Είμαι βέβαιη ότι το παρακάτω σενάριο έχει παιχτεί σε εκατομμύρια γραφεία ανά τον κόσμο και πιθανότατα εκεί γύρω στην άνοιξη, τότε δηλαδή που ο μονίμως ανήσυχος για την εμφάνισή του γυναικείος πληθυσμός αποφασίζει ότι απαιτείται λήψη μέτρων εν όψει των καλοκαιρινών διακοπών: μια συνάδελφος, εμφανώς αδυνατισμένη, δέχεται να αποκαλύψει το μυστικό στις υπόλοιπες που την έχουν αναγάγει σε πρότυπό τους. Ανάλογα με τη χρονική περίοδο και τη γεωγραφία, το όνομα της δίαιτας μπορεί να αλλάζει (Ατκινς πριν από μερικές δεκαετίες στην Αμερική, Ντουκάν σήμερα στην Ευρώπη), αλλά η ουσία της παραμένει ίδια: εξαφανίστε από το τραπέζι σας τα κρουασάν και τα μακαρόνια και αρχίστε να τρώτε μπριζόλες και αβγά. Με άλλα λόγια, το μήνυμα είναι σαφές: αν θέλετε να χάσετε βάρος, αρχίστε μια δίαιτα με πολλές πρωτεΐνες και λίγους ως καθόλου υδατάνθρακες. Συνήθως δε πίσω από κάθε τέτοιο μήνυμα υπάρχει και ένα (ενίοτε και περισσότερα) διάσημο πρόσωπο που το υποστηρίζει. Από την Γκουίνεθ ως την Κάθριν Ζέτα, όλες έχουν υποβληθεί σε τέτοιες δίαιτες και μετά αισθάνθηκαν την ακατανίκητη ανάγκη να μοιραστούν μαζί μας τα θαυμαστά αποτελέσματά τους, που ούτως ή άλλως καταγράφονται από χιλιάδες φωτογραφικά κλικ στο κόκκινο χαλί.
Τι γίνεται όμως όταν σβήσουν τα φώτα και οι κάμερες αποσυρθούν; Τι συμβαίνει με την υγεία των στερημένων αδυνάτων, διασήμων και μη; Αυτό θέλησε να διερευνήσει μια διεθνής ομάδα επιδημιολόγων και σχεδίασε την κατάλληλη μελέτη για να πάρει τις απαντήσεις που αναζητούσε. Η κυρία Παγώνα Λάγιου, καθηγήτρια Υγιεινής και Επιδημιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόσεδρη καθηγήτρια Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, με συνεργάτες της από τη Σουηδία, τη Φινλανδία και τη Νορβηγία διενήργησαν μια 15ετή μελέτη προκειμένου να μελετήσουν τις μακροχρόνιες συνέπειες των διατροφικών επιλογών στην υγεία μας. Οπως περιγράφεται στο άρθρο τους το οποίο δημοσιεύτηκε πρόσφατα στη διαδικτυακή έκδοση της ιατρικής επιθεώρησης «British Medical Journal» (BMJ 2012:344:e4026), η πλούσια σε πρωτεΐνες και φτωχή σε υδατάνθρακες διατροφή αυξάνει τον κίνδυνο που διατρέχουν οι γυναίκες να εμφανίσουν καρδιαγγειακά προβλήματα, όπως εμφράγματα και εγκεφαλικά. Το «ΒΗΜΑscience» μίλησε στην ελληνίδα γιατρό για να πληροφορηθούμε τις λεπτομέρειες της μελέτης και τη σημασία της για τη ζωή μας.
Η μελέτη και ο σχεδιασμός της
Η επιλογή του προς μελέτη πληθυσμού είναι πάντα καθοριστικής σημασίας για την επιτυχή έκβασή της. Η ερευνητική ομάδα εργάστηκε με υγιείς γυναίκες από τη Σουηδία οι οποίες κατά την έναρξη της μελέτης ήταν 30-49 ετών, ενέπιπταν δηλαδή σε εκείνη την ηλικιακή ομάδα που πιθανότατα θα έκανε δίαιτα αλλά και που έχει μικρή σχετικά πιθανότητα να πάσχει από καρδιαγγειακά (όσες γυναίκες βρέθηκαν να πάσχουν όντως από καρδιαγγειακά αποκλείστηκαν από τη μελέτη). Οι εθελόντριες απάντησαν σε εκτενές ερωτηματολόγιο το οποίο αποκάλυπτε τόσο τις διατροφικές συνήθειές τους όσο και άλλες παραμέτρους της καθημερινότητάς τους, όπως το αν ασκούνταν ή αν κάπνιζαν. Ειδικά για τις διατροφικές συνήθειες από τις εθελόντριες ζητήθηκε να αναφέρουν τη συχνότητα με την οποία κατανάλωναν 11 διαφορετικές ομάδες τροφίμων (λαχανικά, όσπρια, φρούτα και ξηρούς καρπούς, γαλακτοκομικά προϊόντα, δημητριακά, κρέας και προϊόντα κρέατος, ψάρια και θαλασσινά, πατάτες, αβγά, γλυκά και σακχαρώδη προϊόντα, μη αλκοολούχα ποτά), ενώ σε μια διαφορετική κατηγορία αναφερόταν η συχνότητα κατανάλωσης αλκοολούχων ποτών.
Χάρη στις ιδιαιτερότητες του εθνικού συστήματος της Σουηδίας όλες οι επισκέψεις των γυναικών σε γιατρούς ή οι εισαγωγές τους σε νοσοκομεία είναι καταγεγραμμένες, καθώς επίσης και οι σχετικές διαγνώσεις. Ετσι οι ερευνητές διέθεταν αξιόπιστα στοιχεία επάνω στα οποία να βασίσουν τις αναλύσεις τους 15 χρόνια αργότερα.
Τα συμπληρωμένα ερωτηματολόγια των 43.396 γυναικών που τελικά επιλέχθηκαν να λάβουν μέρος στη μελέτη επέτρεψαν στους ερευνητές να τις κατατάξουν σε μια κλίμακα από το 2 ως το 20 με βάση τις διατροφικές συνήθειές τους. Οπως εξήγησε η κυρία Λάγιου, «χρησιμοποιήσαμε ένα σύστημα το οποίο επιτρέπει να εκτιμηθεί η επίδραση κάθε κατηγορίας τροφίμων. Ετσι αρχικώς οι εθελόντριες βαθμολογήθηκαν σε μια κλίμακα από το 1 ως το 10 για την πρόσληψή τους σε πρωτεΐνες, όπου το ένα ισοδυναμούσε με πολύ μικρή κατανάλωση πρωτεϊνών και το 10 με πολύ μεγάλη κατανάλωση πρωτεϊνών. Για την ακρίβεια, με ένα βαθμολογήθηκαν οι εθελόντριες που ελάμβαναν το ένα δέκατο της ενέργειάς τους από πρωτεΐνες, με δύο εκείνες που ελάμβαναν τα 2 δέκατα από πρωτεΐνες κ.ο.κ. Η βαθμολόγηση για τους υδατάνθρακες ήταν αντίστροφη: με ένα βαθμολογούνταν οι γυναίκες που κατανάλωναν μεγάλες ποσότητες υδατανθράκων και με 10 εκείνες που κατανάλωναν ελάχιστες ποσότητες υδατανθράκων. Η προσθήκη των δύο βαθμολογιών επέτρεψε την κατάταξη των γυναικών σε μια κλίμαμα από το 2, που ισοδυναμούσε με μικρή κατανάλωση πρωτεϊνών και μεγάλη υδατανθράκων, ως το 20, που ισοδυναμούσε με μεγάλη κατανάλωση πρωτεϊνών και μικρή υδατανθράκων».
Τα αποτελέσματα
Στα 15 χρόνια που παρήλθαν από την έναρξη ως το τέλος της μελέτης ένας αριθμός γυναικών εμφάνισε καρδιαγγειακά προβλήματα τα οποία διαγνώστηκαν με βάση αποδεκτά διεθνώς κριτήρια. Οπως αναφέρεται στο άρθρο της ελληνίδας γιατρού και των συνεργατών της, από τις 43.396 γυναίκες που παρακολουθήθηκαν για 15,7 χρόνια οι 1.270 εμφάνισαν μια νόσο η οποία σχετίζεται με το καρδιαγγειακό σύστημα. Ειδικότερα 703 εθελόντριες νοσηλεύτηκαν με έμφραγμα του μυοκαρδίου, 294 με ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο, 70 με αιμορραγικό εγκεφαλικό επεισόδιο, 121 με υποαραχνοειδή αιμορραγία και 82 με αγγειοπάθεια των περιφερικών αγγείων.
Αφού έλαβαν υπόψη άλλους παράγοντες οι οποίοι επιδρούν στην εμφάνιση των καρδιαγγειακών νόσων, όπως π.χ. το κάπνισμα, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν στατιστικά μοντέλα για να μετρήσουν την επίδραση του διατροφικού μοτίβου των εθελοντριών στην εμφάνιση των νοσημάτων αυτών. Διαπίστωσαν μια αύξηση κατά 5% του κινδύνου για κάθε δύο μονάδες αύξησης στη βαθμολογική κλίμακα. Με άλλα λόγια, ένα πέρασμα από το 6 στο 8 ή από το 8 στο 10 της βαθμολογικής κλίμακας κατανάλωσης υδατανθράκων-πρωτεϊνών σήμαινε αύξηση κατά 5% του κινδύνου εμφάνισης καρδιαγγειακού νοσήματος. Στην πράξη αυτό μεταφράζεται ως εξής: μείωση κατά 20 γραμμάρια της κατανάλωσης υδατανθράκων ή αύξηση κατά 5 γραμμάρια της κατανάλωσης πρωτεϊνών φάνηκε να επιβαρύνει τον οργανισμό των εθελοντριών με τρόπο που τις καθιστούσε περισσότερο επιρρεπείς στα καρδιαγγειακά!
Αν το παραπάνω αποτέλεσμα σας φαίνεται τραβηγμένο (στο κάτω κάτω, πώς είναι δυνατόν 5 γραμμάρια κρέατος ή ένα αβγό παραπάνω να αυξήσουν κατά πολύ τον κίνδυνο εμφάνισης μιας νόσου;), το κλειδί βρίσκεται σε δύο παραμέτρους: στη διάρκεια της δίαιτας και στο είδος των τροφών που καταναλώνονται. Η κυρία Λάγιου έχει τις εξηγήσεις: «Η μελέτη μας δεν αφορούσε δίαιτες αλλά διατροφικές προτιμήσεις. Οι εθελόντριες, δηλαδή, περιέγραψαν τι συνήθιζαν να τρώνε στην καθημερινή ζωή τους. Ετσι και τα συμπεράσματά μας αφορούν τη μακροχρόνια υπερκατανάλωση πρωτεϊνών με ταυτόχρονη μείωση της κατανάλωσης υδατανθράκων. Δεν μιλούμε λοιπόν για ένα αβγό μια φορά αλλά για το ισοδύναμο σε πρωτεΐνη ενός αβγού κάθε μέρα επί μεγάλο χρονικό διάστημα».
Οδηγίες προς ναυτιλλομένους
Τι πρέπει να κάνουμε λοιπόν εμείς που θα θέλαμε να διατηρήσουμε ένα κανονικό βάρος και να μη ρισκάρουμε την καλή μας υγεία; Πόση είναι η ενδεδειγμένη πρωτεΐνη και πόσους υδατάνθρακες θα πρέπει να καταναλώνουμε την ημέρα; «Πρόκειται για τη συνηθέστερη ερώτηση που δεχόμαστε» μας είπε χαμογελώντας η ελληνίδα ερευνήτρια και προσέθεσε: «Η απάντηση όμως σε αυτή την ερώτηση ποικίλλει από άνθρωπο σε άνθρωπο, αλλά και για τον ίδιο άνθρωπο ποικίλλει στις διαφορετικές περιόδους της ζωής του. Αλλες είναι οι ανάγκες ενός αθλητή ή ενός εφήβου που μελετά για τις εξετάσεις και άλλες ενός ενηλίκου ή μιας εγκυμονούσας. Μην περιμένετε λοιπόν να πάρετε μια απάντηση με συγκεκριμένες δόσεις πρωτεϊνών και υδατανθράκων. Το γενικό συμπέρασμα από τη μελέτη μας είναι ότι στη διατροφή τα άκρα οδηγούν πάντοτε σε προβλήματα. Στην προκειμένη περίπτωση τα άκρα είναι η υπερκατανάλωση πρωτεϊνών και η μεγάλη μείωση της κατανάλωσης των υδατανθράκων και το πρόβλημα που δημιουργείται από αυτή τη συμπεριφορά είναι τα καρδιαγγειακά».
Οσοι γνωρίζουν εκ πείρας τις δίαιτες ορκίζονται στην αποτελεσματικότητα των πρωτεϊνικών όπως είναι η Ατκινς ή η πιο σύγχρονη εκδοχή της, η Ντουκάν. Παρά τις συμβουλές, λοιπόν, του εμπνευστή της τελευταίας, του γάλλου γιατρού Ντουκάν, τα αποτελέσματα της μελέτης της κυρίας Λάγιου και των συνεργατών της δείχνουν καθαρά ότι το να κάνουμε τρόπο ζωής την υπερφορτωμένη με πρωτεΐνες δίαιτα μάλλον δεν είναι προς το συμφέρον της υγείας μας. Τι πρέπει να κάνουν λοιπόν όσοι πρέπει για λόγους υγείας ή αισθητικής να χάσουν βάρος;
«Το βάρος μας εξαρτάται από ένα απλό σχετικά ισοζύγιο: το πόσες θερμίδες προσλαμβάνουμε και το πόσες θερμίδες ξοδεύουμε» σημείωσε η ελληνίδα γιατρός και προσέθεσε:
«Η αύξηση της καθημερινής δραστηριότητάς μας είναι ίσως ο καλύτερος τρόπος να οδηγήσουμε την ισορροπία προς τη σωστή κατεύθυνση, πράγμα που βεβαίως μπορεί να ενισχυθεί από την παράλληλη μείωση των θερμίδων που καταναλώνουμε. Εκείνο όμως που πρέπει να έχουμε κατά νου είναι το εξής: δεν είναι μόνο ο αριθμός των θερμίδων που καταναλώνει κανείς αλλά και η προέλευσή τους. Το είδος της πρωτεΐνης που παίρνουμε από τα κόκκινα ή τα επεξεργασμένα κρέατα δεν είναι ίδιο με αυτό που παίρνουμε από τα όσπρια και τους ξηρούς καρπούς. Ομοίως το είδος των υδατανθράκων που παίρνουμε από επεξεργασμένα τρόφιμα δεν είναι το ίδιο με αυτό που παίρνουμε από τα φρούτα και τα λαχανικά».
ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ
Κλειδί η συνταγή της γιαγιάς μας Κεντρικό ρόλο στη μεσογειακή διατροφή διαδραματίζει το ελαιόλαδο του οποίου οι καρδιοπροστατευτικές ιδιότητες έχουν επιβεβαιωθεί από πλήθος μελετών. Το καλό με μας τους Eλληνες είναι ότι δεν έχουμε να ψάξουμε μακριά για να μπορέσουμε να ανακαλύψουμε τη συνταγή για τη διατήρηση του σωματικού βάρους μας στα επιθυμητά επίπεδα: αρκεί να θυμηθούμε τις διατροφικές συνήθειες της μητέρας ή της γιαγιάς μας. Οπως εξηγεί η κυρία Λάγιου «τόσο η εμπειρία χρόνων όσο και πολυπληθείς μελέτες έχουν συμβάλει στο να αναδειχθούν τα οφέλη της μεσογειακής διατροφής στην υγεία μας. Σχηματικά, στη μεσογειακή διατροφή το 50% των θερμίδων προέρχονται από υδατάνθρακες, μεταξύ των οποίων πολλά φρούτα και λαχανικά, το 10%-15% των θερμίδων προέρχεται από πρωτεΐνες, όπως κρέας, αβγά, όσπρια και το 35%-40% από λιπίδια, όπως το ελαιόλαδο και οι ξηροί καρποί. Ενας συνδυασμός καθημερινής άσκησης, με υιοθέτηση της μεσογειακής διατροφής είναι ο σωστότερος τρόπος για να επιτύχουμε και να διατηρούμε το σωστό βάρος, χωρίς να χρειαστεί να καταφεύγουμε σε ακραίες διατροφικές επιλογές».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ