Αυτός προσπαθεί να βγει από το σπίτι του. Είναι, όμως, τόσο γεμάτος από νευρώσεις, ενοχές και φόβους, που το καλύτερο που μπορεί να του τύχει είναι να πάει βόλτα το σκυλί που του άφησε αμανάτι η πρώην του. Αυτή αναρωτιέται πώς γίνεται όλη η προηγούμενη ζωή της να χωράει στον κάδο ανακύκλωσης του υπολογιστή της. Και να τη διαγράφει με ένα τόσο απολαυστικό «κλικ». Ζουν και οι δύο σε μια χρεοκοπημένη πρωτεύουσα. Σε μια άσχημη, ανερμάτιστη, βρώμικη και γκρίζα πόλη. Κανείς από τους δύο δεν περνάει καλά. Δεν πεινούν, δεν είναι άνεργοι, δεν ζουν κάποια κραυγαλέα απελπισία. Απλώς φυτοζωούν, στην καλύτερη περίπτωση με μέτριο, περιστασιακό σεξ, στη χειρότερη με αϋπνίες μπροστά στην οθόνη ενός Mac.
Είναι και οι δύο πρωταγωνιστές στις «Μεσοτοιχίες», μια ταινία που παίζεται στους θερινούς κινηματογράφους της Αθήνας, μια ιστορία που εκτυλίσσεται στο μεταχρεοκοπημένο Μπουένος Αϊρες, μια διασκεδαστική οπτική πάνω στη μοναξιά, στη μαλθακότητα, στην παραίτηση και – λίγο πριν από το τέλος – στο κλισέ του μεγάλου έρωτα. Αυτή θα ήταν μια απλή κινηματογραφική κριτική, αν δεν ζούσαμε εδώ που ζούμε.
Τα θερινά σινεμά της Αθήνας είναι τα καλύτερα μέρη της πόλης. Για λίγες ώρες, ο ενοχλητικός θόρυβος αποκλείεται, μένει μόνο το γιασεμί, καμιά μπίρα και ένας άλλος κόσμος ιδανικός για να ξεφύγεις, να νιώσεις μακριά από προβληματισμούς επιβίωσης. Ακόμη και αν στην οθόνη προβάλλεται μια τόσο κοινή στην Ελλάδα εικόνα, μια εικόνα αδιεξόδου για τη γενιά των 30 something.
Γιατί αυτή είναι μια αμήχανη γενιά. Πάντα ήταν μια περίεργη εποχή για τον άνθρωπο (μεγάλωσα, αλλά γιατί νιώθω ακόμη παιδί;), στις μέρες μας όμως έχει γίνει ένας περίεργος χωροχρόνος για να ζει κανείς. Η ζωή συνεχίζεται. Οι έρωτες υπάρχουν, κάποιοι γάμοι γίνονται, προφανώς υπάρχει και το σεξ και η όρεξη για ζωή, κάπου θα κρύβονται και οι απιστίες. Αυτά όμως ήταν πάντα εκεί, ακόμη και στον πόλεμο. Oλα, ωστόσο, μοιάζουν να γίνονται με μια ματαιότητα, με έναν φόβο πως κάτι κρέμεται πάνω από το κεφάλι μας και σύντομα θα πέσει.
Φυσικά και δεν αποθεώνω τα νιάτα. Ανάμεσα στους αγχωμένους 30άρηδες, που φωνάζουν για τους προηγούμενους που έχτισαν το χάος που ζούμε σήμερα, κρύβονται οι αυριανοί φασίστες (ίσως και σημερινοί, σε ηλικίες 18-29 χρόνων, η Χρυσή Αυγή πήρε ποσοστό 13%), τα λαμόγια που, αν έχουν την ευκαιρία, θα τελειοποιήσουν τον όρο, οι αγράμματοι, επικίνδυνοι Ελληνες, όλοι αυτοί που μεγάλωσαν με τις ειδήσεις του Star και τώρα έχουν μπερδέψει τον όρο «πολιτικοποιημένος» με το «αγανακτισμένος», ξεχνώντας κάθε υποψία προσωπικής ευθύνης.
Αλλά ό,τι και να ισχύει, είναι αυτοί που την έχουν άσχημα.
Είναι αυτοί που θα περιμένουν να περάσουν τα πιο παραγωγικά τους χρόνια μέχρι να ξεπεραστεί η κρίση, αυτοί που θα θεωρούνται τυχεροί αν έχουν μια δουλίτσα με ελαστικές ώρες εργασίας και ανεδαφικές πληρωμές, αυτοί που θα πάρουν στους ώμους τους μια διαλυμένη χώρα πάνω στην εποχή της δημιουργίας. Και ακόμη και αν η οικονομία αποκατασταθεί, τα σημάδια θα μείνουν. Δεν γίνεται να μη θαυμάσεις – με μια υποψία λύπησης – αυτή τη γενιά.
Αλλά είναι μια γενιά που θα τα καταφέρει, χωρίς να είναι ιδιαίτερα εμπορική. Δεν έκλεψε (ίσως γιατί δεν πρόλαβε – αλλά πάντως δεν έκλεψε). Δεν αργοπεθαίνει ακόμη στον δρόμο, λίγο η καβάτζα του παρελθόντος, λίγο η αγία ελληνική οικογένεια που ακόμη την προστατεύει, έχει μια εναλλακτική. Είναι η γενιά που περίμενε τη σειρά της, η γενιά που, όταν η Ελλάδα ζούσε την ψευτοχλιδή της καραμανλικής εποχής, περίμενε πως θα ζήσει από τα αποφάγια του πάρτι. Τότε που οι μισθοί ανέβαιναν, οι τιμές επίσης, η ανάπτυξη είχε παγιωθεί στο 2%-3% και παντού υπήρχαν επιδοτήσεις και δάνεια. Δεν πρόλαβε να βγάλει επτά πιστωτικές – το μπλοκάκι που είχαν οι περισσότεροι δεν άφηνε περιθώριο για τέτοιου είδους πολυτέλειες. Δεν ασχολήθηκε με την πολιτική – και αυτό πρέπει να της καταλογιστεί – ακόμη και αν ο χώρος φαινόταν ασφυκτικός από φούσκες. Απλώς περίμενε να έρθει η σειρά που δεν ήρθε.
Θα τα καταφέρει, όχι επειδή διαποτίζεται από ιδιαίτερα ιδανικά, αλλά γιατί δεν μπορεί να κάνει κάτι διαφορετικό. Θα τα καταφέρει επειδή – ας είμαστε ειλικρινείς – πόσο πιο χάλια μπορεί να τα πάει; Θα τα καταφέρει επειδή οι εναλλακτικές της θα είναι περισσότερες, δεν θα υπάρχει κανένας μονόδρομος επιτυχίας. Θα τα καταφέρει επειδή θα αμφισβητήσει το σάπιο παρελθόν και θα είναι λιγότερο ανεκτική στη διαφθορά. Θα τα καταφέρει επειδή δεν θα είναι πλαδαρή, επειδή μεγάλωσε με τη μόνιμη υπενθύμιση-απαξίωση από τους μεγαλύτερους πως «εσείς τα βρήκατε όλα εύκολα, εμείς περάσαμε χούντες και εμφυλίους».
Αυτή η γενιά δεν έχει τίποτε να χάσει, παρά να προσπαθήσει. Και, όταν τα καταφέρει, θα έχει τουλάχιστον την ευχαρίστηση να πει στα παιδιά της: «Δεν ξέρετε τι θα πει ζωή εσείς. Εσείς δεν ζήσατε τη χρεοκοπία». Τέτοια απολαυστική χαιρεκακία, δεν είναι και μικρή ανταμοιβή.