Η υπόσχεση που είχε δώσει το Λονδίνο για την τελετή έναρξη των 30ών Ολυμπιακών Αγώνων τηρήθηκε κατά το ήμισυ, τη νύχτα της Παρασκευής. Το φαντασμαγορικό σόου επετεύχθη, δεν έγινε όμως το θαύμα, όπως υποσχόταν η ονομασία που του δόθηκε: «Τα νησιά των θαυμάτων». Εκατομμύρια τηλεθεατές παρακολούθησαν την απογείωση της τεχνολογίας και των εφέ και την ανώμαλη προσγείωση των συναισθημάτων.
Η παρέλαση της ιστορίας της γηραιάς Αλβιώνος, δια χειρός Ντάνι Μπόιλ, έχασε τον ιστό της και τη συνέχειά της κατά τη διαδρομή της στο Ολυμπιακό στάδιο. Η αφήγηση περιορίστηκε στο πρόσφατο παρελθόν, μέσα από ασύνδετες και ασυνεχείς εικόνες, εμβόλιμα πλάνα και «ηλεκτρονικές παρενθέσεις»: mms, sms, σχόλια από τα social media αναβόσβηναν στο τηλεοπτικό πλάνο. Οι μεταλλικοί ολυμπιακοί κύκλοι ανυψώθηκαν στον λονδρέζικο ουρανό, σφυρηλατημένοι από μετανάστες εργάτες, αλλά η ψυχή των αγώνων έμεινε μετέωρη…
Το άγχος για όσο το δυνατό μεγαλύτερο εντυπωσιασμό άφησε στο περιθώριο το μεγαλείο που μπορεί να αναδειχθεί από τη λιτότητα της εικόνας, την κυριαρχία των ιδεών, τον «Λόγο» των ανθρώπων απέναντι σε εκείνον των ηλεκτρονικών υπολογιστών.
Γι’ αυτό και οι στιγμές της κορύφωσης στο Ολυμπιακό στάδιο περιρίστηκαν στην παρέλαση των αθλητών, στην είσοδο της ολυμπιακής σημαίας και στην αφή της φλόγας.
Στη μεγαλύτερη γιορτή του αθλητισμού, όπως συνηθίζεται να αποκαλούνται οι Ολυμπιακοί Αγώνες, ίσως τα αρνητικά σχόλια να θεωρούνται «μικροψυχία». Οταν όμως το ολυμπιακό ιδεώδες έχει μετατραπεί σε… εμπορικό τότε, δυστυχώς, και η αξιολόγησή του γίνεται με όρους διαφορετικούς.
Οσο για τη σύγκριση, η Αθήνα ήταν όντως εκείνη που «έκανε το θαύμα». Το Πεκίνο απέδειξε ότι η κουλτούρα αιώνων μπορεί να «δέσει» με το σήμερα αρμονικά.
Το Λονδίνο χάθηκε στην… εικόνα. .