Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος έχει τελειώσει. Τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής αποχωρούν από τη Γαλλία. Πρoτού το τάγμα τεθωρακισμένων του στρατηγού Λεκλέρκ κάνει πανηγυρική είσοδο στο Παρίσι, τον Αύγουστο του 1944, σημαίνοντας το τέλος της γερμανικής κατοχής, ένα τζιπ ανεβαίνει τη λεωφόρο Ντε Λα Γκραντ Αρμέ και σταθμεύει στην πλατεία Βαντόμ, στην είσοδο του πολυτελούς ξενοδοχείου Ritz.
Στα μπροστινά καθίσματα βρίσκεται ο Έρνεστ Χέμινγκγουεϊ, πολεμικός ανταποκριτής τότε, με ένα όπλο κρεμασμένο στον ώμο του και ένα τσούρμο στρατιώτες μαζί του. Τους οδηγεί στο εσωτερικό του ξενοδοχείου, κηρύσσει την απελευθέρωσή του, καταλαμβάνει το μπαρ και παραγγέλνει σαμπάνια για όλους. Όταν λίγο αργότερα ο Ρόμπερτ Κάπα, ο φημισμένος πολεμικός φωτορεπόρτερ του συρράξεων του πρώτου μισού του 20ού αιώνα έφτασε στο ξενοδοχείο, νομίζοντας ότι ήταν ο πρώτος που πατούσε το πόδι του εκεί μετά την αποχώρηση των Γερμανών, βρήκε τον Χέμινγκγουεϊ να τον περιμένει. Δικαίως, λοιπόν, το «Little Bar» του ξενοδοχείου μετονομάστηκε σε «Hemingway Bar» προς τιμήν του αμερικανού νομπελίστα συγγραφέα – και τακτικού πελάτη.
Το θρυλικό παρισινό ξενοδοχείο του 1898 κλείνει στις 31 Ιουλίου και θα παραμείνει κλειστό τα επόμενα δύο χρόνια για ολική ανακαίνιση. Μια περίοδος στην ιστορία του φτάνει στο τέλος της και μια νέα, άγνωστη ακόμη, θα ανατείλει. Με αυτή την αφορμή, ο A. E. Χότσνερ, συνεργάτης και βιογράφος του Χέμινγκγουεϊ, αφηγείται στο περιοδικό «Vanity Fair» που κυκλοφορεί ορισμένες συγκλονιστικές στιγμές από την ιστορία του μυθικού καταλύματος, που απαθανατίστηκε σε μυθιστορήματα, αποτέλεσε σκηνικό ταινιών και φιλοξένησε τις πιο λαμπερές προσωπικότητες του 20ού αιώνα: βασιλείς και ηγέτες κρατών, καλλιτέχνες και σταρ του κινηματογράφου, συγγραφείς, εκκεντρικούς κληρονόμους, βιομηχανικούς κολοσσούς, πανίσχυρους επιχειρηματίες, μέλη της υψηλής κοινωνίας της Ευρώπης.
Για πολλούς, στις δεκαετίες του ’20 και του ’30 το Ritz ήταν το σπίτι τους: Για την Κοκό Σανέλ, τον Κόουλ Πόρτερ, τον Φράνσις Σκοτ και τη Ζέλντα Φιτζέραλντ. Εκεί βρίσκουμε τον Σόμερσετ Μομ, αφότου έγραψε το «Ανθρώπινη δουλεία». Εκεί και τον Γκράχαμ Γκριν, που λάτρευε τα ντράι μαρτίνι. Εκεί ήταν το άντρο της αμερικανικής «χαμένης γενιάς», εκεί ο Χέμινγκγουεϊ και ο Φιτζέραλντ άφησαν εποχή με τα μεθύσια και τις κατακτήσεις τους. Στο μπαρ του Ritz λένε ότι o Σκοτ Φιτζέραλντ έφαγε μια ορχιδέα πέταλο πέταλο, κατακτώντας έτσι μια εκθαμβωτική νεαρά και αφήνοντας παρακαταθήκη στους αρσενικούς θαμώνες του ξενοδοχείου το «κόλπο με την ορχιδέα».
«Στην αρχή ο Φιτζέραλντ ήταν πλούσιος και διάσημος και ο Χέμινγκγουεϊ φτωχός και άσημος» θα θυμάται αργότερα ο Ζορζ Σόιερ, μπάρμαν στο «Grand Βar» του ξενοδοχείου επί 40 χρόνια. «Όταν τους πρωτοείδα, η εντύπωσή μου ήταν ότι ο Φιτζέραλντ ήταν ήρεμος, ενώ ο Χέμινγκγουεϊ δεν μπορούσε να βρει ησυχία, ήταν πάντοτε σε κίνηση. Στα επόμενα 30 χρόνια είχα την ευκαιρία να γνωρίσω καλά τον Χέμινγκγουεϊ και διαπίστωσα ότι η πρώτη μου εντύπωση ήταν σωστή: η καρδιά του ήταν δοσμένη στην περιπέτεια. Και η καρδιά του ήταν καρδιά-αγκινάρα: είχε ένα φύλλο για τον καθένα».
Από το Ritz ο Φράνσις Σκοτ και η Ζέλντα Φιτζέραλντ μίσθωσαν ένα ταξί για να τους πάει στη Χάβρη, τέσσερις ώρες μακριά από το Παρίσι. Τελικά, ταξί και οδηγό τους πήραν μαζί τους στην Αμερική και άφησαν τον γάλλο σοφέρ να επιστρέψει στο Παρίσι έξι μήνες αργότερα.
Δεν ήταν μόνον οι εκκεντρικοί και ανέμελοι αγγλοσάξονες λογοτέχνες της «χαμένης γενιάς» που είχαν κάνει στέκι τους το πολυτελές ξενοδοχείο. O Μαρσέλ Προυστ κλεινόταν σε ένα δωμάτιο επενδυμένο με φελλό για να γράψει. Πήγαινε όμως στο Ritz για να ζήσει. Ένιωθε άνετα εκεί, σαν στο σπίτι του. Λένε μάλιστα, ότι στις τελευταίες του στιγμές, ζήτησε από τον σοφέρ του να του φέρει από το Ritz ένα μπουκάλι από την αγαπημένη του μπίρα, που τον περίμενε πάντοτε στο ξενοδοχείο κατάλληλα παγωμένη. Φοβόταν ότι ο σοφέρ με την μπίρα δεν θα τον προλάβει ζωντανό, ο Οντιλόν όμως τα κατάφερε. Ο κορυφαίος γάλλος μυθιστοριογράφος απόλαυσε μια τελευταία γουλιά από το αγαπημένο του ποτό και είπε: «Σε ευχαριστώ, καλέ μου Οντιλόν, που μου έφερες την μπίρα του Ritz». Αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια.
Για την οικογένεια Χέμινγκγουεϊ, το Ritz ήταν κάτι σαν το «σπίτι των παππούδων». Η Μαργκό Χέμινγκγουεϊ, μία από τις εκπάγλου καλλονής εγγονές του νομπελίστα, πραγματοποίησε εκεί τη γαμήλια δεξίωσή της, στη διάρκεια της οποίας λευκά περιστέρια γουργούριζαν μέσα από μεγάλα ψάθινα κλουβιά. Στο υπόγειο του ίδιου ξενοδοχείου ο Σαρλ Ριτζ, γιος του ιδρυτή και φίλος του Χέμινγκγουεϊ, ανακάλυψε κάποτε ένα μπαούλο Louis Vuitton που είχε ξεχάσει εκεί ο Χέμινγκγουεϊ στη δεκαετία του 1920. Μέσα του έκλεινε ολόκληρο θησαυρό: σε σχολικά τετράδια, ο Έρνεστ Χέμινγκγουεϊ κατέγραφε το χρονικό της συναρπαστικής ζωής στα πρώτα του χρόνια στο Παρίσι, υλικό, το οποίο, κατόπιν επεξεργασίας από τον ίδιο τον συγγραφέα, κατέληξε στο μεταθανάτιο αυτοβιογραφικό χρονικό «Μια κινητή γιορτή».
Η ανακαίνιση του ιστορικού ξενοδοχείου ήταν, λένε οι επιχειρηματίες, απαραίτητη. Έχουν περάσει ήδη 33 χρόνια από την τελευταία ανακαίνιση, ο ανταγωνισμός είναι ισχυρός και το Ritz είχε αρχίσει «να χάνει βαθμούς». Μάλιστα, πέρυσι ο Υπουργός Πολιτισμού της Γαλλίας δεν συμπεριέλαβε το Ritz στα ξενοδοχεία τα οποία τίμησε με την ανώτατη διάκριση «Palace». Πολλοί από τους πιστούς πελάτες του φοβούνται όμως ότι η ανακαίνιση και ο ενδεχόμενος εκμοντερνισμός του ξενοδοχείου θα καταστρέψει τον χαρακτήρα του, ότι το Ritz χωρίς τις ταπισερί και τα ακριβά χαλιά του, τις αντίκες και τα έργα τέχνης, την ατμόσφαιρα χλιδής μιας άλλης εποχής όπου ο χρόνος έχει σταματήσει δεν θα είναι το ίδιο.
Γι’ αυτό και ο A. E. Χότσνερ προσπάθησε να αποτυπώσει στο χαρτί αυτή την εικόνα αριστοκρατικού πλούτου, υπερβολής και ανεπανάληπτου στιλ του Ritz που γνώρισε, για να συντηρήσει τη μνήμη, όταν η πραγματική εικόνα θα έχει πλέον χαθεί, εκείνη η εικόνα που ενέπνευσε στον Χέμινγκγουεϊ τα ακόλουθα λόγια: «Όταν ονειρεύομαι τη μετά θάνατον ζωή στον παράδεισο, η δράση πάντοτε λαμβάνει χώρα στο Ritz στο Παρίσι. Είναι μια όμορφη καλοκαιρινή νύχτα. Κατεβάζω δυο μαρτίνι στο μπαρ – στην πλευρά της οδού Καμπόν. Έπειτα ακολουθεί ένα θαυμάσιο δείπνο κάτω από μια ανθισμένη καστανιά σ’ αυτό που αποκαλούν «Le Petit Jardin». Είναι ο μικρός κήπος που βλέπει στο εστιατόριο. Ύστερα από μερικά μπράντι, καταλήγω στο δωμάτιό μου και βουλιάζω σε ένα από αυτά τα τεράστια κρεβάτια του Ritz. Όλα φτιαγμένα από μπρούντζο. Υπάρχει ένα κυλινδρικό μαξιλάρι για το κεφάλι, στο μέγεθος ενός Ζέπελιν, και τέσσερα τετράγωνα μαξιλάρια γεμάτα αληθινά πούπουλα χήνας – δύο για μένα και δύο και την απόλυτα θεϊκή σύντροφό μου».