Δεν ήταν μόνο «Το Βήμα» εκείνο που απηύθυνε πριν από τις εκλογές της 17ης Ιουνίου σε δημόσια πρόσωπα ερώτημα του τύπου «Τι Ελλάδα θέλουμε». Το ερώτημα, που υπαγορευόταν από το όραμα μιας εξόδου από τη σημερινή εξαθλίωση, το έθεσαν και άλλες εφημερίδες, και απάντησε σε αυτό πλήθος διανοουμένων και μη (κυκλοφόρησε και στο Διαδίκτυο). Από τις απαντήσεις ήταν αναμενόμενο ότι θα ξεχώριζε μία: εκείνη του Χρήστου Γιανναρά («Ποια τα σημάδια του καινούργιου», Η Καθημερινή, 17.6.2012), όχι τόσο γιατί οι απόψεις του δεν είναι πάντοτε ξεχωριστές, όσο γιατί με αυτήν ο Χ.Γ. υπερέβη εαυτόν περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
Η υπέρβαση αυτή δεν έγκειται τόσο στην αντίφαση ανάμεσα (από τη μια) στη «φαντασιώδη ελπίδα του προσωπικού οραματισμού» του των «πέντε γνωρισμάτων του καινούργιου», τον οποίο ο Χ.Γ. καταθέτει «σαν λυγμό για το ανέφικτο», και στην πεποίθησή του (από την άλλη) για τον «πολιτικό ρεαλισμό του οραματισμού» του• βρίσκεται κυρίως στο πέμπτο σημείο του καινούργιου, το οποίο ο Χ.Γ. παρουσιάζει στο πλαίσιο του ρόλου του λογοτεχνικού καθοδηγητή, που ανέλαβε τον τελευταίο καιρό, και των σχετικών κριτικών του παραινέσεων, που έχουν εκπλήξει τη λογοτεχνική κοινότητα. Το παραθέτω:
«Πέμπτο σημάδι του καινούργιου – τεράστιας συμβολικής και αυτό σημασίας: Αλλαγή του Εθνικού Υμνου. Ο σολωμικός «Υμνος στην [εις την] Ελευθερία[ν]» είναι από τα μετριότερα στιχουργήματα του μεγάλου μας ποιητή, θεματικά περιορισμένος στην απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό και με λεξιλόγιο κυρίως αφηρημένο, νοησιαρχικό. Η μελοποίησή του από τον Μάντζαρο υπέταξε το ποίημα στις σκοπιμότητες εντυπωσιασμού που υπηρετεί η δυτική φανφάρα και ο «Υμνος» ταυτίστηκε με τον επαρχιώτικο εθνικισμό του μεταπρατικού μας κράτους. Το καινούργιο θα μπορούσε να είναι κάτι σαν τον «Τσάμικο» του Νίκου Γκάτσου, στη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι: Μέσα σε τρεις στροφές, με αδρές πινελιές, το πανόραμα της διαδρομής του Νέου Ελληνισμού, δήλωση ταυτότητας και μαρτυρία ήθους. Που μαζί με την αυθεντική ελληνικότητα της μουσικής μεταγγίζουν ιδιαιτερότητα πολιτισμού, όχι ψυχολογική ξιπασιά».
Δεν θα χρειαζόταν να σχολιάσει κανείς την παραπάνω πρόταση, που θυμίζει την – λιγότερο παράδοξη για τα δεδομένα του 1891 – πρόταση του Α. Ρ. Ραγκαβή να αντικατασταθεί ως εθνικός ο «Υμνος» του Σολωμού με τον δικό του «Βασιλικό Υμνο», αν τη συμμετοχή στον προσωπικό λυγμό του o Χ.Γ. δεν την όριζε ως γνώμονα πνευματικής επάρκειας• διότι, γράφει:
«Ο πολιτικός ρεαλισμός του οραματισμού [μου] θα εκτιμηθεί ανάλογα με το επίπεδο της κατά κεφαλήν καλλιέργειας των εκτιμητών».
Ας δούμε, λοιπόν, πώς θα εκτιμούσε την πρόταση του Χ.Γ. ένας ρεαλιστής εκτιμητής.
Θα αμφέβαλλε, πρώτα, για την κριτική ευστοχία της βεβαιότητας ότι ο «Υμνος» δεν είναι ποίημα αλλά «στιχούργημα», και μάλιστα από τα «μετριότερα» του Σολωμού (διότι για τα ελληνικά ποιητικά δεδομένα της εποχής – και όχι μόνο γι’ αυτήν – ο «Υμνος» είναι ένα καλλιτεχνικό επίτευγμα). Θα σημείωνε, έπειτα, ότι ο «Υμνος» έχει το ηρωικό περιεχόμενο που πρέπει να έχει ένας εθνικός ύμνος: υμνεί, με λεξιλόγιο κάθε άλλο παρά «αφηρημένο, νοησιαρχικό», την ελευθερία των λαών, επικεντρούμενος στην εθνική απελευθέρωση των Ελλήνων. Θα απορούσε, ακόμη, που ο Χ.Γ. πιστεύει ότι ο «Υμνος» συνέβαλε στην κατασκευή «της αερογέφυρας που στήσαμε πηδώντας πάνω από εικοσιπέντε αιώνες για να φανούμε απόγονοι του Περικλή και του Αριστοτέλη»• διότι ο Σολωμός – όπως άλλωστε και ο Μάντζαρος και γενικότερα οι Επτανήσιοι – πίστευε (το δείχνει στο έργο του) στην αδιάσπαστη συνέχεια του Ελληνισμού. Και θα αναρωτιόταν γιατί ο Χ.Γ. δεν πρότεινε, ως έκτο γνώρισμα του καινούργιου, και την αλλαγή της γαλανόλευκης σημαίας με την κιτρινόμαυρη του δικέφαλου αετού.
Μέτριο στιχούργημα, αφελές και νοησιαρχικό – θα αντέτεινε ο ρεαλιστής εκτιμητής – είναι το προτεινόμενο τραγούδι του Γκάτσου, με τους «τρεις [βυζαντινούς] αντρειωμένους» – τον «Διγενή», τον «Νικηφόρο» (ποιον απ’ όλους;), «τον γιο της Αννας της Κομνηνής» (ποιον από τους δύο;) – και τον νεότερο «Νικηταρά», που «χορεύουν» σε ένα εθνοφολκλορικό «πανηγύρι» «για να γλυτώσουν μια φλούδα γης απ’ το τσακάλι και την αρκούδα»! (και, βέβαια, η Αννα Κομνηνή θα αμφισβητούσε τα περί αερογέφυρας, αφού ήταν περήφανη για την αρχαιοελληνική κληρονομιά της).
Το στιβαρό ποίημα του Σολωμού – θα πρόσθετε ο εκτιμητής -, διαφορετικά από το μελό στιχούργημα του Γκάτσου, συναιρεί τους πόθους του νέου Ελληνισμού σε ένα πανελλήνιο συναίσθημα (γιατί, άραγε, ο Κρητικός ή ο Μακεδόνας θα πρέπει να έχει έναν τσάμικο – η λέξη παραπέμπει στους αλβανούς μουσουλμάνους – για εθνικό ύμνο;).
Το ίδιο συναίσθημα – θα κατέληγε – εκφράζει και η εύτονη μελοποίηση του «Υμνου» από τον Μάντζαρο, που μαζί με τους στίχους του Σολωμού μόνο «ψυχολογική ξιπασιά» δεν μεταγγίζει• προσθέτοντας ότι η μελοποίηση του «Τσάμικου», που κινείται στον χώρο της ελαφρότερης μουσικής του Χατζιδάκι, δεν έχει τίποτε το ελληνοπρεπές, όπως και αν όριζε την ελληνικότητα ένας ιδεοληπτικός της. Εκτός αν θεωρούσαμε ότι το τρίσημο μέτρο της μελωδίας του, που απαντά σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου και που χαρακτηρίζει πρωτίστως το βαλς (ο εν λόγω «Τσάμικος» χορεύεται θαυμάσια σε σαλόνι), αποτελεί απόδειξη ελληνικότητας.


Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ