Εμπλουτισμένο με μια εισαγωγική μελέτη 70 σελίδων του επιμελητή Αλέξανδρου Δάγκα γύρω από τον στοχαστή Εντγκάρ Μορέν και τη διανοητική του πορεία, εκδόθηκε στα ελληνικά 22 χρόνια μετά την έκδοσή του στη Γαλλία το βιβλίο που ο Μορέν αφιέρωσε στον πατέρα του, Βιντάλ Ναχούμ. Και όμως, το βιβλίο αυτό, που άργησε να μεταφραστεί, ενώ έχουμε 20 περίπου βιβλία του συγγραφέα στην Ελλάδα (αυτόνομα και συλλογικά), αφορά άμεσα τη Θεσσαλονίκη, αφού εκεί γεννήθηκε και μεγάλωσε ο πατέρας του και αυτή σφράγισε την ταυτότητά του.
Είναι λοιπόν ευτυχές γεγονός ότι Ο Βιντάλ και οι δικοί του προστέθηκαν στη μακρά λίστα των έργων του Μορέν στα ελληνικά, προσδίδοντάς της μια εντελώς διαφορετική διάσταση: αυτή της προσωπικής ιστορίας ενταγμένης στη συλλογικότητα. Γιατί, μιλώντας για τον πατέρα και την ευρύτερη οικογένεια, μιλά πρώτη φορά και για τον εαυτό του, τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, το τραύμα της πρόωρης απώλειας της μητέρας του και φυσικά τη διαμόρφωση της ταυτότητάς του. Μικροϊστορία, λοιπόν, αλλά και προσωπική ιστορία (ego-histoire) διαπλέκονται με την κοινωνιολογική και ιστορική προσέγγιση που αφορά ευρύτερα σύνολα.
Το πλέον ενδιαφέρον όμως για τον αναγνώστη είναι ο τρόπος που αφηγείται τη διαδρομή ενός «Ισραηλίτη της Ανατολής», που γεννήθηκε το 1894 στη Θεσσαλονίκη και πέθανε 90 ετών, πλήρης ημερών, στο Παρίσι το 1984. Η πορεία αυτή, αντιπροσωπευτική πολλών χιλιάδων ανθρώπων, μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε και να κατανοήσουμε καλύτερα αυτό το μεταναστευτικό ρεύμα των εβραίων της Θεσσαλονίκης προς τη Γαλλία κυρίως μετά την ένταξη της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος (1912), αλλά και τη μεγάλη πυρκαγιά που έκανε στάχτη μεγάλο μέρος του παλιού κέντρου της πόλης (1917).
Συχνά, πρώτος σταθμός της διαδρομής ήταν η Μασσαλία, αφού το ταξίδι γινόταν με πλοίο. Στην περίπτωση του Βιντάλ, που έφθασε εκεί ως κρατούμενος λόγω μιας σκοτεινής ιστορίας, η άφιξη και η υποδοχή στη νέα χώρα, αργότερα πατρίδα, ήταν όντως μυθιστορηματικές.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Αριστίντ Μπρυάν, χάρη σε διαμεσολάβηση του πατέρα μέσω κάποιων γνωριμιών θα παρέμβει ώστε να αναγνωριστεί ως ιθαγένεια του νεαρού Βιντάλ η καταγωγή από τη γενέθλια πόλη (Σαλονικιός επιμένει πως είναι κι όχι Ιταλός, Ελληνας ή Οθωμανός) και έτσι τελικά αφήνεται ελεύθερος.
Ιστορία που θα μπορούσε άνετα να είχε επινοήσει για τους ήρωές του ο Αλμπέρ Κοέν, ο κερκυραίος εβραίος που μετανάστευσε από παιδί στη Μασσαλία και με το λογοτεχνικό του έργο έδωσε φωνή στους εβραίους της Μεσογείου.
Η «καλπάζουσα γαλλομανία»
Στη Μασσαλία ο Βιντάλ μένει μόνο τρία χρόνια (1916-1919), είναι όμως χρόνια που θα τον σημαδέψουν, αφού η πόλη «δεν θα πάψει σε όλη του τη ζωή να φωνάζει μέσα του πολύ δυνατά». Το 1919 εγκαθίσταται οριστικώς στο Παρίσι, όπου θα ζήσει τα υπόλοιπα 65 χρόνια της πλούσιας σε εμπειρίες ζωής του. Με το σπίτι του στο 9ο διαμέρισμα του Παρισιού και το μαγαζί (δεύτερο σπίτι) στο Σαντιέ, ενταγμένος στον ισχυρό ιστό των Σεφαραδιτών της Θεσσαλονίκης, που έχουν ανοίξει τα εμπορικά τους καταστήματα σε αυτή τη γειτονιά, εγκλιματίζεται δίχως ιδιαίτερη δυσκολία.
Το εμπόριο είναι η δραστηριότητα πολλών μελών της οικογένειας και ο Βιντάλ αξιοποιεί αυτό το δίκτυο.
Τα γαλλικά είναι ούτως ή άλλως δεύτερη γλώσσα του, αφού έχει σπουδάσει σε γαλλογερμανικό σχολείο στη Θεσσαλονίκη και έτσι παίρνουν σιγά-σιγά τη θέση της μητρικής, των ισπανοεβραϊκών, για να συνυπάρξουν μαζί της, στο νέο μείγμα που ο γλωσσολόγος Χαΐμ Βιντάλ Σεφιχά ονόμασε «φρανιόλ» από τα γαλλικά και τα ισπανικά.
Η «καλπάζουσα γαλλομανία», όρος επίσης του Σεφιχά, είχε καταλάβει τους Σεφαραδίτες της Θεσσαλονίκης ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν οι γόνοι μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων άρχισαν να σπουδάζουν στα σχολεία της Alliance Israélite Universelle ή της Mission Laïque Française και να ανακαλύπτουν, εκτός από μια νέα γλώσσα, και μια νέα κουλτούρα, που δημιουργούσε τη ρήξη με το ανατολίτικο παρελθόν και τους συνέδεε με τη Δύση.
Αυτή τη γνωστή από την Ιστορία πραγματικότητα έρχεται να ζωντανέψει το βιβλίο του Μορέν στην καθημερινότητά της: μέσα από περιγραφές και αφηγήσεις, μέσα από εδέσματα, τραγούδια, ενδύματα, συμπεριφορές, νοοτροπίες, ο κόσμος αυτός ανασυστήνεται και κυρίως ερμηνεύεται αριστοτεχνικά σε αυτό το βιβλίο. Το εύστοχο βλέμμα του συγγραφέα δεν παραμένει στη νοσταλγική αναπόληση, αλλά ερμηνεύει κριτικά αυτή την κοινωνική πραγματικότητα που παρουσιάζει.
Η κυρία Ο. Βαρών-Βασάρ είναι καθηγήτρια Ιστορίας στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Το βιβλίο της «Η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης. Κείμενα για τη γενοκτονία των Εβραίων» θα κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο από τις Εκδόσεις της Εστίας.
Η γαστρονομία στον πυρήνα του πολιτισμού
Η πολιτισμική ταυτότητα των εξόριστων από την Ισπανία εβραίων θα διαφοροποιηθεί στο πέρασμα του χρόνου. Μέσα σε τεσσερισήμισι αιώνες πολλοί από αυτούς θα διανύσουν μια διαδρομή, αρχικώς προς Ανατολάς (από την Ισπανία προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία) και έπειτα πάλι πίσω προς Δυσμάς (από Θεσσαλονίκη προς Γαλλία). Ετσι θα δομηθεί μια ιδιαίτερη πολιτισμική ταυτότητα της εβραϊκής διασποράς, απολύτως διακριτή από εκείνη των ασκενάζι εβραίων. Και στον πυρήνα της ταυτότητας αυτής, έπειτα από τόσες μεταλλαγές, σύμφωνα με τον Εντγκάρ Μορέν, δεν βρίσκεται πλέον η θρησκεία, αλλά η γαστρονομία.
Η πολιτισμική ταυτότητα των εξόριστων από την Ισπανία εβραίων θα διαφοροποιηθεί στο πέρασμα του χρόνου. Μέσα σε τεσσερισήμισι αιώνες πολλοί από αυτούς θα διανύσουν μια διαδρομή, αρχικώς προς Ανατολάς (από την Ισπανία προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία) και έπειτα πάλι πίσω προς Δυσμάς (από Θεσσαλονίκη προς Γαλλία). Ετσι θα δομηθεί μια ιδιαίτερη πολιτισμική ταυτότητα της εβραϊκής διασποράς, απολύτως διακριτή από εκείνη των ασκενάζι εβραίων. Και στον πυρήνα της ταυτότητας αυτής, έπειτα από τόσες μεταλλαγές, σύμφωνα με τον Εντγκάρ Μορέν, δεν βρίσκεται πλέον η θρησκεία, αλλά η γαστρονομία.
Γράφει: «Και όταν, στους Φράγκους, ο σεφαρδιτισμός διαλύθηκε, ο μητρικός πυρήνας της κουλτούρας του διατηρήθηκε. Ο πυρήνας αυτός σε κάθε κουλτούρα είναι γαστρονομικός και στον πυρήνα αυτού του πυρήνα βρίσκεται το παστελίκο» (είδος πίτας με τυρί, σπανάκι ή μελιτζάνα). Και μιλώντας για τον εαυτό του: «Αυτός ο Παριζιάνος αγαπά τη γαλλική κουζίνα, λατρεύει τα μικρά λουκάνικα και τα γλυκάδια του βοδινού. Αλλά προτιμά τη μεσογειακή κουζίνα με το ελαιόλαδο και αυτό που του αρέσει καλύτερα από κάθε τι άλλο είναι το γκρατέν από μελιτζάνες και το παστελίκο της Θεσσαλονίκης». Θυμίζοντάς μας έτσι πόσο πρωταρχικός είναι ο ρόλος των γυναικών στη διατήρηση και μεταβίβαση αυτής της εύθραυστης ταυτότητας της Διασποράς.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ