«Σε κάθε ραντεβού που κλείνω μέσω ίντερνετ νιώθω την ίδια απογοήτευση όπως όταν μου φέρνουν ένα Big Mac. Όλα μοιάζουν πολύ πιο ζουμερά και λαχταριστά στις φωτογραφίες απ’ ό,τι στην πραγματικότητα»: ο Μάρτιν είναι τριάντα και κάτι και ζει στο Μπουένος Άιρες. Είναι ο κεντρικός ήρωας της αργεντίνικης ταινίας Medianeras (Μεσοτοιχίες) που έμελλε να είναι η έκπληξη του φετινού καλοκαιριού. Την πρώτη εβδομάδα προβολής και με ημιτελικούς και τελικό του Euro να αποτελούν το αντίπαλο (τηλεοπτικό) δέος, το θερινό σινεμά Δεξαμενή στο Κολωνάκι ξεχείλισε από κόσμο κι έκοψε 2.929 εισιτήρια. Κάτι αντίστοιχο συνέβη μία εβδομάδα αργότερα και στο Ριβιέρα των Εξαρχείων, αφού 1650 πέρασαν το κατώφλι του μέσα σε τέσσερις ημέρες. Για πολλούς και διάφορους λόγους η ταινία που έγραψε και σκηνοθέτησε ο 47χρονος Γκουστάβο Ταρέτο χτύπησε όλες τις ευαίσθητες χορδές μας σε σχέση με τον έρωτα στα χρόνια του facebook, τις σχέσεις που τελειώνουν και σου δίνουν την αίσθηση ότι έχασες τον χρόνο σου, το προβληματικό σεξ, τη μεγαλούπολη που καταπίνει κι εσένα και τις επιθυμίες σου και φυσικά, την οικονομική κρίση που σου θυμίζει στο τέλος της ημέρας ότι δεν είσαι απλά ολομόναχος. Είσαι και απένταρος. Μην βιαστείτε να βυθιστείτε στην αδιέξοδη ματαιότητα. Το χιούμορ και η ευαισθησία της ταινίας σου αφήνουν ένα τεράστιο χαμόγελο και τη δύναμη να συνεχίσεις να ψάχνεις το άλλο σου μισό μέσα στην πόλη. Με τους τίτλους τέλους πέφτει και η ηλεκτρονική διεύθυνση του σκηνοθέτη. Τον εντοπίσαμε και του μιλήσαμε.
Ο Μάρτιν και η Μαριάννα είναι δυο ξένοι στην ίδια πόλη. Βγήκαν από μακροχρόνιες σχέσεις που τους δημιούργησαν ακόμη περισσότερες φοβίες για τον έξω κόσμο. Γνωρίζουν τους λάθος ανθρώπους, περνούν ατέλειωτες ώρες μπροστά στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, έχουν δεκάδες ανασφάλειες. Παρακολουθούμε την καθημερινότητά τους, τον ίδιο κι απαράλλακτο τρόπο με τον οποίο σκέφτονται, την αγάπη τους για τα ίδια πράγματα που μοιάζουν ασήμαντα για όλους τους υπόλοιπους, πώς ενθουσιάζονται με το ίδιο τραγούδι που πετυχαίνουν στο ραδιόφωνο και γελούν συνωμοτικά με την ίδια διαφήμιση που βλέπουν στην τηλεόραση. Όλη η ταινία περνά με την ίδια αγωνία: θα καταφέρουν να συναντηθούν ή για μία ακόμη φορά θα συμβιβαστούν με τους εντελώς ακατάλληλους ανθρώπους; Όταν ο Γκουστάβο Ταρέτο χτύπησε την πόρτα πολύφερνων κινηματογραφικών παραγωγών, κατάλαβε ότι προκειμένου να κερδίσει μια παχυλή χρηματοδότηση έπρεπε να πουλήσει την ψυχή του στο διάβολο, κάνοντας το σενάριο περισσότερο «αμερικάνικο και λιγότερο λατινοαμερικάνικο. Μου ζητούσαν να κάνω τους ήρωες να συναντηθούν πολύ νωρίς μέσα στην ταινία, αλλά αυτή θα ήταν μια άλλη ταινία και όχι αυτή που θέλαμε. Έτσι απορρίψαμε όλα αυτά τα χρήματα που έρχονταν υπό όρους».
«Εξαιρετικά διαθέσιμος!»
Όμορφος πλην όμως ολομόναχος, ο Μάρτιν πληκτρολογεί το status του στο facebook: «εξαιρετικά διαθέσιμος!». Και ταυτόχρονα τον ακούμε να σκέφτεται: «πριν από δέκα χρόνια κάθισα μπροστά στον υπολογιστή και από τότε είναι σα να μην ξανασηκώθηκα ποτέ». Για τον σκηνοθέτη, η τεχνολογία δεν είναι ο φρικτός δαίμονας που ευθύνεται για όλα τα κακά της μοίρας μας και όλα τα μοναχικά βράδια μας. Όμως αναρωτιέται: «με πόσους από τους «φίλους» μας βγαίνουμε έξω; Από πόσες κοπέλες που μας αρέσουν και ξεροσταλιάζουμε βλέποντας φωτογραφίες τους με μαγιώ στο facebook ζητάμε να βγούμε ραντεβού;».
Η Μαριάννα χώρισε μετά από τέσσερα χρόνια σχέσης και όπως λέει, το βλακώδες ερώτημα που της έμεινε από όλο αυτό είναι «πώς μπορείς να είσαι με κάποιον που είναι τόσο διαφορετικός;». Σπούδασε αρχιτεκτονική, αλλά ζει διακοσμώντας βιτρίνες. Τα βράδια της τα περνάει με έναν κούκλο-στην κυριολεξία. Καλογυμνασμένος, κοιλιακοί φέτες, σφιχτά οπίσθια, θεληματικό πηγούνι. Τον συναρμολογεί και δεν τον πηγαίνει στο μαγαζί για να τον ντύσει. Τον κρατάει γυμνό για τον εαυτό της. Του μιλάει, τον κάνει μπάνιο κι ένα βράδυ, κάθεται πάνω του, τον αγγίζει και προσπαθεί να θυμηθεί πώς είναι να νιώθεις την απόλυτη έξαψη στην αγκαλιά ενός άντρα. Μετά έρχονται οι ενοχές: «ήταν απλά σεξ. Μην το παρεξηγήσεις» του ξεκαθαρίζει. Κι όταν αποφασίσει να γνωρίσει κάποιον από τον έξω κόσμο, γοητεύεται από έναν μυστήριο τύπο που συχνάζει στο κολυμβητήριο. Μιλάει πολύ για τον εαυτό του: «πάσχω από αϋπνίες. Δεν βρίσκω τον διακόπτη για να κλείσω το μυαλό μου». «Δοκίμασες ψυχολόγο;» τον ρωτάει. «Ψυχολόγος είμαι» της απαντάει. Αργότερα το σεξ θα αποδειχθεί φιάσκο. Όχι επειδή ο ίδιος δεν μπορούσε να έχει στύση. Αλλά επειδή την διώχνει, κι ας του έλεγε εκείνη κι ας το εννοούσε «δεν πειράζει, δεν ήρθε το τέλος του κόσμου».
Το «επαγγελματικό» φλερτ
Η κεντρική ατάκα της ταινίας είναι «Πώς να βρεις τον έρωτα όταν δεν ξέρεις πού να ψάξεις;». Για τον Γκουστάβο Ταρέτο δεν υπάρχει μόνο ένα άλλο μισό, «ευτυχώς υπάρχουν αρκετά. Συναντάς ένα από αυτά, ξεκουράζεσαι, ξεχνιέσαι για λίγο. Αν είσαι τυχερός, περνάς μια ολόκληρη ζωή μαζί του. Αν όχι, προχωράς στο επόμενο». Η σκηνή στην οποία ο Μάρτιν και η Μαριάννα φοράνε τις χειμωνιάτικες κουκούλες τους και προτού προσπεράσουν ο ένας τον άλλο σε μία διάβαση τα καρτουνίστικα γραφικά της ταινίας προλαβαίνουν να σχηματίσουν μια καρδούλα από το περίγραμμα τον κεφαλιών τους, κάνει και θα συνεχίσει να κάνει πολλά κορίτσια στο σινεμά να βγάζουν έναν μακρόσυρτο αναστεναγμό, σφίγγοντας το μπράτσο του αγοριού τους στη διπλανή καρέκλα, ή έστω το μπράτσο της διπλανής καρέκλας.
Τι συμβαίνει όμως όταν αντί για το άλλο μισό πέφτεις πάνω στα πιο ακατάλληλα άτομα; «Ο τρόπος με τον οποίο διαφημίζουμε τον εαυτό μας στο ίντερνετ δίνει την αίσθηση ότι γράφουμε βιογραφικό για να μας προσλάβουν σε πολυεθνική. Προσπαθείς να εντυπωσιάσεις με ένα κάρο ψέματα. Οι άνθρωποι που ξέρω όταν είναι μόνοι στο σπίτι απλά κοιτάζουν το ταβάνι ή βλέπουν τηλεόραση. Ανάθεμα κι αν γράφουν νουβέλες, διαβάζουν ιστορία της τέχνης, ακούνε τζαζ και προσπαθούν να σώσουν τον πλανήτη όπως γράφουν οι περισσότεροι» λέει ο Γκουστάβο. Ο ίδιος όταν είναι μόνος στο σπίτι προσπαθεί να παίξει πιάνο και παίζει εξαιρετικό play station.
Και οι δύο ήρωες είναι φοβικοί. Η Μαριάννα προτιμά να ανεβοκατεβαίνει οκτώ ορόφους από και προς το διαμέρισμά της καθημερινά, παρά να μπει στο ασανσέρ. Και ο Μάρτιν κουβαλάει πάντα μαζί του ένα σακίδιο επιβίωσης που εκτός από τρία προφυλακτικά, i-pod και οδηγίες αντίδρασης σε περίπτωση κρίσης πανικού, έχει και ηρεμιστικά: «Δεν έχω πάρει ποτέ χάπια, αλλά πολλοί φίλοι μου τα παίρνουν λες και είναι καραμέλες. Σήμερα είναι πιο συχνό να έχει κάποιος μία αγχώδη διαταραχή από το να έχει τερηδόνα».
Έρωτας και χρεωκοπία
Στα πλάνα που μιλούν για μια κακοφτιαγμένη πόλη, όπου τα άσχημα κτίρια κορδώνονται δίπλα στα λιγοστά όμορφα, για τα αμέτρητα χιλιόμετρα σύρματα που έκρυψαν τον ουρανό, για τα διαμερίσματα-ποντικότρυπες που δίνουν υποσχέσεις για φως και για θέα που δεν μπορούν να κρατήσουν, η Αθήνα μοιάζει πολύ με το Μπουένος Άιρες. Και οι δύο χώρες ξέρουν καλά από υποσχέσεις πλουτισμού και απειλές χρεωκοπίας. Η πρώην του Μάρτιν πήγε στην Αμερική για λίγους μήνες και στη συνέχεια τον ενημέρωσε ότι θα έμενε εκεί για πάντα, αφού αισθανόταν περισσότερο Αμερικάνα. «Όλως τυχαίως, ένιωσε περισσότερο Αμερικάνα όταν η Αργεντινή χρεωκόπησε» σχολιάζει με γλυκόπικρο χιούμορ ο Μάρτιν. Και ο Γουστάβο από τη θέση του σεναριογράφου-σκηνοθέτη συμπληρώνει: «δυστυχώς οι λαοί αγανακτούν μόνο όταν τους πειράξουν την τσέπη. Αυτό συνέβη και στην Αργεντινή και στην Ελλάδα. Πριν απ’ αυτό αδιαφορούσαμε για τη διαφθορά, την ανικανότητα και την κατάχρηση εξουσίας».
Και συμπληρώνοντας για την αστική πλήξη και σήψη: «οι πανικόβλητες πόλεις μας απομονώνουν τόσο πολύ μέσα στα σπίτια μας, που αυτό μας κάνει πάρα πολύ αδέξιους όταν έρχεται η ώρα να επικοινωνήσουμε. Δεν είναι το ίδιο να έχεις πολλά παράθυρα και από κάποια να βλέπεις κάτι πράσινο με το να έχεις ένα και να βλέπεις τη γειτόνισσά σου να πλένει πιάτα. Αλλιώς συμβιώνεις σε 35 και αλλιώς σε 100 τετραγωνικά μέτρα. Δεν είναι το ίδιο να μένεις στον πρώτο όροφο με το να ξεκουράζεσαι από τον θόρυβο της πόλης στον τελευταίο όροφο. Η σύγχρονη ζωή συνωμοτεί για να παραμείνουμε κλεισμένοι στα σπίτια μας. Οι τηλεοράσεις γίνονται όλο και μεγαλύτερες και οι οθόνες του σινεμά όλο και μικρότερες».
Βρες το άλλο σου μισό
Ίσως αυτός να είναι κι ο λόγος που ξαφνικά νιώθεις μια απίστευτη χαρά όταν βλέπεις δεκάδες ανθρώπους να σχηματίζουν μεγάλες ουρές για να δουν τις αργεντίνικες «Μεσοτοιχίες» που τελικά μοιάζουν τόσο πολύ με τις ελληνικές. Εκτός από τρόπους με τους οποίους μπορείς να καλύψεις μια βραδινή απιστία στέλνοντας πειστικά sms, κλείνοντας το κινητό και παραμένοντας ψύχραιμος όταν το ξανανοίξεις και βρεις 25 αναπάντητες από το άρτι απατηθέν μωρό «σου», αυτή η ταινία σου διδάσκει και κάτι άλλο, πολύ πιο σημαντικό: με έναν περίεργο τρόπο, οι άνθρωποι που πρέπει να συναντηθούν συναντιούνται. Μια σειρά αλλόκοτων συμπτώσεων, περίεργων εικόνων και ανακατατάξεων μπορεί να φέρει δυο ξένους κοντά. Δεν έχει σημασία για πόσο. Το ότι όμως κατάφεραν να συναντηθούν μέσα στο χάος της πόλης, να χάσουν ένα μετρό, να απενεργοποιήσουν το κινητό, να αποσυνδέσουν το ίντερνετ έστω για λίγο, ισοδυναμεί σήμερα με μία δυνατή πράξη αντίστασης. Σου θυμίζει ότι δεν είσαι ρομποτάκι κουρδισμένο να λες και να κάνεις τα ίδια πράγματα κάθε μέρα. Ο Μάρτιν λέει στην αρχή της ταινίας ότι «για τις αυτοκτονίες, τις κρίσεις πανικού, την κατάθλιψη, την κατάχρηση ηρεμιστικών, το στρες, τις σεξουαλικές διαταραχές και πολλά ακόμη ευθύνονται οι αρχιτέκτονες και οι κατασκευαστές». Αν όμως μείνουμε κλεισμένοι στο σπίτι διαφημίζοντας τα ανύπαρκτα ενδιαφέροντά μας και τις ξένες γλώσσες που ούτε σπαστά δεν μιλάμε, φταίμε αποκλειστικά εμείς.