«Κάποιοι Ελληνες νοµίζουν ότι το όνοµά του είναι “Εσσο” επειδή έτσι γράφεται στα 125 πρατήρια βενζίνης της “Esso Pappas” ανά την Ελλάδα». H παραπάνω πρόταση από το άρθρο των «New York Times» της 4ης Μαΐου 1969 αποτυπώνει ανάγλυφα τη µία όψη ενός φαινοµένου: ο Τοµ Πάπας, συνεργάτης του πετρελαϊκού κολοσσού Exxon, αντιπρόσωπος της Coca-Cola, βιοµήχανος και εργοστασιάρχης, υπήρξε για τη µετεµφυλιακή Ελλάδα ένα ατοµικό όνειρο – η ενσάρκωση του πολυεκατοµµυριούχου επενδυτή, του δραστήριου βιοµήχανου, του δαιµονίου της φυλής. Η κυριαρχία του, ωστόσο, είχε ηµεροµηνία λήξης, εκείνη της πτώσης της δικτατορίας των συνταγµαταρχών, στις 23 Ιουλίου 1974. Στη µεταπολιτευτική Ελλάδα, η εικόνα του τοποθετείται στο κάδρο ενός συλλογικού εφιάλτη: της ενεργού στήριξης του στρατιωτικού καθεστώτος, της ανάµειξης στον διορισµό αµερικανών πρέσβεων, της διαφθοράς, του χρηµατισµού, του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ. Η ιστορία του Τοµ Πάπας αποτελεί αφήγηση µε πολλά παρακλάδια. Είναι η ιστορία της πολιτείας ενός ιδανικού µεσάζοντα, των απαρχών της σύγχρονης εκβιοµηχάνισης της Ελλάδας, της επιρροής του ελληνοαµερικανικού λόµπι στην πολιτική ζωή των ΗΠΑ, των τεθλασµένων διαδροµών του αµερικανικού παράγοντα στους διαδρόµους της χουντικής εξουσίας, των σχέσεων πολιτικής και επιχειρηµατικής τάξης σε δύο ριζικά διαφορετικές µεταξύ τους χώρες.
«Βλάστησα στο αµερικανικό όνειρο»
οι φωτογραφίες της ωριµότητάς του δεν ταιριάζουν µε έναν Θωµά Παπαδόπουλο από τα Φιλιατρά της Μεσσηνίας. Κοντόχοντρη και µε πλατύ χαµόγελο, η φυσιογνωµία που σφίγγει χέρια προέδρων, πρωθυπουργών και δικτατόρων, προσιδιάζει περισσότερο στον Νικίτα Χρουστσόφ, ηγέτη της Σοβιετικής Ενωσης στη δεκαετία του ’60. Η οµοιότητά του µε έναν κοµµουνιστή, έστω και σε επίπεδο αδρών χαρακτηριστικών, θα ήταν το τελευταίο που θα ήθελε να ακούσει ο Τοµ Πάπας. Ο γιος του Κωνσταντίνου και της Σοφίας Παπαδοπούλου, το γένος Φλάµπουρα, γεννηµένος το 1899, µεταναστεύει µε τους γονείς του στις ΗΠΑ σε ηλικία τεσσάρων ετών και αναθρέφεται στη χώρα της ευκαιρίας, τον παράδεισο των αυτοδηµιούργητων αντρών. Σπουδάζει στα πανεπιστήµια της Βοστώνης και του Νορθίστερν, σε αντίθεση όµως µε τον αδελφό του, Τζον, ο οποίος θα ακολουθήσει τον δικαστικό κλάδο, εκείνος προτιµά τις «µπίζνες». Ο φίλος του δηµοσιογράφος ∆ηµήτρης Λιµπερόπουλος γράφει ότι του έλεγε πως ξεκίνησε από «µπουκµέικερ στα σκυλιά και στα άλογα»: «Από σποράκι στα Φιλιατρά βλάστησα στο αµερικανικό όνειρο. (…) Αν µε κατείχε και µένα το πάθος του τζόγου, ίσως να γινόµουν το πολύ ένας εστιάτορας και µάλιστα χρεωµένος…».
Το παντοπωλείο του πατέρα του αποτελεί εφαλτήριο εφόρµησης στον χώρο των εισαγωγών-εξαγωγών, των γεωργικών προϊόντων, της ναυτιλίας. Χρόνια αργότερα, εµφανίζεται κατά τον «Οικονοµικό Ταχυδρόµο» ως «πρόεδρος της µεγαλυτέρας Αµερικανικής Εταιρείας Εισαγωγής Τροφίµων C. Pappas Co εν Βοστώνη», διευθυντής και συνδιευθυντής εφοπλιστικών επιχειρήσεων, αλυσίδας αρτοποιείων, φιλανθρωπικών οργανώσεων – ακόµη και µέλος του διοικητικού συµβουλίου της κινηµατογραφικής 20th Century Fox. Παράλληλα, φροντίζει να διατηρήσει ανοικτούς διαύλους µε την Ελλάδα και να οικοδοµήσει συµµαχίες στο εσωτερικό της ελληνοαµερικανικής κοινότητας: το 1932 διορίζεται µέλος της συµβουλευτικής επιτροπής του γραφείου µετανάστευσης της Πολιτείας της Μασαχουσέτης, διευκολύνοντας την έλευση στις ΗΠΑ πολλών Ελλήνων που εξασφάλιζαν άδεια διαµονής και εργασίας µε την εγγύηση ελληνοαµερικανών εργοδοτών. Η δικτύωσή του τον οδηγεί στο Ρεπουµπλικανικό κόµµα, του οποίου αναδεικνύεται τοπικός παράγοντας στον ιδιότυπο ρόλο του fundraiser – του συνδέσµου µεταξύ πολιτικής και οικονοµικής κοινότητας. Αποκτά έτσι σηµαντικές γνωριµίες, µεταξύ άλλων και µε τον µετέπειτα πρόεδρο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ. Μετά την εκλογή του, µάλιστα, το 1952, ο τελευταίος θα του προτείνει τη θέση του πρέσβη στην Ελλάδα, εισπράττοντας µια ευγενική άρνηση: «∆εν ζητώ και δεν επιθυµώ κανένα δηµόσιο αξίωµα. Είµαι επιχειρηµατίας, βρίσκοµαι εδώ για εµπορικούς λόγους». Ο Τοµ Πάπας έχει συνειδητοποιήσει από νωρίς την αξία της διαµεσολάβησης. Θα πορευτεί στη ζωή του µε τη φιλοδοξία να καταστεί ο απόλυτος ενδιάµεσος µεταξύ κυβερνήσεων, αξιωµατούχων, πολιτικών και προυχόντων.
Η διελκυστίνδα του διυλιστηρίου
Τον σεπτέµβριο του 1955, όταν το όνοµά του αναγράφεται στον ελληνικό Τύπο µεταξύ των 16 υποψηφίων αναδόχων της κατασκευής συγκροτήµατος διυλιστηρίων που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση του στρατάρχη Αλέξανδρου Παπάγου ως «πρώτου έργου Ανασυγκροτήσεως της χώρας» µετά τον Εµφύλιο, ο Πάπας δεν είναι ακριβώς household name στην Ελλάδα. ∆εν θα γίνει τη δεδοµένη στιγµή (η µονάδα του Ασπροπύργου θα ανατεθεί τελικά στον Σταύρο Νιάρχο), αλλά αργότερα, τον Νοέµβριο του 1962. Η κυβέρνηση της ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραµανλή θα συµφωνήσει µαζί του για τη δηµιουργία διυλιστηρίων πετρελαίου, καθώς και εργοστασίων παραγωγής αµµωνίας και λιπασµάτων στη Βόρεια Ελλάδα υπό την επωνυµία «Esso Pappas», κοινοπραξίας µε την αµερικανική Exxon. Ο Τύπος της συµπολίτευσης θριαµβολογεί για µια επένδυση ύψους 200 εκατ. δολαρίων που θα φέρει 4.500-7.000 νέες θέσεις εργασίας. Ο Τύπος της αντιπολίτευσης καταγγέλλει ποικίλες ευνοϊκές ρυθµίσεις που παραχωρούνται στον κεφαλαιούχο. Οι «αποικιακές συµβάσεις», όπως τις χαρακτηρίζει ο δηµοσιογράφος και ιστορικός Σπύρος Λιναρδάτος στο χρονικό του «Από τον Εµφύλιο στη χούντα» (εκδ. Το Βήµα), γίνονται αντικείµενο σφοδρής κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης µεταξύ ΕΡΕ και Ενωσης Κέντρου για δύο ολόκληρα χρόνια.
Πώς καταφέρνει, όµως, ο Τοµ Πάπας να συνεργαστεί µε µια κορυφαία πετρελαϊκή εταιρεία στο απόγειο της ισχύος της; Ο Τζέιµς Γουόρεν, µέλος της αµερικανικής αντιπροσωπείας του Σχεδίου Μάρσαλ στην Αθήνα από το 1950 ως το 1954 και γενικός διευθυντής της Esso Pappas από το 1968 ως το 1974, θα εξιστορήσει το παρασκήνιο των διασυνδέσεων το 2001 στο πλαίσιο µιας σειράς συνεντεύξεων της συνεργαζόµενης µε το Στέιτ Ντιπάρτµεντ «Ενωσης ∆ιπλωµατικών Σπουδών και Εκπαίδευσης» (ADST): «H Esso προσπαθούσε επί χρόνια να εισέλθει στην ελληνική αγορά ανεπιτυχώς. ∆εν µπορούσε να καλλιεργήσει τις απαραίτητες µε την κυβέρνηση σχέσεις για την έκδοση των απαραίτητων αδειών. (…) Ενας από τους διευθυντές της Standard Oil του Νιου Τζέρσι, ο Μπιλ Στοτ, είχε έναν παλιό φίλο στη Βοστώνη, τον Τοµ Πάπας, ελληνοαµερικανό υποστηρικτή των Ρεπουµπλικανών. Ο αδελφός του, Τζον Πάπας, ήταν δικαστής, οπαδός των ∆ηµοκρατικών, είχαν πιασµένες και τις δύο άκρες του δρόµου. Ο Τοµ είχε στα πέριξ της Βοστώνης τη φήµη γοητευτικού, σκληρού και αδίστακτου επιχειρηµατία. Ο Στοτ τού είπε “εσύ θα µας βάλεις στην Ελλάδα” και, όντως, έκαναν µια συµφωνία µε την κυβέρνηση Καραµανλή. (…) Ο Τοµ Πάπας ήταν το “meson”, αυτός που έκανε τη δουλειά από µέσα». Το τίµηµα της σύµπραξης της Exxon µε το «meson» ήταν µια προβληµατική συνεργασία σε επιχειρηµατικό επίπεδο: «Ερχόταν κάποιος και του έλεγε “πρέπει να πληρώσουµε αυτούς τους λογαριασµούς”. Εκείνος έσκιζε τον λογαριασµό στα δύο, πέταγε το µισό σε ένα συρτάρι και έδινε εντολή στον λογιστή του να πληρώσει το µισό ποσό. (…) Πολλοί άνθρωποι έκαναν αργότερα καριέρα στην Exxon καταγγέλλοντας ακριβώς αυτόν τον διακανονισµό».
Καταγγελία, αποστασία, φηµολογία και πολιτική
Την καταγγελία του διακανονισµού, ή έστω την επαναδιαπραγµάτευσή του, επιθυµεί και η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου το 1964. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, υπουργός Συντονισµού τότε, αναλαµβάνει το βάρος των συνοµιλιών, επιτυγχάνοντας τον περιορισµό των µονοπωλίων του Πάπας, τη µείωση των τιµών προµήθειας πετρελαιοειδών και την αύξηση των αντισταθµιστικών οφελών. Επίτευγµα διόλου ασήµαντο, µια και κύριο επιχειρηµατικό προσόν του Πάπας θεωρείται η διαπραγµατευτική του δεινότητα: ο Νίκος ∆ήµου, του οποίου η διαφηµιστική εταιρεία «∆έλτα-∆έλτα» συνεργαζόταν στα τέλη της δεκαετίας του ’60 µε την Esso Pappas, υπογραµµίζει ότι «δεν συγκαταλέγονταν στους δηµιουργούς επιχειρηµατίες. Ηταν καλός διαπραγµατευτής, αυτό που οι Αµερικανοί ονοµάζουν “wheeler and dealer” – παζαρευτής δεινός, πανούργος και επίµονος µέχρι τελικής πτώσεως. Είχε την υποµονή και την πονηριά του Ανατολίτη».
Ο Παπανδρέου, ικανότατος παίκτης και ο ίδιος, θα υποστήριζε το 1972 στο ανεξάρτητο αµερικανικό περιοδικό «Ramparts» ότι η συµβιβαστική κίνηση του «Ανατολίτη» ήταν τακτική υποχώρηση µε στόχο τη συνέχιση του αγώνα µε άλλα, αθέµιτα, µέσα: όταν τον Ιούλιο του 1965 ο Γεώργιος Παπανδρέου συγκρούεται µε τον βασιλιά Κωνσταντίνο, «ο Πάπας χρηµατοδοτεί την αποστασία από τις τάξεις της Ενωσης Κέντρου». Οπωσδήποτε, η εξαγορά ως θεσµική προσέγγιση δεν είναι διόλου ξένη στον Πάπας. Ο Ρόµπερτ Κίλι, επιτετραµµένος τότε της αµερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα (και πρέσβης την περίοδο 1985-1989), δίνει στο βιβλίο του «Η αµερικανική πρεσβεία και η κατάρρευση της δηµοκρατίας στην Ελλάδα 1966-1969» (εκδ. Πατάκη) τη συνοπτικότερη και οξυδερκέστερη περιγραφή της διαδικασίας της εκβιοµηχάνισης: «Ο Τοµ Πάπας παραπονιόταν για την αστάθεια: “Χρειάστηκε να εξαγοράσω τέσσερις κυβερνήσεις σε πέντε χρόνια για να πετύχει αυτή η ιστορία”».
«Αυτή η ιστορία», το συγκρότηµα διυλιστηρίων, αµµωνίας και λιπασµάτων της Θεσσαλονίκης, εγκαινιάζεται τελικά στις 12 Μαΐου 1966. Για κάποιους, όπως ο Παύλος Παλαιολόγος στο «Βήµα» της 21ης Μαΐου 1966, απεικονίζει «το έπος του έλληνα µετανάστη στο κορύφωµά του». Είναι η εποχή που οι κοσµικές στήλες των αθηναϊκών εφηµερίδων µνηµονεύουν ανελλιπώς την παρουσία του Πάπας σε γάµους, δεξιώσεις, γεύµατα και επαγγελµατικά ταξίδια εντός της ελληνικής επικράτειας. Στον ίδιο αρέσει να προβάλλεται, να αφήνει να κυκλοφορούν φήµες γύρω από τον εαυτό του: «Ερχονταν άνθρωποι και του έλεγαν: “Τοµ, µαθαίνω ότι είσαι στη CIA”, τους έλεγε “γιε µου, πολλά συµβαίνουν στον κόσµο για τα οποία δεν επιτρέπεται να µιλήσουµε” και τους έπειθε ότι ήταν στέλεχός της», θυµάται ο Τζέιµς Γουόρεν. Η αοριστία αποτελεί δοµικό στοιχείο του χαρακτήρα του, καλύπτει µε αυτή µια έλλειψη αγχίνοιας: «∆εν ήταν ιδιαίτερα ευφυής και γι’ αυτό µε χωριάτικη κουτοπονηριά, δεν αποδεχόταν τίποτε, κρατούσε πάντα αποστάσεις και διαφυγές, (…) ήταν πάντα έτοιµος να πει το πιο χοντρό ψέµα προκειµένου να ξεφύγει από κάτι ενοχλητικό» σηµειώνει στην αυτοβιογραφία του «Οι δρόµοι µου» (εκδ. Ωκεανίδα) ο Νίκος ∆ήµου. Ωστόσο, η ροή των κερδών είναι σταθερή, ακόµη και σε περιόδους διεθνούς ύφεσης, οι προοπτικές είναι υπέρ το δέον θετικές, η ζωή είναι ωραία. Προς στιγµήν, φαίνεται να γίνεται ωραιότερη, καθώς το πραξικόπηµα της 21ης Απριλίου στην Ελλάδα και η εκλογή του Νίξον ως προέδρου των ΗΠΑ στις 5 Νοεµβρίου 1968 µοιάζουν να µεγιστοποιούν την αξία των δύο ιδιοτήτων του Πάπας – του businessman και του fundraiser.
Tα δώρα του δαναου
Ο ρόλος του businessman είναι να βρίσκεται στο κέντρο ενός δικτύου δούναι και λαβείν. Στην Ευρώπη οι σφαίρες πολιτικής και εµπορίου, επιφανειακά τουλάχιστον, δεν τέµνονται, απλώς εφάπτονται. Στις Ηνωµένες Πολιτείες το πολιτικό σύστηµα είναι λιγότερο σεµνότυφο: ο θεσµός του fundraiser, του οικονοµικού παράγοντα που διεξάγει µια εκστρατεία χρηµατοδότησης υπέρ του υποψηφίου της αρεσκείας του, αποτελεί βασικό θεµέλιό του. Θεωρητικά, πρόκειται για υπόδειγµα διαφάνειας – ονόµατα, ποσά, ισολογισµοί βρίσκονται άµεσα στη διάθεση παντός ενδιαφεροµένου. Στην πράξη, ο εκάστοτε χρηµατοδότης ανταλλάσσει τη στήριξή του µε το δικαίωµα στη χάρη του εκλεγέντος πολιτειακού αξιωµατούχου, βουλευτή, γερουσιαστή, προέδρου, και το αποτέλεσµα είναι ένας θερµός εναγκαλισµός πολιτικών και επιχειρηµατιών που προάγει τη διαφθορά. Το ζήτηµα είναι απλώς να µην ποντάρεις στο λάθος άλογο. Ο businessman στην Ελλάδα και fundraiser στην Αµερική Τοµ Πάπας επενδύει το 1968 στο σωστό πολιτικό ζώο: ο Νίξον εκτιµά τόσο τη γενναιοδωρία του «∆αναού µε τα δώρα» («Greek bearing gifts»), ώστε συγκατατίθεται στην επιλογή ενός Ελληνοαµερικανού για την αντιπροεδρία. Ο Σπύρος Αγκνιου, µετρίων επιδόσεων πρώην Ρεπουµπλικανός κυβερνήτης της Πολιτείας του Μέριλαντ και προσωπικός φίλος του Πάπας, παίρνει το χρίσµα και το αξίωµα. Με τη σειρά του, ο Πάπας γίνεται ο επίσηµος ξεναγός του καθεστώτος Νίξον στην Αθήνα, πρόθυµος αµφιτρύωνας στις επισκέψεις του αδελφού του προέδρου το 1970 και του ίδιου του Αγκνιου τον Οκτώβριο του 1971.
Αυτή η Αθήνα, όµως, δεν είναι ακριβώς η πόλη του παρελθόντος, είναι η Αθήνα των συνταγµαταρχών – µε τους οποίους ο Τοµ Πάπας έχει φροντίσει να συνάψει αγαστές σχέσεις λίγες εβδοµάδες µετά την ανάρρησή τους στην εξουσία. Είτε γιατί έτσι πιστεύει ότι διασφαλίζει τα συµφέροντά του οριστικά και σε βάθος χρόνου είτε ακολουθεί την καιροσκοπική πολιτική του ανθρώπου για όλες τις εποχές, αναλαµβάνει το ρόλο του de facto διαµεσολαβητή µεταξύ δικτατορίας και κυβέρνησης Νίξον. Και είναι µια συνεργασία από την οποία όλοι κερδίζουν, όπως θα αποκαλυφθεί αργότερα, όταν τα απόνερα του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ θα αρχίσουν να ξεχειλίζουν και το αµερικανικό Κογκρέσο θα κατάσχει τις απόρρητες µαγνητοταινίες του προέδρου. Το προεκλογικό δίδυµο των Νίξον-Αγκνιου, για παράδειγµα, θα εισπράξει 549.000 δολάρια το 1968, πληρωτέα από τον Πάπας µεν, ευγενής χορηγία των συνταγµαταρχών δε, διά χειρός του επικεφαλής της ΚΥΠ, Μιχάλη Ρουφογάλη. Η χούντα, ως αντάλλαγµα, γνωρίζει φιλικότατη µεταχείριση από τη νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ, µέσω της επίσηµης επίσκεψης του αντιπροέδρου Αγκνιου στην Αθήνα, της τοποθέτησης ενός ευµενούς πρεσβευτή, της πώλησης νέων όπλων. Ο Πάπας την ίδια εποχή επιβραβεύεται µε νέα συµβόλαια: το 1968 παίρνει την άδεια ανέγερσης εργοστασίων κονσερβοποιίας, παρασκευής χυµών φρούτων και εµφιαλώσεως της Coca-Cola, της οποίας αποκτά την αντιπροσωπεία στην Ελλάδα – και ανταποδίδει επαινώντας τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο («κάνει µια καλή δουλειά από την οποία ο λαός της Ελλάδας έχει ανάγκη») στην εκποµπή «60 Minutes» του CBS τον Οκτώβριο του 1972. Ο πρέσβης των Ηνωµένων Πολιτειών Χένρι Τάσκα, προνοµιακός γνώστης του εύρους της όλης διευθέτησης, ανταµείβεται µε παραµονή στη θέση του. «Ο Πάπας επιθυµεί σφόδρα να παραµείνει ο Τάσκα στην Αθήνα. Και, όπως ξέρετε, το δικό µας σχέδιο ήταν να τον αποσύρουµε και να τοποθετήσουµε κάποιον άλλο στη θέση του, όµως ο (υπουργός ∆ικαιοσύνης) Μίτσελ υποστηρίζει ότι θα ήταν χρήσιµο να µη διαταράξουµε τα πράγµατα» λέει ο προσωπάρχης του Λευκού Οίκου Μποµπ Χάλντεµαν σε µια συζήτηση µε τον Νίξον στις 2 Μαρτίου 1973. «Καλώς. Καταλαβαίνω. No problem» είναι η απάντηση, σύµφωνα µε το αποµαγνητοφωνηµένο κείµενο των «New York Times» στις 31.10.1997.
Η µεταστροφή της τύχης
«Ξέρετε, εµείς οι Ελληνοαµερικανοί λέµε ότι είµαστε πιο Ελληνες από τους Ελληνες». Ο Γκρεγκ Μπίρµπιλ, στέλεχος της διαφηµιστικής εταιρείας McCann-Erickson στη δεκαετία του ’60, θυµάται από τη δική του συνάντηση µε τον Τοµ Πάπας ότι «είχε πολύ έντονο το στοιχείο αυτής της υπερηφάνειας». «Η υπερηφάνεια προηγείται της πτώσης» λέει ένα αµερικανικό γνωµικό. Και όταν στις 7 Μαρτίου 1973 ο πρόεδρος Νίξον δέχεται επίσηµα τον Τοµ Πάπας στον Λευκό Οίκο για να τον ευχαριστήσει ανεπίσηµα για τις οικονοµικές του διευκολύνσεις, η πτώση επίκειται. Για να κλείσουν τα στόµατα όσων είναι ανακατεµένοι στο Γουότεργκεϊτ, όλοι οι άνθρωποι του προέδρου χρειάζονται ρευστό (ο Νίξον σε άλλη συνοµιλία κάνει λόγο για 1 εκατ. δολάρια) – το οποίο τους παρέχει ο «∆αναός µε τα δώρα». Ωστόσο, τόσο η συγκεκριµένη δραστηριότητα όσο και η σχέση του Πάπας µε τον Μίτσελ, υπουργό ∆ικαιοσύνης και ταµία των µυστικών κονδυλίων επανεκλογής του προέδρου, περιέρχονται σε γνώση της κοινοβουλευτικής επιτροπής που διερευνά το σκάνδαλο. Ο ίδιος, φυσικά, αρνείται την οποιαδήποτε συµµετοχή και δεν θα κατηγορηθεί ποτέ επίσηµα. Βλέπει, όµως, τα στηρίγµατά του να καταρρέουν σε διάστηµα δέκα ηµερών, το καλοκαίρι του 1974: η δικτατορία πέφτει στις 23 Ιουλίου υπό το βάρος του πραξικοπήµατος κατά του Μακαρίου και της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, ο Νίξον εξαναγκάζεται σε παραίτηση στις 3 Αυγούστου. Μεταξύ 1974 και 1976 το άστρο του Πάπας ξεθωριάζει απότοµα και οριστικά: αποµακρύνεται από την Esso, η µητρική εταιρεία της Coca-Cola εξαγοράζει τη συµµετοχή του, µια προσπάθεια να φέρει την αντιπροσωπεία της Ford στην Ελλάδα δεν θα τελεσφορήσει. Η σταδιακή αποκάλυψη από τον Τύπο της έκτασης των σχέσεών του µε τη δικτατορία τον καθιστά αντιπαθή στην ελληνική κοινή γνώµη. Ο καιρός ενός ανθρώπου ο οποίος κατά τον Νίκο ∆ήµου υπήρξε «εκπληκτικό µείγµα πονηριάς και αφέλειας, κυνισµού και συναισθηµατισµού», ο καιρός µιας περιόδου επαγγελµατιών µεσαζόντων στον χώρο της πολιτικής, της οικονοµίας, του στρατού, παραγόντων που πούλησαν εκδούλευση για να αγοράσουν εξουσία, έχει παρέλθει. Ο Τοµ Πάπας, πρώην µεγιστάνας, θα αποσυρθεί στην αφάνεια του Παλµ Μπιτς της Φλόριδας, ως τον θάνατό του στις 16 Ιανουαρίου 1988.