκδοχή αυτοαπασχολούμενη. Μια γυναίκα που έκανε οικογένεια δεν μπορεί να τα έχει όλα. Τουλάχιστον όχι με τις υπάρχουσες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Ο φεμινισμός, που αναμφισβήτητα μας βοήθησε, μας έφερε στη θέση του πολυεργαλείου, που ποτέ δεν σταματά και ποτέ δεν ολοκληρώνει. Η γυναίκα-χταπόδι απέχει από τον σύγχρονο άντρα ένα ολόκληρο new gender gap, όπως αποκαλείται από τους οικονομολόγους Γουόλφερς και Στίβενσον. Που σημαίνει ότι οι γυναίκες σήμερα, όχι μόνο δεν μπορούν να εξελιχθούν επαγγελματικά όσο οι άντρες, αλλά είναι και λιγότερο ευτυχισμένες σε σχέση με τις μητέρες τους. Και αν κάποιες θέλουν να κάνουν καριέρα και παραγκωνίζονται από τον συνάδελφο που μένει με τις ώρες σε ένα άδειο γραφείο, σκεφτείτε κι εκείνες τις μητέρες που είναι χωρισμένες ή παλεύουν να βρουν δουλειά ή στηρίζουν τους άντρες τους που δεν έχουν δουλειά. Δεν ανησυχούν για το αν μπορούν να τα έχουν όλα, αλλά για να διατηρήσουν τα υπάρχοντα.
Οχι, δεν χρειάζεται να διαλέξουμε ανάμεσα σε καριέρα και οικογένεια. Χρειάζεται, όμως, να συμφιλιωθούμε με την πραγματικότητα. Με το γεγονός ότι όταν ένα παιδί κάνει τα πρώτα του βήματα και θες να είσαι εκεί, δεν μπορείς ταυτόχρονα να είσαι και στο γυμναστήριο, σμιλεύοντας το κορμί σου για να του αρέσεις, για να σου αρέσεις. Θα πρέπει να ρίξεις για λίγο τα μούτρα σου και να παραδεχτείς στους συναδέλφους σου ότι άργησες, γιατί ήταν η σειρά σου να πας τα παιδιά στο σχολείο και έπεσες στην κίνηση. Τα μαλλιά μου τα έκοψα κοντά, στο κολυμβητήριο δεν προλαβαίνω να πάω, η γυμναστική μου είναι τώρα οι βόλτες με το καρότσι. Εκείνος που αγαπώ με ανέχεται με λίγη παραπανίσια κοιλίτσα και εκείνοι με τους οποίους δουλεύω με δέχονται με λίγη παραπάνω κούραση. Τους ευχαριστώ και είμαι έτοιμη να ανταποδώσω. Ξέρω πια από πρώτο χέρι ότι κανείς δεν είναι τέλειος. Ελπίζω να το καταλάβει κι εκείνη και να μη με κρίνει αυστηρά, όταν μεγαλώσει, διότι σίγουρα δεν είμαι ούτε τέλεια μάνα. Είναι κάποια βράδια που δεν μπορώ να κουνηθώ από την κούραση για να πάω κοντά της, όταν ξυπνάει κλαίγοντας. Και κάποια πρωινά που δεν προλαβαίνω να την πάω στις κούνιες. Είναι φορές που μπαίνω στο σπίτι αγέλαστη και ελπίζω να μην το παρατηρήσει. Είναι και μερικές που θα ευχόμουν να είχε κοιμηθεί. Να μπορέσω να χορτάσω την πείνα μου, με την ησυχία μου. Να μιλήσω μαζί του όπως παλιά. Να κοιτάξω τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Βλέπω, όμως, τα σχιστά μάτια της και τα αραιά δόντια της να μου χαμογελούν. Ξαφνικά, η καθημερινότητα του γραφείου φαντάζει μακρινή, η κολλητή μου πάλι δεν θα με ακούσει στο τηλέφωνο και η συμπλήρωση της φορολογικής δήλωσης θα αναβληθεί για μία ακόμη φορά. Η υπόλοιπη ζωή μου αναγκαστικά θα περιμένει λίγο. Κι εγώ θα πέσω από το τεντωμένο σχοινί μου και θα βουλιάξω στην κρυφή γοητεία της ανισόρροπης εκδοχής της. Η αλήθεια του χάους μου είναι τελικά καλύτερη από το ψέμα της αρμονίας που οι άλλοι περιμένουν από μένα να ζήσω.