«Οποιος θέλει να μιλήσει για τον Αντώνη Σαμαρά πρέπει να ξεκινήσει από τον Εμμανουήλ Μπενάκη» σημειώνει ο αρθρογράφος στην αρχή του ρεπορτάζ και μέσω της παρουσίασης της ιστορίας της οικογένειας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η γνώση του οικογενειακού παρελθόντος μπορεί να βοηθήσει κάποιον να κατανοήσει τον τρόπο σκέψης του κ. Σαμαρά.
Το γεγονός ότι οι πρόγονοι του κ. Σαμαρά έχουν καθορίσει τη μοίρα του ελληνισμού από την εποχή του αγώνα της ανεξαρτησίας κατά των Οθωμανών δεν αρκεί ώστε να εξηγήσει όλο τα ζητήματα της πολιτικής σταδιοδρομίας του, αλλά σίγουρα ερμηνεύει ορισμένα από αυτά, όπως την ισχυρή ιστορική συνείδηση που καταλήγει σχεδόν σε εμμονή.
Ασφαλώς ο μορφωμένος και εύγλωττος απόφοιτος του Harvard ήθελε να γράψει ιστορία όταν το 1977 σε ηλικία 26 ετών εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής. Φυσικά και βοήθησε η οικογενειακή παράδοση ώστε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 να αναλάβει καθήκοντα υπουργού οικονομικών και στη συνέχεια υπουργού εξωτερικών στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ηταν 38 ετών και ήδη ο πλέον δημοφιλής πολιτικός του κόμματός του, της συντηρητικής Νέας Δημοκρατίας. Πολλοί θεωρούσαν δεδομένο ότι ο Σαμαράς θα γινόταν πρωθυπουργός στο μέλλον. Αυτό πίστευε και ο ίδιος και φυσικά η οικογένειά του. Δημοσιογράφοι στην Αθήνα που τον γνώριζαν ήδη από εκείνη την εποχή τον περιγράφουν ως έναν άνθρωπο με αυτογνωσία, που φαινόταν σίγουρος ότι μπορούσε να αλλάξει τον κόσμο. Ή έστω την Ελλάδα.
Οταν ο 1989 ο Σαμαράς έγινε υπουργός εξωτερικών του έλειπε ένα ολόδικό του θέμα, ένα δημοφιλές μοτίβο επί του οποίου θα μπορούσε να χτίσει την περαιτέρω πορεία του. Αυτό προέκυψε με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και τη δημιουργία ενός νέου κράτους ονόματι «Μακεδονία» στα βόρεια της Ελλάδας. Ο Σαμαράς είδε την ευκαιρία και κατέφυγε σε έναν κοινό τόπο του ελληνικού εθνικισμού, που η προγιαγιά του είχε ήδη επεξεργαστεί στα ιστορικά μυθιστορήματά της. Υποδαύλισε το φόβο των Ελλήνων ότι τα βόρεια σύνορα της χώρας, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ Ελλήνων και Σλάβων θα μπορούσε να χαθεί. Ο φόβος για ρωσικές και βουλγαρικές βλέψεις, αργότερα για σοβιετικές και γιουγκοσλαβικές βλέψεις στα εδάφη της περιοχής της Μακεδονίας που ανήκαν στην Ελλάδα αποτέλεσε κεντρικό – και εν μέρει όχι αβάσιμο- συστατικό στοιχείο της ελληνικής ιστοριογραφίας.
Τώρα εμφανίζονταν νέοι αντίπαλοι, οι Μακεδόνες, το όνομα των οποίων υποδηλώνει ελληνικότητα. Σύμφωνα όμως με τους Ελληνες, Μακεδόνες μπορούν να ονομάζονται μόνο οι απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου, επομένως οι Ελληνες. Ο Σαμαράς εκμεταλλεύθηκε τη δυναμική αυτού του φόβου και ξεκίνησε μια υστερική εκστρατεία κατά της σλαβικής πολιτικής στα Σκόπια από το πουθενά.
«Ο Σαμαράς δεν δίστασε να βγει στο CNN και να κατηγορήσει ενώπιον της υφηλίου τους «Σκοπιανούς» ότι θεωρούν πως ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν Γιουγκοσλάβος» δηλώνει ο ιστορικός Αδαμάντιος Σκόρδος.
Στις συνόδους κορυφής της ΕΕ ο Σαμαράς διένειμε στους υπουργούς εξωτερικών μνημόνια για την ιστορική αλήθεια στην ελληνο-μακεδονική διαμάχη για το όνομα. Ορισμένοι εκ των συμμετεχόντων ακόμη και σήμερα θυμούνται την ενοχλητική συμπεριφορά του. Ο Γιούργκεν Χρόμπογκ, πολιτικός διευθυντής του γερμανικού υπουργείου εξωτερικών, θυμάται μια δραματική νυχτερινή σύσκεψη στις Βρυξέλλες, όπου θα λαμβάνονταν αποφάσεις για την αναγνώριση της Σλοβενίας και της Κροατίας. Οταν οι εξαντλημένοι υπουργοί εξωτερικών συμφώνησαν επιτέλους, ο Σαμαράς πήρε το λόγο και είπε ότι υπήρχε ένα ακόμη ζήτημα που έχρηζε διευκρίνισης, το ζήτημα της Μακεδονίας που σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να αναγνωριστεί με αυτό το όνομα. Για αυτόν τον λόγο η χώρα ονομάζεται επισήμως μέχρι σήμερα Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. «Εκείνη την ώρα και εν όψει της συμφωνίας για τα άλλα ζητήματα, οι Υπουργοί Εξωτερικών συμφώνησαν παρά τις πεποιθήσεις τους. Υποθέτω ότι υπό άλλες συνθήκες δεν θα είχε γίνει αποδεκτό» διαπιστώνει ο Χρόμπογκ.
Στην Ελλάδα πανηγύρισαν διότι ο Σαμαράς είχε εμποδίσει τους Μακεδόνες να ονομάζονται Μακεδόνες. Στην προσπάθειά του να αναδειχθεί στον ισχυρότερο πολιτικό της χώρας χάρη στο μακεδονικό ζήτημα, ο Σαμαράς δεν εκτίμησε σωστά το συσχετισμό δυνάμεων. Το 1992, αφότου είχε απαιτήσει το κλείσιμο των συνόρων με τη Μακεδονία, επαύθη από τα καθήκοντα του υπουργού εξωτερικών. Ο Σαμαράς ίδρυσε το δικό του κόμμα, που έπειτα από μια σύντομη ανοδική πορεία διαλύθηκε. Η εντυπωσιακή καριέρα του φαινόταν ότι είχε τελειώσει.
Η πτώση του Ικαρου. Καθοριστικά χρόνια. Η αποτυχία προσγειώνει απότομα: Εκείνη την εποχή ο Σαμαράς ήταν σε απόγνωση, σχολιάζει αθηναίος δημοσιογράφος. Ενας πρώην πολιτικός που δεν μπορεί και δεν θέλει να κάνει τίποτα άλλο παρά να είναι πολιτικός. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης εμπόδισε για καιρό την επάνοδό του στη Νέα Δημοκρατία. Μόνο ο Κώστας Καραμανλής επέτρεψε την επιστροφή του στο κόμμα ώστε να αντισταθμίσει την επιρροή της οικογένειας Μητσοτάκη. Σιγά σιγά ο Σαμαράς ανέκτησε την πολιτική του ισχύ.
Τώρα είναι ο ίδιος πρωθυπουργός της Ελλάδας. Τι θα κάνει με τη λίγη δύναμη που έχει πλέον απομείνει στην κυβέρνηση της Αθήνας δεν μπορεί να προβλέψει κανείς. Σίγουρο είναι ότι ο Σαμαράς επιθυμεί να κρατήσει την Ελλάδα στην ευρωζώνη. Κατά τη γνώμη του η Ελλάδα ανήκει στον δυτικό κόσμο, σίγουρα στην Αμερική. Η Γερμανία είναι ένα αναγκαίο κακό, τίποτα περισσότερο. Η χρεωκοπία που τώρα πρέπει να αποτρέψει, θα είχε συμβεί δύο χρόνια πριν, εάν τότε λάμβανε αυτός τις αποφάσεις. Τον Μάιο του 2010 το κόμμα του ψήφισε κατά του μηχανισμού διάσωσης, χωρίς τον οποίο η χώρα θα είχε χρεοκοπήσει εδώ και καιρό. Θεωρεί ότι οι μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται από τους Ελληνες συνιστούν λανθασμένη πολιτική και θέλει να επαναδιαπραγματευθεί τους όρους. Σε έναν πολιτικό όπως ο Σαμαράς ταιριάζουν οι στίχοι του Γκότφριντ Μπεν από το ποίημα «Υπουργός Εξωτερικών»: «Είναι εύκολο να πεις λανθασμένη πολιτική. Πότε έγινε το λάθος; Σήμερα; Επειτα από δέκα χρόνια; Επειτα από εκατό χρόνια;»