Κάποιες άλλες, μακρινές εποχές, η είδηση θα είχε αναστατώσει το πανελλήνιο. Οι εφημερίδες θα την πρόβαλλαν με πηχυαίους τίτλους, ενώ θα ήταν για μέρες το πρώτο θέμα της ειδησεογραφίας στα κανάλια και στα ραδιόφωνα… Σήμερα, η είδηση πέρασε στα «ψιλά» των εφημερίδων (αν έφτασε καν ως εκεί), ενώ για τα κανάλια ήταν ένα «συνηθισμένο» περιστατικό του καθημερινού αστυνομικού δελτίου. Πώς λέει εκείνο το χιλιο-αναμασημένο κλισέ για το τέρας που δεν μας τρομάζει πια γιατί αρχίσαμε να του μοιάζουμε;
Η μοναξιά είναι αναμφίβολα μια δυσάρεστη συνθήκη (εξαιρώ την εκ πεποιθήσεως μοναχικότητα) η οποία υπόκειται σε κάποιας μορφής κοινωνική και ψυχολογική διαστρωμάτωση. Ας πούμε, μοναξιά νιώθει ένας νεαρός το σαββατόβραδο γιατί η παρέα του δεν τον κάλεσε στο πάρτι, όπως κι ένας πρόσφατα διαζευγμένος που δεν έχει ακόμα προλάβει να δικτυωθεί κοινωνικά. Γνωστό επίσης το ιδιότυπο αίσθημα μοναξιάς του φαροφύλακα, καθώς και του τερματοφύλακα προ της εκτέλεσης ενός πέναλτι. Θα μιλήσω, όμως, σήμερα για ένα είδος εφιαλτικής μοναξιάς που όλοι θέλουμε να ξορκίσουμε από τα βάθη του ορίζοντα της ζωής μας…
Σίγουρα θα έχετε συναντήσει ανθρώπους που πέρασαν τα ογδόντα και βρέθηκαν στην ανάγκη να ζουν μόνοι. Για να σας κάνω ακόμα χειρότερο το σενάριο, σκεφτείτε κάποιον που μόλις πριν ένα χρόνο έχασε τη σύντροφό του, το μόνο πρόσωπο στον κόσμο που είχε για παρέα κι η παρουσία του τού έδινε κάποιο αίσθημα ασφάλειας… Τώρα οι νύχτες ήταν άυπνες και βασανιστικά αξημέρωτες. Κι ο κάθε θόρυβος απ’ την κουζίνα έμοιαζε με απειλή ικανή να προκαλέσει πανικό, ώσπου το φως της μέρας νάρθει σαν βάλσαμο παρηγοριάς και σαν ψευδαίσθηση προστασίας…
Ευτυχώς υπήρχε μια σύνταξη, χάρις στην οποία μπορούσε να ζει με αξιοπρέπεια χωρίς να επιβαρύνει τα παιδιά του (τα οποία ήταν αναγκασμένα να μένουν μακριά). Χρόνια τώρα, μια φορά το μήνα συνδύαζε τον πρωινό του περίπατο με μια βόλτα ως την τράπεζα, να πάρει το καθορισμένο ποσό που θα του επέτρεπε να βγάλει τις δύσκολες μέρες που ακολουθούσαν. Δεν υπήρχε κανείς να τον συνοδέψει με ασφάλεια στο σπίτι, κι έτσι γύριζε μόνος του, κουβαλώντας στην τσέπη το πολύτιμο για την επιβίωση φορτίο του.
Δεν ξέρω αν το ‘χε, όμως, πληροφορηθεί (μα, κι αν το γνώριζε, τι θα μπορούσε να κάνει;) πως η Αθήνα δεν είναι πια η πόλη που ήξερε! Κάποτε ζούσαν εδώ άνθρωποι – καλοί, κακοί, με τις αρετές και τις αμαρτίες τους. Σήμερα οι άνθρωποι αναγκάζονται να συμβιώνουν με κτήνη. Και, όσο πιο πολύ συμβιώνουν μ’ αυτά, τόσο πιο πολύ συνηθίζουν στην κτηνωδία, μέχρι που σιγά-σιγά παύουν να τη φοβούνται – όπως το τέρας όταν αρχίζει κανείς να του μοιάζει!
Στη χώρα της απόλυτης παρακμής τα πάντα εισάγονται, αφού έχουμε ξεχάσει πια τι θα πει παραγωγή – από κηπευτικά είδη και μικροσυσκευές έως πολιτισμό και ποιότητα ζωής. Και, επειδή φαίνεται γίναμε υπερβολικά πολλοί και ανεπίτρεπτα πλούσιοι, αποφασίσαμε ν’ ανοίξουμε τα σύνορα και στο εισαγόμενο έγκλημα, μήπως κι εξισορροπήσουμε κάπως την κατάσταση και καταφέρουμε, τελικά, να γίνουμε λιγότεροι και φτωχότεροι!
Το γεροντάκι των 82 χρόνων στο Παγκράτι ήταν εύκολος στόχος καθώς γυρνούσε μόνος από την τράπεζα με την πολύτιμη σύνταξη στην τσέπη. Δύο «απελπισμένοι» (sic) της περιοχής (σύμφωνα με μαρτυρίες περιοίκων) τον είχαν βάλει από καιρό στο σημάδι. Την πρώτη φορά απλώς τον λήστεψαν. Τη δεύτερη φαίνεται πως βρήκαν ζόρι καθώς τον ακολούθησαν ως μέσα στο σπίτι του. Έτσι, αναγκάστηκαν να του κλείσουν το στόμα για να μη φωνάζει και τους πάρουν είδηση οι γείτονες. Ως πρόχειρο μέσο απόφραξης του στόματός του, που σε λίγα λεπτά επρόκειτο να σιγήσει για πάντα από ασφυξία, επέλεξαν μια ικανή ποσότητα χαρτιού υγείας από την τουαλέτα… (Δεν λαϊκίζω, κυρίες και κύριοι ανθρωπιστές: τις πληροφορίες τις αντλώ απευθείας από τα έγκυρα μέσα ενημέρωσης και τον δημοκρατικό Τύπο!)
Και, επειδή κάποιοι έχουν ήδη αρχίσει να αφαιρούν το περιτύλιγμα της άνοστης, χιλιομασημένης τσιχλόφουσκας του «ρατσισμού», θα θέσω ένα ερώτημα που προσωπικά θεωρώ ρητορικό: Τι είναι, αν όχι ρατσιστική, η «κατανόηση» και η ανοχή απέναντι στην άσκηση ακραίας βίας από τους βιολογικά ανθεκτικότερους στους, κατ’ αναλογία, αδύναμους κι ανήμπορους να αμυνθούν;
Το μέγεθος του κακού σ’ αυτή την πόλη έγινε πια τέτοιο που δεν μπορεί να χωρέσει σε συμβατικές ηθικές αξιολογήσεις (όπως είπε και κάποιος διαβόητος εγκληματίας πολέμου, ένα εκατομμύριο θάνατοι δεν είναι τραγωδία, είναι στατιστική!). Πιστή στις επιταγές του Δαρβίνου, η κοινωνία των ανθρώπων έχει ασυνείδητα αναπτύξει νοσηρά ανακλαστικά αυτοσυντήρησης με τελικό στόχο το ξεσκαρτάρισμα των βιολογικά αδύναμων και κοινωνικά μη-παραγωγικών στοιχείων. Γι’ αυτό και, στη χρεοκοπημένη Ελλάδα τού σήμερα, το γεροντάκι των 82 που απολάμβανε το «προνόμιο» μιας ολόκληρης σύνταξης, μέσα στα πειραγμένα υποσυνείδητά μας ίσως και να πρόβαλλε ως ανεπίτρεπτη «πολυτέλεια» που θα ‘πρεπε με κάποιον τρόπο να εκλείψει!
Αυτό εξηγεί, άλλωστε, τα ψιλά γράμματα των εφημερίδων, τις λιτές και άχρωμες –σχεδόν εξαναγκαστικές- αναφορές ρουτίνας στα μέσα ενημέρωσης, μα, κυρίως, την απουσία έμπρακτης ευαισθησίας εκ μέρους όσων κόπτονται επιλεκτικά για τα ανθρώπινα δικαιώματα και αυτοχρίζονται σταυροφόροι κατά του ρατσισμού!
Όμως, φίλοι μου, η εθνική τραγωδία μας δεν είναι μόνο τα εισαγόμενα κτήνη που δεν διστάζουν να δολοφονήσουν ανήμπορους ανθρώπους για να εξασφαλίσουν την καθημερινή τους επιβίωση. Είναι, γενικότερα, η ίδια η εισαγόμενη κτηνωδία, κάθε μορφής, άσχετα από φυλές και εθνικές προελεύσεις. Από συναδέλφους εκπαιδευτικούς που υπηρετούν στις δύο πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης, πληροφορούμαι ότι η ενδοσχολική βία έχει κάνει για τα καλά την εμφάνισή της και στη χώρα μας, κατ’ απομίμηση, π.χ., γνωστών Αμερικανικών προτύπων. Από την άλλη, η αναβίωση ακραίων «πολιτικών» ιδεολογιών και –κυρίως- πρακτικών σε χώρες της Ευρώπης έχει εμφανή επίδραση και στα πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα της χώρας μας (και δεν χρειάζεται, νομίζω, να εξηγήσω τι εννοώ…).
Καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να αντιμετωπίσει από μόνη της προβλήματα τέτοιου μεγέθους, αν πρώτα η ίδια η κοινωνία δεν τα καταδικάσει στη συλλογική της συνείδηση. Μια συνείδηση που πρέπει, όμως, να πάψει να εμφανίζεται κατακερματισμένη με βάση τις όποιες κομματικές συμπάθειες ή ιδεολογικές διαφορές, και να λειτουργήσει με αίσθημα μη-επιλεκτικού ανθρωπισμού αλλά και εθνικής αυτοσυντήρησης, δίνοντας προτεραιότητα στη μέριμνα για τον κατά τεκμήριο πιο αδύναμο συμπολίτη μας.
Κι ας αφήσουμε, επιτέλους, κατά μέρος τις γελοίες ρητορείες περί δήθεν εθνικού ή φυλετικού «νεο-ρατσισμού» της κοινωνίας μας: είμαστε κατά παράδοση ο πιο ανεκτικός και φιλόξενος λαός του κόσμου! Αυτονοήτως, βέβαια, για εκείνους που τιμούν τους κανόνες της φιλοξενίας και σέβονται αυτούς που τους την προσφέρουν…