Το ελληνικό καλοκαίρι είναι ένας έρωτας που πλανάται πάνω από
στεριές και θάλασσες. Το πάθος και η περιπλάνηση κυριαρχούν στην ουσία του. Γι’
αυτό οι πιο αισθησιακές καμπύλες του κόσμου είναι οι τρούλοι των ξωκλησιών του
αρχιπελάγους. Τις βλέπεις καθώς η περιπλάνηση στα νησιά γύρω από την ιερή Δήλο
σε φέρνει έξω από την πόρτα της Αγίας Ειρήνης στην Ιο.
Το καράβι κάνει ένα χαριτωμένο «τσαλίμι» του μπάλου για να μπει στο
λιμάνι του Γιαλού και σε αφήνει άφωνο. Ελίσσεται σαν να παραπλέει το ξαπλωμένο
στην αμμουδιά κορμί μιας καλλίγραμμης νιας. Κάπως έτσι λένε και οι αυτόχθονες,
που ξέρουν όσα αγνοεί ο κόσμος όλος, και το νησί: Νιος. Και όντως οι καμπύλες
του νεανικού σώματος της Ιου είναι η γοητεία της.
Ισως να μην υπάρχει πουθενά αλλού ένα τόσο όμορφο καλωσόρισμα από το
ελληνικό καλοκαίρι. Η Αγία Ειρήνη, ένα αριστούργημα του φεγγοβόλου ασβέστη και
της σκιάς, στέκει ήδη από το 1600, εκεί, στο δεξί χέρι των καραβιών που
έρχονται στο λιμάνι του Γιαλού και στο αριστερό αυτών που φεύγουν. Πολλοί
τρούλοι, δύο καμπαναριά, δύο γλάροι πάνω στον σταυρό, παιχνιδιάρες καμπύλες και
«σοβαρές» ευθείες γραμμές δημιουργούν ένα περίτεχνο σκίτσο πάνω στο γαλάζιο
μπλοκάκι του Αιγαίου.
Το 1960 και το 2012 στην Ιο
Ο επόμενος όρμος, ο θρυλικός Μυλοπότας, είναι συνώνυμο της
αμφισβήτησης των νέων ή των πάντα νέων εκδρομέων του ’60, των αενάως
αμφισβητιών ακόμη και της ιδεολογίας του ίδιου του καλοκαιριού. Η ταβέρνα της
οικογένειας Δράκου, σαν μικρό ακρωτήριο στην άκρη της αμμουδιάς, ήταν αυτόπτης
μάρτυρας της επανάστασης του θέρους. Ο παππούς Δράκος ερχόταν εδώ στην
εκτεταμένη παραλία από το μονοπάτι, με το γαϊδουράκι του φορτωμένο με κηπευτικά
από το περιβόλι του. Μαγείρευε για τα παιδιά των λουλουδιών που έμεναν στις
γύρω σπηλιές ή στα λίγα δωμάτια με το σιδερένιο κρεβάτι και το τενεκεδένιο
βρυσάκι, που διέθετε σε εκείνους που ήθελαν περισσότερες ανέσεις. Τώρα, στις
απέναντι πλαγιές λειτουργούν ξενοδοχεία πολλών αστέρων, όπως τα Levantes Luxury
Resorts, Ios Palace ή το Far Out Spa, και ο εγγονός Γιώργος Δράκος φέρνει, με
αυτοκίνητο, από το ίδιο μποστάνι, κολοκυθοκορφάδες που θα μαγειρευτούν γεμιστές
με ρύζι (τσιμέτια) ή τηγανητές με κουρκούτι, ντομάτες, πιπεριές, κολοκυθάκια
που θα γίνουν γεμιστά, η χαρακτηριστική γεύση του ελληνικού καλοκαιριού.
Λέμε συχνά ότι τα νησιά του αρχιπελάγους ταξιδεύουν στο απέραντο
γαλάζιο.
Αλλά αν κάποια τοποθεσία δικαιούται το εύσημο του απέραντου
γαλάζιου, τότε σίγουρα αυτή είναι το Μαγγανάρι. Οχι μόνο γιατί μέγα μέρος της
ταινίας «Απέραντο γαλάζιο» γυρίστηκε εδώ, αλλά και γιατί δεν διαθέτει μία μόνο
γαλάζια αγκαλιά, αλλά έξι διαδοχικούς μικρούς, ειδυλλιακούς όρμους. Τους
βλέπεις από ψηλά, από τον δρόμο που κατεβαίνει προς τη θάλασσα. Αυτή η διαδρομή
σε εντυπωσιάζει καθώς τρέχει πάνω στη σπονδυλική στήλη της Ιου και περνά μέσα
από τα γλυπτά της φύσης, τους βράχους που νερό και αέρας μετέτρεψαν σε
απόκοσμες φιγούρες, ιδιαίτερα την ώρα του ηλιοβασιλέματος.
Πάνω απ’ όλα, όμως, στέκει η γοητευτική Χώρα. Είναι αδύνατο να
μαντέψεις τι κρύβει μέσα του αυτό το κέλυφος από λευκούς τοίχους που
κορυφώνεται στα τέσσερα εκκλησάκια και στην Παναγία Γκρεμιώτισσα με τον
«αναμαλλιασμένο» από το μελτέμι φοίνικα, απέναντι από το ηλιοβασίλεμα και τη
μικρή Σίκινο. Ούτε μπορείς να φανταστείς ότι η ζωή, που ηρεμεί νωρίς στα
καφενεδάκια στις μικρές «πιάτσες» της Χώρας, αρχίζει να κυλά με τόση ορμή, αργά
το βράδυ, μέσα στις «αρτηρίες» της, τα στενά σοκάκια με τα στεγάδια. Είναι μια
ζωγραφιά αν την κοιτάζεις το ξημέρωμα της Κυριακής απέναντι, από το εκκλησάκι
των Αγίων Αναργύρων, σήμερα μάλιστα που έχει γάμο και τα βιολιά από την Αμοργό
επιμένουν να χαλούν τον κόσμο και να μπλέκονται με την κυριακάτικη δοξολογία
από τον καθεδρικό ναό της Χώρας.
– Δόξα σοι τω δείξαντι το φως…
– Ηλιε μου στο βασιλεμό, περίμενε λιγάκι
να στείλω στην αγάπη μου, ένα γαρουφαλάκι.
Αμοργιανό μου πέραμα, να ’χεις καλό ξημέρωμα…
Στη Νάξο τον Αύγουστο
Το βιολί λες και υπήρχε πάντα μέσα στο DNA του αρχιπελάγους. Θυμάστε
τα βιολόσχημα κυκλαδικά ειδώλια. Οι μεγάλοι της τέχνης – ο Πάμπλο Πικάσο, ο
Χένρι Μουρ, ο Κονσταντίν Μπρανκούζι – δεν ξέχασαν ποτέ αυτά τα αιωνίως μοντέρνα
τέχνεργα. Στη Νάξο, που τα βιολιά ακούγονται μέχρι τα Κουφονήσια, στο
Αρχαιολογικό Μουσείο στο Κάστρο της Χώρας, φιλοξενούνται πλήθος από κυκλαδικά
ειδώλια. Εκτίθεται, όμως, και μια πέτρα από την Κορφή τ’ Αρωνιού, όπου οι
προϊστορικοί άνθρωποι χάραξαν τις φιγούρες τους να χορεύουν έναν ξέφρενο χορό
με υψωμένα τα χέρια. Σήμερα οι χοροί συνεχίζουν να είναι ξέφρενοι, αλλά οι
χορευτές κρατούν γερά τα χέρια τους ενωμένοι σε ένα χαρούμενο «κύμα»
αλληλεγγύης που λικνίζεται σαν τα κύματα του μελτεμιού, δηλώνοντας την ομοψυχία
των ανθρώπων που έχουν αυτόν τον επίγειο παράδεισο για γενέθλιο τόπο τους, αλλά
και των επισκεπτών που τον απολαμβάνουν. Και όταν αποφασίζουν να «σπάσουν» την
αλυσίδα, όπως στον μπάλο, πάλι δίνουν λογαριασμό ο ένας στον άλλο, χορεύοντας
ενώπιος ενωπίω…
Τα Αξιώτικα γλέντια, με τα βιολιά και τα λαγούτα, τις τσαμπούνες και
τα τουμπάκια, είναι μια σπάνια απόλαυση. Ισως, εδώ, να είναι και ο γενέθλιος
τόπος του γλεντιού, καθώς ο Ζευς, λένε, ότι το ευλόγησε από τον Ζα, την
ψηλότερη κορυφή πάνω από τις Κυκλάδες και το βάφτισε να είναι αέναη έκρηξη
ενθουσιασμού.
Τα γλέντια στη Νάξο γίνονται συχνά στις μεγάλες ταβέρνες στην Αγία
Αννα, εκεί που είναι και το «τέμενος» του αριστοτεχνικά ψημένου ψαριού, ο
«Φάρος» του δεξιοτέχνη Νίκου Χίου.
Εδώ, σε αυτή την πλευρά του νησιού, την απάνεμη, βασιλεύει στις
εκτεταμένες αμμουδιές η γεύση του καλοκαιριού: Αγιος Προκόπιος, Μάραγκας,
Πλάκα, Ορκός. Πλήθος από μεγάλες και μικρές αγκαλιές ανοίγονται για να βρεις τη
δική σου ήρεμη γωνιά. Γιατί τα πράγματα δεν είναι συνεχώς με την αδρεναλίνη στο
ναδίρ. Στη Μικρή Βίγλα συμβαίνουν διαδοχικές εκρήξεις καλοκαιριού, με τους
«αετούς» (kitesurf) και τις ιστιοσανίδες να «φτερουγίζουν» στις κορυφές των
κυμάτων. Το θέαμα των τολμηρών που κρέμονται από τον «αετό», σερφάρουν στις
κορυφές των κυμάτων και πραγματοποιούν εντυπωσιακά άλματα είναι μαγευτικό,
ειδικά όταν ο ανεμοπόρος ανεβαίνει μέσα στον καταρράκτη των δυνατών ακτίνων του
ήλιου.
Εχετε χίλιους δυο λόγους να κολλήσετε σε μία από αυτές τις παραλίες,
αλλά η εξερεύνηση της καλοκαιρινής πλευράς της Νάξου έχει μέλλον, και μάλιστα
μοναχικό και ήσυχο. Ακούει στα ονόματα Παρθένος, Καστράκι και μετά Αλυκό, με
τους αμμόλοφους και τους κέδρους, ως εκεί που φτάνει η άσφαλτος, και ο καλός
χωματόδρομος συνεχίζει για Πυργάκι, ως Αγιασσό, παίζοντας συνεχώς με τις πέρλες
του κομπολογιού των παραλιών της Νάξου.
Μια καστροπολιτεία μπορεί να σου αποκαλύψει πλήθος παλιών ιστοριών.
Πόσω μάλλον αυτή που συνεχίζει να ζει τη ζωή της από τότε που χτίστηκε για να
γίνει έδρα των εμπόρων των εθνών, του Δουκάτου του Αιγαίου, ως σήμερα. Αμέσως
μόλις περάσεις την Τρανή Πύλη του Κάστρου της Νάξου, δίπλα στον πύργο της
Απεραθίτισσας, το αρχοντικό δεξιά, που οι τοίχοι του είναι και τα τείχη του
Κάστρου, αρχίζει να σου διηγείται ιστορίες. Τα ξύλα του πύργου των ευγενών
οικογενειών της Βενετιάς Della Rocca – Barozzi, που χτίστηκε τον 13ο αιώνα, οι
πέτρες, ο ήχος που κάνει ένας κούφιος τοίχος, μια κρύπτη που δεν έχει ακόμη
αποκαλυφθεί, σου λένε ένα παραμύθι γεμάτο μυστήριο, που μπορεί να είναι και
αληθινό.
Ο Μάρκος Σανούδος έμενε λίγο πιο πάνω, κοντά στο σχολείο που φοίτησε
ο ανήσυχος παππούς μας Νίκος Καζαντζάκης. Χάνεσαι στα στενοσόκακα του
Μπούργκου, για να βρεθείς ξανά πίσω στην πύλη, μέσα στα παλιά αντικείμενα που
είναι εκτεθειμένα στις διάφορες αίθουσες του αρχοντικού του Νίκου Καραβία και
συνεχίζουν να μιλούν για περασμένους καιρούς, όπως το κοριτσίστικο κρεβάτι
μπροστά από την ταξιδιωτική κασέλα και δίπλα στην μπαλκονόπορτα που σε βγάζει
μπροστά σε ένα πανόραμα της Πορτάρας, του λαβύρινθου της Παλιάς Αγοράς και όλης
της προκυμαίας. Τα όργανα ετοιμάζονται για τη βραδινή συναυλία, ή μια άλλη από
τις πολλές εκδηλώσεις που διοργανώνει ο Δήμος Νάξου καθώς ο ήλιος για μυριοστή
φορά βουτά στη θάλασσα.
Μελτέμι στις Μικρές Κυκλάδες
Το πιο μαγευτικό μικρό είναι οι Μικρές Κυκλάδες στο πλευρό της
θερινής Νάξου. Eνα τόσο δα νησάκι και ένα τόσο δα καραβάκι (το όνομα
«Σκοπελίτης» έχει δημιουργήσει ήδη τον δικό του θρύλο) που σε πάει μέχρι το
λιμάνι της Ηρακλειάς, τον Αγιο Γεώργιο. Και μετά ανεβαίνεις προς την Παναγιά,
το δεύτερο χωριό του νησιού, και ανοίγεις μπροστά σου τον «χάρτη» των Μικρών
και μερικών Μεγάλων Κυκλάδων: Μπροστά το ακόμη πιο μικρό Βενέτικο, σε πρώτο
πλάνο τα Κουφονήσια και η Σχοινούσα, σε δεύτερο πλάνο η ψηλή Κέρος και στο
φόντο η Αμοργός και η Νάξος. Μαζί με τον «χάρτη» ανοίγεις και τη σκέψη του
Αλμπέρ Καμύ: «Ο ήλιος βασιλεύει την ώρα που βρισκόμαστε σχεδόν στο κέντρο ενός
κύκλου από νησιά που αρχίζουν να αλλάζουν χρώματα. Μουντό χρυσό, χρώμα
κυκλάμινου, πράσινο-βιολετί, ύστερα τα χρώματα σκουραίνουν και πάνω στη θάλασσα
που λάμπει ακόμη και οι όγκοι των νησιών γίνονται βαθυγάλαζοι. Τότε μια
παράξενη και απέραντη γαλήνη πέφτει στα νησιά. Επιτέλους ευτυχία, ευτυχία πολύ
κοντά στα δάκρυα».
«Ψυχάς έχοντες κυμάτων εν αγκάλαις» τραγουδά από ένα ακρωτήριο της
Πάρου ο Αρχίλοχος. Οι άνθρωποι είναι νησιά. Πώς η ειδυλλιακή εικόνα των νησιών
γίνεται ιδεολογία; Ακριβώς όπως η απεραντοσύνη της θάλασσας γίνεται ταξίδι. Από
τη στιγμή που ο άνθρωπος συγκέντρωσε το βλέμμα του πάνω σε ένα παιδικό
παιχνίδι, στο κόκαλο της σουπιάς που αρμένιζε με το φτερό γλάρου καρφωμένο στη
θέση του ιστίου κατά τον ανοιχτό ορίζοντα, εκεί που η θάλασσα γίνεται ένα με
τον ουρανό, μια κοσμογονία άρχισε να συντελείται στο αρχιπέλαγος. Το θαλασσινό
ταξίδι ήταν η πιο επαναστατική ιδέα που συνέλαβε ποτέ ανθρώπινος νους. Ανοιξε
όλους τους ορίζοντές του προς κάθε κατεύθυνση.
Αγέρα πρίμο σήκωσε ο Απόλλων πίσω τους,
κι εκείνοι
το κατάρτι στήνοντας, άνοιξαν τα λευκά πανιά, φούσκωσε
ο άνεμος το μεσιανό ιστίο, και γύρω στο ποδόσταμα της πλώρης
το κύμα ηχούσε πορφυρόχρωμο, καθώς, τρέχοντας το πλεούμενο,
άνοιγε τον θαλάσσιο δρόμο σχίζοντας τα κύματα.
Ομήρου «Ιλιάς», μτφρ Δ. Ν. Μαρωνίτης
Ολόκληρη η Ιστορία στο αρχιπέλαγος είναι μια ιστορία ταξιδιών,
μικρών όπως του «Σκοπελίτη» και του «Δασκαλογιάννη» και μεγάλων όπως του
Οδυσσέα. Ταξίδευαν ακόμη και τα νησιά και δεν θυσίαζαν για κανέναν αυτό το
προνόμιο. Μόνο για το χατίρι ενός θεού. Oπως η Δήλος που δέχτηκε να
αγκυροβολήσει ανοιχτά της Μυκόνου, για να μπορέσει να γεννήσει τα παιδιά της
«καλλίκομης» Λητώς και του Δία, την Αρτεμη και τον Απόλλωνα. Η Δήλος το
σκέφτηκε πολύ να σταματήσει να είναι πλεούμενο νησί, γιατί φοβόταν την οργή της
Ηρας, αλλά κυρίως μήπως οι νεογέννητοι θεοί βρουν τόσο ταπεινό το λίκνο τους
και το καταποντίσουν στα σκοτεινά βάθη της θάλασσας.
Τελικά, η Δήλος έμεινε εκεί, ακίνητη μέσα στους αφρούς, να τη
βρίσκουν τα πλοιάρια από τη Μύκονο που αράζουν για να αποβιβάσουν τους
επισκέπτες στην Οδό των Λεόντων, που ακτινοβολεί τη μοναξιά του καλοκαιριού, τη
συνοδεία του ταιριαστού τραγουδιού των τζιτζικιών ή της τσαμπούνας στο μικρό
πανηγύρι της Αγίας Κυριακής. Ετσι καθαγιάστηκαν και όλα τα μικρά της θάλασσάς
μας, αλλά και η μοναξιά του καλοκαιριού, που πλανάται μετά τις πυκνοστημένες
Κυκλάδες – όπου λατρεύεται και η Παναγία Παντοχαρά – στο Κρητικό και στο
Καρπάθιο πέλαγος. Και πολύ περισσότερο στο Λιβυκό πέλαγος, όπου, λες, φτάνει η
πυρωμένη ανάσα της αφρικανικής ερήμου.
Η μαγεία της Νότιας Κρήτης
Περπατάς στη νότια ακτογραμμή της Ευρώπης, στο παράκτιο μονοπάτι των
τραγουδιών, και δεν περιμένεις να ταράξει τίποτε την ακινησία των πραγμάτων,
εκτός από τη φευγαλέα σκιά ενός αίγαγρου, ψηλά στα βουνά, ή το υγρό ίχνος
κάποιας φάλαινας, ανοιχτά στο πέλαγος. Αλλά αυτά είναι τόσο σπάνια, που τελικά
εκείνο που μένει να πάλλεται είναι η άγρια ομορφιά του τοπίου των νότιων ακτών
των Χανίων, των απολήξεων των Σφακιανών Μαδάρων. Περπατάς στη σκιά τους, από
την Αγία Ρουμέλη προς το μοναχικό Λουτρό, και ανασαίνεις την εξωτική αύρα της
Μεγαλονήσου.
Εδώ, στους κόρφους του Λιβυκού, προσπελάσιμους μόνο από μονοπάτια ή
από τη θάλασσα, η ατμόσφαιρα είναι όντως εξωτική. Ενα θαλασσινό μονοπάτι ξεκινά
από την Παλιόχωρα και συνδέει την Αγία Ρουμέλη, τον Αγιο Παύλο, τα Μάρμπαρα, το
Λουτρό, τα Γλυκά Νερά και τη Χώρα Σφακίων. Μια συμφωνία από χαρουπιές, πεύκα,
άσπρα βότσαλα, σμαραγδένια νερά και «αραγμένους» στο βάθος των όρμων οικισμούς
χαϊδεύει όλες τις αισθήσεις. Το πέλαγος είναι γεμάτο εκπλήξεις. Οσο και αν η
εμπειρία να δεις τον πίδακα ενός μεγάλου κήτους είναι τόσο πιθανή, η ακτή με τα
σίγουρα και προφανή θέλγητρά της είναι τελικά εκείνη που κερδίζει το μάτι του
περιηγητή. Οι σταθμοί είναι γνωστοί: η Αγία Ρουμέλη, το Λουτρό, η Χώρα Σφακίων.
Αλλά ανάμεσα σε αυτούς υπάρχουν και οι εκπλήξεις: Αγιος Παύλος, παραλία των
Λιβανιανών, Μάρμαρα στον κόλπο του Φοίνικα, Γλυκά Νερά πριν από τη Χώρα
Σφακίων…
Η Αγία Ρουμέλη ζει στην ηχώ του φαραγγιού της Σαμαριάς και φτάνεις
εδώ με το καράβι ή περπατώντας. Οσο έρχονται τα κύματα των πεζοπόρων που
διέτρεξαν 17 χλμ. από το Ξυλόσκαλο στο οροπέδιο του Ομαλού μέχρις εδώ (6 ώρες),
προκαλούν ταραχή. Οταν και ο τελευταίος επιβιβαστεί στο καραβάκι για το ταξίδι
του γυρισμού, η Αγία Ρουμέλη ησυχάζει. Και καθώς κοιτάζεις το κάστρο ψηλά στον
λόφο, μπορείς να σκέπτεσαι την παραλία του Αγίου Παύλου, μια τσαχπινιά του
Λιβυκού πελάγους και της τραχιάς γης των Σφακίων, η οποία απέχει κάπου μιάμιση
ώρα με τα πόδια από την Αγία Ρουμέλη προς τα δυτικά. Είναι το «τίμημα» που
πληρώνει ο επισκέπτης για τη μαγεία της. Το μονοπάτι σκιάζουν νωρίς το πρωί οι
Σφακιανές Μαδάρες καθώς ακολουθεί την ακτογραμμή. Οι πεζοπόροι και τα καραβάκια
που τραβούν για το Λουτρό και τη Χώρα Σφακίων ακολουθούν βίους παράλληλους,
μέχρι που το μονοπάτι χάνεται στους αμμόλοφους. Και τότε προβάλλει το μοναδικό
εκκλησάκι του Αγίου Παύλου φαγωμένο από την αρμύρα, με τη μαύρη άμμο και τα
θαλασσιά νερά να φτάνουν μέχρι το κατώφλι του.
Μετά τον Αγιο Παύλο, το μονοπάτι που συνεχίζει για το Λουτρό (3,5
ώρες) περνάει από μία ακόμη εντυπωσιακή παραλία που την ακουμπά ένα πευκοδάσος.
Και πριν από το Λουτρό περνά από την παραλία των Λιβανιανών και τα Μάρμαρα,
στην έξοδο του φαραγγιού της Αράδαινας, στον κόλπο του Φοίνικα, εκεί που οι χαρουπιές
μπλέκουν τις πράσινες πινελιές τους με τα πρασινογάλαζα νερά, πάνω στα
αστραφτερά βότσαλα που παίζουν τη μουσική της ανάλαφρης, αυτή την εποχή, ανάσας
του Λιβυκού πελάγους. Πάνω στον βράχο, η ταβέρνα «Διαλεσκάρι» – έτσι λέγεται
αλλιώς το φαράγγι – με τα λίγα δωμάτια, χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, απλώνει τα λίγα
τραπέζια της, μια όαση βαθιάς ανάσας καλοκαιριού και ξεκούρασης από την
πεζοπορία.
Λουτρό σε Γλυκά Νερά
Και μετά το Λουτρό στο Λιβυκό. Και σε
αυτή τη φωλιά αλκυόνας στα πόδια της Ανώπολης, φτάνεις μόνο με τα πόδια ή με το
καράβι. Η είσοδος του πλοίου «Δασκαλογιάννης», στην ήρεμη αγκαλιά του, θυμίζει
κάτι από την ορμητικότητα του καραβοκύρη επαναστάτη του 18ου αιώνα που φέρει το
όνομά του. Φτάνει στη μικρή παραλία μπροστά στα λευκά σπίτια του οικισμού και
ρίχνει δυναμικά τον καταπέλτη του πάνω στα βότσαλα, ανάμεσα στις ομπρέλες και
στις ξαπλώστρες των παραθεριστών. Και τότε δημιουργείται πανζουρλισμός, καθώς
όλοι σπεύδουν να αποβιβαστούν, να επιβιβαστούν ή να μεταφέρουν τις προμήθειες
με χειράμαξες. Και μετά επικρατεί ξανά η ηρεμία που συνήθως επικρατεί στο
Λουτρό. Οι φυσικοί ήχοι μιας παλιάς γειτονιάς ακούγονται και πάλι όλο και πιο
καθαρά: οι φωνές των ανθρώπων, το τρίξιμο της αλυσίδας κάποιας άγκυρας, η
μηχανή κάποιας βάρκας που ξεκινά για θαλασσινή βόλτα. Ολα αυτά τα ακούς
καλύτερα όταν παίρνεις το μονοπάτι στην «κάθετη» πλαγιά του βουνού και
ανεβαίνεις για την Ανώπολη, κερδίζοντας συνεχώς όλο και πιο πανοραμικές εικόνες
του όρμου με τον οικισμό, μέχρι την αυλή της Αγίας Αικατερίνης που φτάνεις στο
επίπεδο που βλέπουν και οι αετοί.
Το μονοπάτι από το Λουτρό για τη Χώρα Σφακίων (2 ώρες) – όπου
έρχεται και φεύγει αυτοκίνητο – περνά από μία από τις πιο ωραίες παραλίες της
Κρήτης, τα Γλυκά Νερά. Αυτή η παραλία, στις νότιες απολήξεις των Λευκών Ορέων,
ενισχύει τον μύθο της περιοχής. Τα ειδυλλιακό τοπίο της, τα βότσαλά της,
ανάμεσα στους γκρεμούς, ανακάλυψαν ήδη εδώ και πολύ καιρό τα ταξιδιωτικά ένθετα
των μεγάλων, παγκόσμιας εμβέλειας εφημερίδων, όπως οι «New York Times». Τα όρη
αφήνουν τις πλαγιές τους να πέσουν από ψηλά, έχοντας ανοιχτή μόνο αυτή την
αγκαλιά. Η θάλασσα είναι σμαραγδένια και αν σκάψεις στα βότσαλα θα βρεις γλυκά
νερά, αυτά που βάπτισαν την παραλία.
Παραλίες από τα βάθη του χρόνου
Τα κύματα του Κρητικού πελάγους ενώνουν τις δυνάμεις τους με εκείνα
του Καρπάθιου στο πιο ανήσυχο πέρασμα της Μεσογείου, και εισβάλλουν δυναμικά
στο στενό της Κάσου και της Καρπάθου, τινάζοντας ψηλά ολόλευκους αφρούς στην
παραλία των Τριτών, με το νησί που έχει μια μεγάλη τρύπα στη μέση. Το μελτέμι
που ξεσηκώνει αυτά τα κύματα ήταν η κινητήριος δύναμη των καραβιών του πρώτου
ευρωπαϊκού πολιτισμού που πηγαινοέρχονταν τα καλοκαίρια της Μινωικής Εποχής σε
αυτά τα νερά, από και προς τα παλάτια της Κνωσού και της Ζάκρου. Αραζαν απέναντι
στη Χέλατρο, την πιο ωραία, προσβάσιμη με αυτοκίνητο, παραλία της Κάσου (14
χλμ. από το λιμάνι, το Φρυ). Είναι ωραίο να σε χαϊδεύουν τα πολύ δροσερά νερά,
ξαπλωμένο στη χοντρή άμμο και στα μεγάλα βότσαλα, εκεί όπου έσερναν τα καράβια
τους οι Μινωίτες. Ενα δροσερό χάδι στο σήμερα, από τα βάθη του χρόνου…
Οι «άγριες» παραλίες δεν παραδίνονται ποτέ εύκολα, και τα Τριτά
απαιτούν ποδαρόδρομο (2 ώρες πηγαινέλα, από την άσφαλτο) μέσα στην κοίτη του
χειμάρρου για να παραδοθούν στα έκπληκτα μάτια σου. Αλλά, σχεδόν πάντα, το πιο
εντυπωσιακό στολίδι της παραλίας είναι τα αφρισμένα κύματά της, που χρειάζεται
τόλμη να κολυμπήσεις ενάντιά τους, καθώς έρχονται και εναποθέτουν τη δύναμή
τους στα βότσαλα. Η παραλία Αυλάκι είναι ήσυχη σαν αγκαλιά, αλλά και πάλι
πρέπει να περπατήσεις σε ένα πολύ πιο απότομο μονοπάτι (2,5 ώρες κατάβαση και
ανάβαση, από το μοναστήρι του Αϊ-Γιώργη στις Χαδιές).
Οι καλύτερες παραλίες της Κάσου δεν βρίσκονται πάνω στο νησί, αλλά
στον ορμαθό των νησιών απέναντι που κλείνουν τον ορίζοντα. Η ίδια η Κάσος είναι
ένα μυστικό για τους ταξιδιώτες του αρχιπελάγους, εκεί στο τέρμα της «άγονης
γραμμής» των καραβιών και των αεροπλάνων. Πόσω μάλλον τα ακατοίκητα Αρμάθια.
Εκεί όμως υπάρχουν δύο καταπληκτικές αμμουδιές με πρασινογάλαζα νερά, τα
Μάρμαρα, η μεγαλύτερη, και το Καραβοστάσι, η μικρότερη, που όσοι έχουν την τύχη
να τις ζήσουν, προσεγγίζοντας με καραβάκι που ξεκινά καθημερινά από την Κάσο,
τις λογαριάζουν στις καλύτερες της Μεσογείου.
Η επιστροφή από τα Αρμάθια μπορεί να συνδυαστεί με γλέντι που έχει
ήδη αρχίσει στην πιο γνωστή ταβέρνα του νησιού, τον «Εμπορειό». Ο Γιώργος Κίκης
έχει πιάσει τη λύρα του, έτσι όπως είναι με την ποδιά του, και ο Μιχάλης του
Αγά έχει κάτσει δίπλα του έτοιμος να αρχίσει να τραγουδά. Τον προλαβαίνει όμως
ο καπετάν Αντώνης Τόμας που πραγματοποιεί την ετήσια αναβάπτιση στις ρίζες, και
του παίρνει τη μαντινάδα από το στόμα:
«Να ’τον η Κάσος τόση δα, στην τσέπη μου
να χώρει,
για να την έχω πάντοτε μαζί μου στο βαπόρι».
Αυτό ήταν. Το αυτοσχέδιο γλέντι πήρε φωτιά, ίδια με τον ήλιο που
ακουμπά την κορυφή των Αρμαθιών. Πείτε «ναι» στο κάλεσμα της λύρας στην Κάσο,
χωρίς σκέψη. Είναι από τις πιο αυθεντικές εμπειρίες που μπορεί να δοκιμάσει ο
περιηγητής του απώτερου Αιγαίου.
Ονειρο θερινής ημέρας στην Κάρπαθο
Στην Κάρπαθο, σε ένα εκπληκτικά διαφορετικό τοπίο από εκείνο της
Κάσου, βλέπεις από τα παράθυρα του πευκοδάσους τα Απελλα και προσπαθείς να
βρεις μια παρομοίωση για τα νερά τους. Καθώς κοιτάζετε την παραλία από πάνω,
φέρνετε στο μυαλό σας κάθε πολύτιμη πέτρα που θα μπορούσε να την περιγράψει,
από εκείνες τις γαλάζιες πέτρες που βρέθηκαν στους βασιλικούς τάφους στην
Κοιλάδα των Βασιλέων της Αιγύπτου ως τα σμαράγδια του στέμματος. Ωστόσο τα
Απελλα έχουν το δικό τους χρώμα, που περισσότερο μοιάζει με το ερανί – στο
χρώμα του γερανού – «καβάι» της παραδοσιακής στολής της Ολύμπου. Το ιδιαίτερο
χρώμα αυτής της παραλίας εκτιμούσαν χρόνια τώρα όσοι τη γνώριζαν και το
επιβεβαίωναν σε δημοψηφίσματα ταξιδιωτικών περιοδικών παγκόσμιας εμβέλειας,
όπως το «Condé Nast Traveller», ως μία από τις καλύτερες παραλίες της Γης, που,
σημειωτέον, ως πριν από μερικά χρόνια πήγαινε εκεί απότομος χωματόδρομος. Τώρα
πηγαίνει άσφαλτος (2 χλμ. παράκαμψη από τον κεντρικό δρόμο που πάει προς Σπόα,
20 χλμ. από τα Πηγάδια). Εδώ μπορείτε να νοικιάσετε ομπρέλα, αν δεν έχετε δική
σας, η οποία είναι απαραίτητη αν θέλετε να μείνετε πάνω στη χοντρή άμμο και στα
ποικίλα βότσαλα της εκτεταμένης και φαρδιάς αμμουδιάς. Αλλιώς θα πρέπει να
αναζητήσετε σκιά στα πεύκα που κατεβαίνουν ως την παραλία, υπολογίζοντας βέβαια
ότι οι επισκέπτες που θέλουν να απολαύσουν αυτά τα εντυπωσιακά διάφανα νερά
είναι πάρα πολλοί. Πάνω από την παραλία λειτουργεί μία και μόνη ταβέρνα.
Ο αυτοκινητόδρομος για τα Σπόα είναι χαραγμένος – συχνά σκαλισμένος
– στην πέτρα, στην απότομη πλαγιά της Λάστου, στο άνω διάζωμα της σπονδυλικής
στήλης του νησιού, ψηλά πάνω από τη θάλασσα. Σχεδόν κάθετες σάρες, στολισμένες
με πεύκα μοναχικά ή με συστάδες, γκρεμίζονται ως τους απάτητους γιαλούς – τον
Κάτω Λάκκο, τον Χα, τον Χάι – προσεγγίσιμους μόνο από τη θάλασσα (περνούν
καραβάκια που ξεκινούν από τα Πηγάδια και πάνε στο Διαφάνι). Οσο άγρια είναι η
στεριά από αυτή την ανατολική μεριά της Καρπάθου, τόσο ήρεμες και ειδυλλιακές
είναι αυτές οι θαλασσινές αγκάλες. Το γιγαντιαίο, πέτρινο, σώμα της Καρπάθου
μπαίνει μπροστά στο μελτέμι, το οποίο δηλώνει την παρουσία του ανοιχτά, στη
θάλασσα της Ρόδου, ανατριχιάζοντας τον μπλάβο πόντο τόσο πολύ που οι ρυτίδες
γίνονται κοπάδια άσπρα κύματα. Εδώ βρίσκονται επίσης οι φημισμένες παραλίες, η
Αχάτα (15 χλμ. από τα Πηγάδια), η Κυρά Παναγιά (16,5 χλμ. από τα Πηγάδια) και ο
Αγιος Νικόλαος των Σπόων (28 χλμ. από τα Πηγάδια).
Στην Πάνω Κάρπαθο, στην επικράτεια της Ολύμπου, όλες οι παραλίες
βρίσκονται στην ανατολική, απάνεμη, πλευρά του νησιού, αλλά και αυτές είναι
παραχωρήσεις των άγριων βουνών. Φορόκλι (9 χλμ. από Ολυμπο), Κάπι, Νάτι, Αγιος
Μηνάς, Αγνώντια (11 χλμ. από Ολυμπο) είναι υπέροχες παραλίες, εκτεταμένες, με
χοντρά, μαύρα βότσαλα και διάφανα νερά. Σε όλες πάνε δύσκολοι ή πολύ δύσκολοι
χωματόδρομοι και ο καλύτερος τρόπος για να φτάσει εκεί ο επισκέπτης είναι να
πάρει τουριστικά σκάφη από το Διαφάνι, τα οποία προσεγγίζουν μόνο από τη
θάλασσα και τις παραλίες Οψι και Κάντρι. Τα ίδια σκάφη βάζουν πλώρη και προς
βόρεια, στα Παλάτια της Σαρίας, περνώντας πρώτα από την παραλία Βανάτα (2 χλμ.
από το Διαφάνι).
Οι κρυφές παραλίες της Ρόδου
Στα γλέντια στον Ημπορειό της Χάλκης παίζουν λύρα και τραγουδούν με
τον καλα(δ)ερφίστικο σκοπό:
«Στον άμμον – άμμον πάω κι εις τον Τερέ-Τερέν,
βρίσκω και παντρεμένες, βρίσκω και λεύτερες».
Κι εμείς λες και πάμε άμμο – άμμο, γιατί από τις παραλίες της
Καρπάθου ξεμπαρκάρουμε στη νότια άκρη της Ρόδου, στο Πρασονήσι, που μια λωρίδα
αμμουδιάς, ανάλογα με τις διαθέσεις της θάλασσας, το κάνει ακρωτήριο ή νησί.
Φτάνεις εδώ, στην αντίθετη άκρη από την πόλη της Ρόδου, και μένεις άφωνος. Από
τη στεριά, σε φέρνει ο δρόμος που διακλαδώνεται από την Κατταβιά για το
Πρασονήσι (9 χλμ.) και βρίσκεσαι στην άκρη της άλλης Ρόδου. Από μακριά βλέπεις
δεκάδες πολύχρωμα αλεξίπτωτα (kitesurf) των ανεμοπόρων να αρμενίζουν στον
ουρανό και άλλα τόσα ιστία των επιβατών των ιστιοσανίδων πετούν στις κορφές των
κυμάτων. Το εκπληκτικό τοπίο και η δράση δημιουργούν συγκλονιστικές εικόνες.
Καθώς ο ήλιος δύει από την πλευρά των κυμάτων, ένας αλεξιπτωτιστής κάνει μια
θεαματική φιγούρα μέσα στον κατακόκκινο δίσκο και μετά προσθαλασσώνεται ανάμεσα
στους ροδόχρωμους αφρούς. Αυτή η εικόνα, αποτυπωμένη στον νου σου, είναι το
καλύτερο ενθύμιο από ένα μοναδικό μέρος.
Εδώ, στην άλλη Ρόδο, οι παραλίες είναι ατέλειωτες και παρθένες. Μένεις
έκπληκτος όταν πιο πάνω από τα μεγάλα τουριστικά συγκροτήματα στο Κιοτάρι (60
χλμ. από την πόλη της Ρόδου) συναντάς στις παραλίες του Αγίου Γεωργίου και του
Μαύρου Κάβου ελάχιστους λουόμενους και πλήθος κρινάκια της άμμου. Η έκπληξη
παραμονεύει σε μια παράκαμψη της παραλιακής, βασικής αρτηρίας που πηγαίνει προς
την Κατταβιά. Είναι παράξενο να μιλάμε στη Ρόδο για «κρυφές» παραλίες, να όμως
που υπάρχουν: η παραλία του Αγίου Γεωργίου και ο Μαύρος Κάβος, ένα εξωτικό
τοπίο με αμμόλοφους και κρυστάλλινα νερά. Φτάνει εκεί ένας λαβύρινθος από
χωματόδρομους που ξεκινά απέναντι από την εγκαταλελειμμένη καθολική εκκλησία
του Αγίου Μάρκου (8 χλμ. μετά τη διασταύρωση της Λαχανιάς) κάτω από τον «θόλο»
των κυπαρισσιών. Στη διασταύρωση των χωματόδρομων (5 χλμ. από τον κεντρικό
δρόμο) ο ένας αριστερά κατεβαίνει ως την άμμο της παραλίας του Αγίου Γεωργίου
και ο άλλος δεξιά πηγαίνει για το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου – που έχει για
καμπάνα μια παλιά οβίδα – και την κλειστή, μοναχική αμμουδιά του Μαύρου Κάβου
με τα κέδρα.
Η φλογερή Νίσυρος
Οι επικίνδυνοι έρωτες είναι οι πιο συναρπαστικοί. Δύο από τα
αρχέγονα στοιχεία, το νερό και η φωτιά, συνευρίσκονται στη Νίσυρο. Το Μανδράκι
ερωτοτροπεί με το πέλαγος χαρίζοντας την πιο ρομαντική εικόνα στο νησί και οι
«ζωντανοί» κρατήρες του ηφαιστείου τονίζουν την ιδιαιτερότητά του. Ανάμεσά τους
ένα πλήθος από ωραίες εικόνες της φλογερής στεριάς και της ερωτευμένης θάλασσας
κάνουν τη Νίσυρο σαγηνευτική.
Το πέλαγος μοιάζει να θέλει πολύ το Μανδράκι, καθώς το κύμα
πηγαινοέρχεται μαλακά και χαριεντίζεται με τις πόρτες των σπιτιών στην παλιά
γειτονιά, κάτω από τον βράχο της Παναγιάς της Σπηλιανής. Η μεγαλύτερη
ευχαρίστηση στο νησί είναι να απολαμβάνεις την ώρα του ηλιοβασιλέματος από τους
εξώστες του ονομαστού μοναστηριού τους «ελιγμούς» των σπιτιών μέσα στη θάλασσα,
παράλληλα με την πορεία των τρεχαντηριών που ταξιδεύουν για τη βραδινή καλάδα.
Η Σπηλιανή είναι η τελευταία που αποχαιρετά τον ήλιο και η πρώτη που τον
υποδέχεται…
Κανείς δεν θα έκανε ρομαντικές σκέψεις σεργιανώντας στο στήθος ενός
γίγαντα, εκτός αν αυτός ο γίγαντας είναι η Νίσυρος. Γιατί η Νίσυρος δεν είναι
παρά η πέτρα που απέσπασε ο Ποσειδώνας με την τρίαινά του από το ακρωτήριο
Χελώνα της Κω και την πέταξε στον γίγαντα Πολυβώτη. Αυτός είναι που
καταπλακωμένος βαριανασαίνει τώρα και η ανάσα του βγαίνει καυτή από τους
κρατήρες στο κέντρο του νησιού. Πουθενά αλλού η μυθολογία δεν είναι τόσο
παραστατική. Oλόκληρη η Νίσυρος είναι παιδί του ηφαιστείου. Ακόμη και το πιο
μικρό χαλίκι της ονομαστής παραλίας Χοχλάκοι με τις κατάμαυρες λείες πέτρες,
δίπλα στο Μανδράκι, χρωστά τη γέννησή του στα καπρίτσια του ηφαιστείου.
Γι’ αυτό και ένα από τα δημοφιλέστερα αξιοθέατα του νησιού είναι ο
Στέφανος, ένας μεγάλος, «συνοφρυωμένος» κρατήρας. Εκεί, στο βάθος του κρατήρα,
θυμάσαι πραγματικά τον Πολυβώτη. Ακούς «κούφια» τα βήματά σου και αισθάνεσαι
καυτή την ανάσα του γίγαντα να βγαίνει από τα σπλάχνα της γης, μέσα από τις
ατμίδες. Σε καθησυχάζουν όμως τα ίδια τα έργα των χειρών των ανθρώπων του
νησιού, οι οποίοι έχτισαν τη ζωή τους, ημέρεψαν τη γη, φύτεψαν ελιές στην
Καλδέρα, σήκωσαν ακόμη και τα ίδια τα σπίτια τους στο χείλος του κρατήρα, και
έφτιαξαν πάνω στο στήθος του γίγαντα επίγειες ζωγραφιές, όπως η φανταστική
Πόρτα των Νικιών, μία από τις ωραιότερες πλατείες του αρχιπελάγους.
Ετσι σε κερδίζει η διάθεση της ανακάλυψης που σου υποβάλλει το νησί.
Πού μπορεί να σε οδηγήσει αυτή η διάθεση; Παντού. Στα στενά σοκάκια, στις
παλιές γειτονιές στο Μανδράκι, κάτω από τα ξύλινα μπαλκόνια και πάνω από τα
περίτεχνα βοτσαλωτά. Ψηλά στο κάστρο για να βρεις τις δικές σου οπτικές γωνιές
που θα κοιτάξεις την πολιτεία να ερωτοτροπεί με το πέλαγος. Στους
παραθαλάσσιους Πάλους και στα μεσόγεια χωριά Εμπορειός και Νικιά συλλέγοντας
εικόνες. Στις πλαγιές με τις αγραμυθιές και τις βαλανιδιές, τα σκόρπια
κιονόκρανα και τα άλλα μέλη παλαιών ναών, τα εκκλησάκια με τις ουράνιες
ζωγραφιές και τις επίγειες, όπως της «αγίας» με την τοπική ενδυμασία στους
Ταξιάρχες του Εμπορειού.
Εκεί που πέταξε ο Ικαρος
Ταξιδεύοντας στο τόξο της λύρας στο Νοτιοανατολικό Αιγαίο ξεχάσαμε
για λίγο το βιολί. Δες όμως πώς κυματίζει εδώ ο ικαριώτικος, σαν το ίδιο το
Ικάριο πέλαγος ή σαν τα φτερά του Ικαρου που ανοιγοκλείνουν με τη δύναμη όλων
των αισθήσεων ψηλά πάνω από τα κύματα. Με περισσότερα από εκατό πανηγύρια
γιορτάζουν εδώ το καλοκαίρι με όλη την (αναρχική) καρδιά τους. Ο πράμνειος
οίνος που υμνεί ο Ομηρος ρέει άφθονος και φτάνει ως τη Σάμο.
Η Σάμος φημιζόταν ανέκαθεν για το γλυκόπιοτο κρασί της. Βγαίνει από
τα σταφύλια της Αμπέλου, του βουνού που κατά τον Στράβωνα έκανε όλο το νησί
ορεινό. Οι πεζούλες με τα κλήματα εναλλάσσονται με το δάσος των πεύκων. Είναι
μια ωραία εικόνα που σφύζει από ζωή. Και δεν είναι η μόνη, αφού αυτό είναι το
χαρακτηριστικό της Σάμου: ωραία και ζωντανά τοπία. Μέσα στο «Κακοπέρατο»
φαράγγι, το νερό του ποταμού δημιουργεί καταρράκτες, μικρές λίμνες και τρέχει
να συναντηθεί με τα κύματα στα Σεϊτάνια, δύο μικρούς κόλπους, μια εξωτική
σύνθεση πλαισιωμένη από άγρια ομορφιά. Ο ορεινός όγκος του Κέρκη, του άλλου
βουνού της Σάμου, με τα δεκάδες σπήλαια, και η περιοχή που εκτείνεται από το
Ποτάμι ως το Μικρό και Μεγάλο Σεϊτάνι αποτελούν ένα απέραντο οικολογικό πάρκο.
Τα ζωντανά τοπία της Σάμου συμπληρώνει ο υδροβιότοπος της Αλυκής. Οι διαδρομές
μεταξύ των χωριών μέσα από αμπελώνες, ελιές, πεύκα, ρεματιές και πλατάνια, με
εκπληκτική θέα, ικανοποιούν κάθε περιηγητή του αρχέγονου τοπίου, κάθε λάτρη της
γοητείας του γενέθλιου τόπου.
Είναι δύσκολο να γυρίσεις κάθε γωνιά της Σάμου, ενός πολύ μεγάλου
νησιού. Μπορείς όμως να την «περιπλεύσεις» γυμνόπους πατώντας στις πιο όμορφες
παραλίες της, που κι αυτές είναι πολλές. Ετσι μπορείς λοιπόν να βρεθείς στην
περιοχή της πρωτεύουσας Σάμου, στα βότσαλα του Γάγκου και δυτικά, στις
αμμουδιές του Κοκκαριού, του Τσαμαδού και του Τσάμπου. Γύρω από το Πυθαγόρειο η
θάλασσα παίζει με τη στεριά στις παραλίες Ποσειδώνιο, Ψιλή Αμμος, Μυκάλη και
Ποτοκάκι. Από το Πυθαγόρειο τα καΐκια ξεκινούν για τις παραλίες της
Σαμιοπούλας, Τσόπελα, Κακό Ρέμα, Κυριακού και Ασπρο Κάβο. Στην περιφέρεια του
Μαραθόκαμπου, η βόλτα πάνω στις παραλίες αρχίζει από τον όρμο των Κουμαίικων
και συνεχίζεται σε μία από τις ωραιότερες παραλίες της Σάμου, τη Χρυσή Αμμο,
τον Λιμιώνα και τον μοναχικό Αγιο Ιωάννη.
Δυτικά του Καρλοβάσου, μετά την εξαιρετική παραλία Ποτάμι, μπορεί
κανείς με καλό ποδαρόδρομο να φτάσει σε τρία τέταρτα ή μία ώρα στα Σεϊτάνια.
Παραλίες απροσπέλαστες με αυτοκίνητο, αλλά εύκολα προσπελάσιμες πεζή ή με βάρκα
– αν φυσικά έχει μπουνάτσα η βόρεια θάλασσα στο Καρλόβασι, συμπρωτεύουσα της
Σάμου. Αφού ο πεζοπόρος προσπεράσει πολλές απόκρημνες μικροπαραλίες, φτάνει στο
Μικρό και στη συνέχεια στο Μεγάλο Σεϊτάνι. Στο Μεγάλο καταλήγει η χαράδρα του
Κακοπέρατου. Δεν είναι όμως δυνατή η ανάβασή της. Η παραλία έχει ψιλό, καθαρό
βότσαλο, υπέροχα βαθιά νερά, πιθανόν και τις φώκιες Μονάχους – Μονάχους που
αναπαράγονται στην περιοχή. Ελάχιστα μικρά εξοχικά, αγροικίες, ελιές και πυκνά
δάση. Αν ο περιηγητής είναι πεισματάρης, μπορεί να συνεχίσει το παράλιο
μονοπάτι, να περάσει ύστερα από κόπο από το άγριο ακρωτήριο Καράβι και να έχει
την ικανοποίηση ότι διέσχισε ένα τμήμα του νησιού που ο αυτοκινητόδρομος δεν το
χαράσσει και ο άνθρωπος δύσκολα το πατάει.
Στο δυτικό άκρο της Σάμου, απέναντι από τους Φούρνους και την
Ικαρία, βρίσκονται τα παραδοσιακά ναυπηγεία του Αγίου Ισιδώρου με τα ξύλινα σκάφη
με το μίνιο, η παραλία Πλάκα, και νοτιότερα το Κάτεργο και ο Αγιος Ιωάννης ο
Ελεήμονας. Μπορεί κανείς να κολυμπήσει και ανηφορίζοντας με το αυτοκίνητο να
πάει στους Δρακαίους, το μοναχικό και τελευταίο χωριό με «αμαξιτό» δρόμο. Θα
πιει σούμα ή ροζέ Σελάνα του Συνεταιρισμού, με φέτα και λουλούδια γεμιστά.
Πλόες και όνειρα με τον κυρ Αλέξανδρο στη Σκιάθο
Απέναντι, στις Βόρειες Σποράδες, από το πρώτο κιόλας βήμα του στην
κοσμοπλημμυρισμένη οδό Παπαδιαμάντη στην καλοκαιρινή Χώρα της Σκιάθου, ο
περιηγητής πείθεται ότι οι δρόμοι του Κοσμοκαλόγερου και της κοσμικής νήσου
έχουν χωρίσει προ πολλού. Αυτή είναι όμως η πρώτη, βιαστική εντύπωση. Αν οι
μυημένοι στη μαγεία του κυρ Αλέξανδρου, ή και οι απλώς υποψιασμένοι, επιμείνουν
στην αναζήτηση του μυστηριώδους θέλγητρου του απόμακρου λόγου του, θα τον
συναντήσουν οπωσδήποτε στον τόπο που τον ενέπνευσε. Ειδικά οι θαλασσινοί
περίπατοι στη Σκιάθο και στα γύρω νησιά διατηρούν ανέπαφη την ονειρική
ατμόσφαιρα του Παπαδιαμάντη και γι’ αυτό είναι τόσο ξεχωριστοί.
Το μεγάλο, κατακόκκινο φεγγάρι εξακολουθεί να ανατέλλει νωρίς
ανάμεσα στην Πούντα και στο νησάκι Μαραγκός – το «Νησί της Ουρανίτσας» –
μπροστά από το λιμάνι της Σκιάθου. Και οι λέξεις από τη «Νοσταλγό» ζωγραφίζουν
μια ειδυλλιακή ακουαρέλα: «Δύο αμαυροί όγκοι, επαργυρούμενοι και στιλπούμενοι
αμυδρώς από το μελαγχολικόν φως της σελήνης, διεγράφοντο ο εις προς ανατολάς, ο
άλλος προς δυσμάς, χωρίς να διακρίνονται, εις τας διαλείψεις του φωτός και της
σκιάς, αι λεπτομέρειαι του εδάφους. Ησαν αι δύο γείτονες νήσοι. Μυστηριώδες
θέλγητρον απέπνεεν όλη η σεληνοφεγγής νυξ».
Η άλλη «γείτων νήσος» είναι ο Τσουγκριάς, όνειρο θερινής ημέρας, στο
οποίο φτάνει το υγρό μονοπάτι που ακολουθούν τα καΐκια που ξεκινούν από το
παλιό λιμάνι της Σκιάθου, ανάμεσα στο Μπούρτζι και στις Πλάκες. Εκεί κάθε πρωί
τα τουριστικά σκάφη λύνουν κάβους και κάνουν μανούβρες για να πιάσουν την άκρη
του νήματος της γοητείας του νησιού. Γοητευτική αναστάτωση από τέσσερα, πέντε ή
και έξι σκάφη, ώσπου να πάρει το καθένα τον δρόμο του για κάποιο από τα
προκλητικά θέλγητρα της Σκιάθου, τα Λαλάρια και το Κάστρο, το θαλάσσιο πάρκο
των Βορείων Σποράδων, παρέα με τα δελφίνια, την Αλόννησο και τη Σκόπελο, ως και
τον Κατηγιώργη στην ακτή του Πηλίου.
Οι επιβάτες για τον Τσουγκριά βλέπουν τον προορισμό τους αμέσως
μόλις βγουν από το λιμάνι. Ζηλεύουν λίγο καθώς το πλοιάριό τους περνά ανοιχτά
της ωραίας γλώσσας άμμου που απολαμβάνουν τα ιδιωτικά σκάφη, αλλά σύντομα
αποζημιώνονται από τα σμαραγδένια νερά του Αγίου Φλώρου, όπου τελικά αράζουν.
Οι γέρικες ελιές και τα πεύκα που φτάνουν ως την αμμουδιά, λες και αντανακλούν
τα χρώματά τους στη θάλασσα. Στην άκρη της παραλίας υπάρχει ένα μονοπάτι μέσα
στα δέντρα, το οποίο οδηγεί στο παράξενο, χτισμένο με γκρίζα πέτρα, ξωκλήσι του
Αγίου Φλώρου με την πολύ προχωρημένη αρχιτεκτονική γραμμή, απίθανο σημείο
ρεμβασμού.
«Με του βοριά τα κύματα»
Πάνω από τη Σκιάθο πλανάται η βιβλική μορφή και του άλλου
Αλέξανδρου, του Μωραϊτίδη. Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου έγραψε ότι οι δύο Αλέξανδροι
«ξέρουν να μας ηδονίζουν μέσα σε παρθένους θάμνους, να μας πηγαίνουν πίσω από
κατσίκια πλανηθέντα εις την κόψιν βράχων, να μας πλανούν εις ακρογιάλια και
ξηρονήσια, να μας κοιμίζουν υπό τα άστρα». Ο κυρ Αλέξανδρος Μωραϊτίδης
αισθανόταν ισχυρότερες τις δονήσεις που μετέδιδαν στη Σκιάθο του βοριά τα
κύματα. Αυτά τα κύματα που ακτινοβολούσε η μυστηριακή χερσόνησος του Αθωνος και
στον δρόμο τους κατά τον Νοτιά συναντούσαν τα απίθανα δελφίνια του θαλάσσιου
πάρκου των Βορείων Σποράδων, γύρω από την Κυρά Παναγιά. Το ασύλληπτο «Περιβόλι
της Παναγίας» έχει έξοδο προς τον ουρανό, αλλά η είσοδός του είναι πάνω στη Γη,
στην Ουρανούπολη, και η καυτή άμμος της μπορεί να πλανέψει τον καθένα, όπως τα
ακρογιάλια των δυο κοσμοκαλόγερων κυρ Αλέξανδρων, και να τον κρατήσει σφιχτά
δεμένο με τα γήινα, τη χρυσή αμμουδιά, τον ζεστό ήλιο, τα σμαραγδένια νερά. Το
Eagles Palace Hotel & Spa συνδυάζει το πράσινο με το γαλάζιο σε ιδανικές
δόσεις.
Οι αμμουδιές ολόκληρης της Χαλκιδικής ζουν ανάμεσα σε δύο κύματα, τα
θαλασσιά της θάλασσας και τα πράσινα του πευκοδάσους. Ετσι αρχίζουν να γυρίζουν
τη σελίδα του ελληνικού καλοκαιριού. Αμμουδιά σε αμμουδιά, πόδι σε πόδι –
Αθωνας, Σιθωνία, Κασσάνδρα – κάνεις άλματα για να φτάσεις στην άλλη όψη του
ελληνικού καλοκαιριού, το Ιόνιο. Ενα από τα ισχυρά πατήματα για το άλμα είναι
στην Ελιά, κοντά στη Νικήτη, εκεί όπου βρίσκεται το εξαιρετικά προσεγμένο
Anthemus Sea Hotel & Spa. Εδώ, τα πεύκα λούζονται στη θάλασσα σε μια
γοητευτική ευθεία και όχι σε μικρές πράσινες αγκαλιές, όπως συνήθως συμβαίνει
στη Σιθωνία.
H Σίσσυ, ο Αχιλλέας και η Κέρκυρα
Εκτός κλίματος του ελληνικού καλοκαιριού, όταν σεργιανάς στα δώματα
του Χόφμπουργκ, του αυτοκρατορικού παλατιού των Αψβούργων στη Βιέννη, νιώθεις
έναν οικείο άνεμο να σε σπρώχνει κατά το Ιόνιο και να σε φέρνει στην Κέρκυρα,
στους κήπους του Αχίλλειου, στην πλαγιά με την εκπληκτική θέα προς τη
λιμνοθάλασσα Χαλικιόπουλου, το Κανόνι, το Ποντικονήσι και τον Παντοκράτορα. Και
εκεί μπαίνεις αμέσως στο κλίμα του Ιονίου, της μεγάλης πόρτας εισόδου των
ρευμάτων από τη Δύση. Η περιδιάβαση εκεί μοιάζει με παιχνίδι ισορροπίας πάνω
στο νήμα της Ιστορίας. Και κινδυνεύεις να γκρεμιστείς, καθώς αυτός ο
αισθαντικός περίπατος διακόπτεται σχεδόν βίαια μπροστά στο άγαλμα που
αναπαριστά τόσο ρεαλιστικά την προσπάθεια του βασιλιά των Μυρμιδόνων να
απαλλαγεί από το φονικό βέλος του Πάρη. Ο Αχιλλεύς που πεθαίνει, ο «Αχιλλεύς
θνήσκων» του γερμανού γλύπτη Ερνεστ Γκούσταβ Χέρτερ. Ποιος θέλησε να μετατρέψει
σε δοκιμασία τον σαγηνευτικό περίπατο σε ένα ανάκτορο το οποίο κτίστηκε στη
χάρη της άφραστης γαλήνης του κερκυραϊκού τοπίου;
«Εγώ φαντάζομαι πως η θάλασσα μας παίρνει ό,τι έχομε ανθρώπινο, πως
δεν ανέχεται μέσα μας τίποτα απ’ την επίγειο ζωοσύνη. Μέσα στην τρικυμία πολλές
φορές θαρρώ πως κ’ εγώ η ίδια έχω γίνει ένα κύμα που αφρίζει».
Οι Κορφοί ήταν το καταφύγιο που αναζητούσε η «αυτοκράτειρα της
μοναξιάς» Ελισάβετ της Αυστρίας. Από την άνοιξη του 1861, όταν με τη θαλαμηγό
«Βικτώρια και Αλβέρτος» πέρασε από το νησί για πρώτη φορά, ήλθε και ξανάλθε
πολλές φορές, μέχρι που αποφάσισε να κτίσει το δικό της παλάτι στο Γαστούρι. Η
ανέγερσή του τελείωσε το 1891 και η ίδια το ονόμασε «Αχίλλειον». Λάτρευε τον
ημίθεο, κεντρικό ήρωα της «Ιλιάδας». Πίστευε ότι αυτός αντιπροσωπεύει την
ελληνική ψυχή και την ομορφιά της γης και των ανθρώπων. Τη γοήτευε η ελληνική
μυθολογία και τις μορφές της σκόρπισε παντού, στο ανάκτορο και στους σκιερούς
κήπους του.
Από τότε που τελείωσε το «Αχίλλειον», ερχόταν δύο φορές τον χρόνο
στους Κορφούς, κάθε άνοιξη και φθινόπωρο, κερδίζοντας τη λατρεία των Κερκυραίων.
Σε ένα από τα ταξίδια της, το 1891, με τη θαλαμηγό «Ιέραξ», την αυτοκράτειρα
συνόδευε ο συγγραφέας Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, ο οποίος ξεναγήθηκε στο
νεόκτιστο ανάκτορο και μαζί της επιδόθηκε σε μεγάλους περιπάτους. Για έναν από
αυτούς ο συγγραφέας γράφει στο γεμάτο ανομολόγητο πόθο «Βιβλίο της
αυτοκράτειρας Ελισάβετ»:
«…Πρόβατα έβοσκαν αργοσάλευτα κάτω απ’ τις ελιές. Ενα βοσκόπουλο
γυμνόποδο ήτον κουρνιασμένο σ’ ένα απ’ τα μικρά γυροτοίχια από λιθάρια απανωτά,
που περιβαστούν τις μαλακοχώματες σκαλοπατιές ίδια κι άλλαχτα απ’ τον καιρό των
μακρύκουπων Φαιάκων, κ’ έτρωγε ένα κομμάτι μαυρόψωμο με θρούμπες που τις είχε
μάσει από χάμω. Οταν περάσαμε από μπρος του, χαιρέτησε χωρίς να κουνηθεί από τη
θέση του: “Καλημέρα Βασίλισσα!”, κ’ έκοψε με τ’ άσπρα του τα δόντια μια μεγάλη
δαγκωνιά σα μισοφέγγαρο μέσ’ το ψωμί του το πιτουρίσιο που ’χε χρώμα ζαφοράς.
Κ’ η Αυτοκράτειρα, χαμογελώντας, του αποκρίθηκε παίρνοντας της Κορφιάτικης
φωνής τον τραγουδιστό ρυθμό: “Καλημέρα σου!”. Μόλις πήγαμε λιγάκι παραπέρα και
πίσω μας ακούστηκαν οι στριγγόλαλοι ήχοι μιας τσοπάνικης φλογέρας. Γύρισα πίσω
μου κ’ είδα τον μικρό βοσκό που φύσαγε μες στο καλάμι του σαλεύοντας τα δάκτυλά
του με μιαν αργοσύνη όλο πάθος…».
Βουτιές στον Σκορπιό
Η αυτοκράτειρα δολοφονήθηκε στη Γενεύη και τα ρομαντικά της
συναισθήματα κλείστηκαν πίσω από τις πόρτες του «Αχίλλειου», που άνοιξαν ξανά
για να μπουν τα σκιρτήματα της ψυχής ενός Κάιζερ, του Γουλιέλμου Β΄ της
Γερμανίας, ενός θαυμαστή του «Νικώντος Αχιλλέως». Ομως στο Ιόνιο δεν πλανάται
μόνο η ιστορία των ισχυρών, αλλά και των απλών ανθρώπων. Είναι όμως που τη
μαθαίνουμε περιδιαβάζοντας την ιστορία των ισχυρών.
Να, στο μικρό Ιόνιο, όλα αυτά τα νησιά μοιάζουν με πλωτά άλση που
ταξιδεύουν σε ένα ήρεμο πέλαγος. Γιατί έτσι είναι συνήθως η θάλασσα έξω από το
Νυδρί, στη «γειτονιά» των Πριγκιπόννησων: του Σκορπιού, του Σκορπιδιού, της
Μαδουρής, της Σπάρτης, του Μεγανησιού. Η ομορφιά τους σε συνεπαίρνει, αλλά δεν
μπορείς να αποφύγεις και κάποιες άλλες σκέψεις. Βέβαια, το όνομά τους είχε
πάντα κάτι το αριστοκρατικό, αλλά μπήκαν στον παγκόσμιο κοσμοπολίτικο χάρτη
όταν ο Αριστοτέλης Ωνάσης αγόρασε τον Σκορπιό. Είχαν όμως και πριν τη ζωή τους,
πολύ διαφορετική βέβαια από αυτή που τους επεφύλαξε το μέλλον.
Αν πλησιάσεις τη Σπάρτη, την οποία επίσης αγόρασε ο Ωνάσης,
ξεχωρίζει στην ακτή, στη σκιά των πεύκων, ένα παλιό καμίνι για να θυμίζει τις
πεζές ανάγκες των κοινών θνητών, όπως αυτή της παραγωγής ασβέστη. Είναι όμως
ανάγκη μόνο των κοινών θνητών; Γιατί σε έναν γαλήνιο όρμο του Σκορπιού, στέκει
πάνω στην αμμουδιά κατάλευκο το σπίτι της Τζάκι, μια αιγαιοπελαγίτικη πινελιά
στο Ιόνιο. Ο περίπλους μέχρι εκεί είναι μαγεία. Προηγείται όμως η προσέγγιση
στον κεντρικό όρμο του νησιού. Ανάμεσα από τα κάθε λογής φυτά από όλη τη Γη,
προβάλλει η στέγη του σπιτιού του Ωνάση, πάνω από τον κόλπο με τις τρεις
διαδοχικές παραλίες. Οι επισκέπτες δεν επιτρέπεται να προχωρήσουν στο εσωτερικό
του νησιού και να πλησιάσουν τα κτίσματα. Τις παραλίες όμως του πάλαι ποτέ
απόρθητου φρουρίου χαίρονται τώρα όσοι έρχονται εδώ με δικό τους ή με
τουριστικό σκάφος που εκτελεί δρομολόγια από το Νυδρί. Είναι πράγματι πανηγύρι
χρωμάτων η συνάντηση των κατάφυτων ακτών αυτού του νησιού με τα σκουροπράσινα
νερά.
Κάλαμος, το πευκοδάσος που ταξιδεύει…
Αυτός δεν είναι ο πιο γνωστός Κάλαμος της Ελλάδας, αλλά σίγουρα
είναι ο πιο γοητευτικός. Κυριολεκτικά, γιατί, καθώς παίρνεις το καΐκι που
συνδέει αυτό το επίλεκτο νησί του Μικρού Ιονίου με την ηπειρωτική χώρα, μένεις
άφωνος μετά από λίγο. Προσεγγίζεις ένα πολύ ιδιαίτερο τοπίο: μια «γειτονιά»
κατάφυτων λόφων που ταξιδεύουν σε μαύρα, μυστηριώδη νερά. Τελικά το καΐκι τους
«προλαβαίνει» και ακολουθεί την ακτογραμμή που δεν την οριοθετούν, τουλάχιστον
σε αυτή την πλευρά του νησιού, άμμος ή βράχοι, αλλά δέντρα. Μια ιδιαίτερη
ποικιλία πεύκου έχει κυριαρχήσει παντού, ανεβαίνει και στους πιο απόκρημνους
βράχους και κατεβαίνει μέχρι τη θάλασσα. Μόλις αφήνουν να φανούν οι δύο
διαφορετικές «πινελιές» στο τοπίο, το μεσαιωνικό κάστρο, το Καστρομονάστηρο,
και η γοητευτική εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίου από πέτρα και κεραμίδια στο
όριο της καταπράσινης πλαγιάς και των σκουροπράσινων νερών, στην περιοχή
Αϊ-Δονάτος, ένας άγιος που τιμάται ιδιαίτερα εδώ στην περιφέρεια της Λευκάδας.
Σαν ζωγραφιά.
Αν έρχεσαι από το μέρος της Ιθάκης και έχεις στα δεξιά σου τον
Καστό, είναι πολύ πιθανόν να δεις τα δελφίνια που έχουν κάνει στέκι τους αυτό
το πέρασμα να παίζουν με το σκάφος. Στον Κάλαμο σε υποδέχεται μια Αγραπιδιά. Η
παραλία με τους ανεμόμυλους θεμελιωμένους πάνω στα βότσαλα. Ταξιδεύεις έτσι
μέχρι το μικρό λιμάνι όπου δημιουργούν μια κοινή παρέα τα αραγμένα σκάφη και τα
παραθαλάσσια οικήματα. Εδώ επικεντρώνεται η ζωή του νησιού και κυλά ήσυχα, πολύ
ήσυχα. Εξάλλου αυτό αποζητούν οι περισσότεροι από αυτούς που βρέθηκαν εδώ.
Ταξίδευαν στο Ιόνιο και κατέφυγαν εδώ για να αράξουν, να ξεκουραστούν, να
ησυχάσουν και να δουν και ένα όμορφο νησί. Δίπλα στο λιμάνι υπάρχει η πολύ
ωραία παραλία Μυρτιές με βότσαλα και πεύκα. Και το ίδιο το χωριό του Καλάμου
αναδύεται μέσα από το πράσινο. Εχει αρκετά ωραία πέτρινα σπίτια με
κεραμοσκεπές, κληματαριές και μικρούς κήπους, που προβάλλονται γοητευτικά στο
γαλάζιο φόντο του πελάγους. Ενας ακόμη μικρός οικισμός του νησιού είναι η
Επισκοπή. Στο μικρό λιμανάκι οι θερινοί κάτοικοι δένουν τις βάρκες τους,
απαραίτητο μέσο συγκοινωνίας με την απέναντι ακτή του Μύτικα. Οι άλλες παραλίες
είναι μικρές, βοτσαλωτές με πεντακάθαρα νερά, το Ασπρογυάλι κοντά στο λιμάνι,
νοτιότερα οι Πεύκοι και το Κεφάλι, στη δυτική πλευρά ο Κέδρος, το Αλεξάκι, οι
Κήποι και ο Τράχηλος.
Οι «υψηλές σκοπιές» της Ιθάκης
«Τον Ποσειδώνα μέσα μου τον φέρνω,
που με κρατάει πάντα μακριά.
Μα κι αν ακόμα δυνηθώ να προσεγγίσω,
τάχα η Ιθάκη θα μου βρει τη λύση;»
Ντίνος Χριστιανόπουλος
Αισθανόμαστε ότι η Ιθάκη προτείνει λύση με την ίδια την ύπαρξή της.
Είναι ένα ποθητό σημείο επιστροφής. Δίνει προορισμό στο ταξίδι, το οποίο δεν
είναι άσκοπη περιπλάνηση. Συμβολικά αλλά και πραγματικά η Ιθάκη σε γεμίζει και
σε κάνει ευτυχισμένο. Ισως γιατί μπορείς να δεις αρτιμελές το σώμα του πόθου
σου και να απολαύσεις ακέραια την ομορφιά του.
Το πιο πανοραμικό σημείο θέας του νησιού είναι από το καμπαναριό της
Παναγίας των Καθαρών. Από εκεί μπορείς να δεις να αναδύονται μέσα από την
απίστευτη ομορφιά όλο το νότιο τμήμα της Ιθάκης, το Βαθύ, το Περαχώρι, τον
κόλπο του Αετού, τις νήσους Εχινάδες, την Κεφαλλονιά, τα δυτικά παράλια της
Αιτωλοακαρνανίας και στο βάθος αχνά την Πελοπόννησο και δεξιότερα τη Ζάκυνθο. Ο
ιστορικός από την Ιθάκη Α. Λεκατσάς χαρακτηρίζει αυτό το μέρος «Υψηλή σκοπιά». Το
ηλιοβασίλεμα είναι η καλύτερη ώρα να δεις εκεί κάτω το φιόρδ με το νησάκι
Λαζαρέτο και το Βαθύ στο… βάθος, καθώς τα τελευταία σκάφη βιάζονται να μπουν
και να βρουν μια θέση ανάμεσα στα άλλα που ήδη έχουν αράξει για να περάσουν τη
νύχτα.
Ο,τι δεν βλέπεις από τα Καθαρά, μπορείς να το δεις από τα άλλα
σημεία θέας που σου προσφέρει η Ιθάκη. Οπως από τη θέση Χάνι, στον δρόμο για
τον Σταυρό, από όπου γεμίζουν τα μάτια σου από την όμορφη εικόνα των κατάφυτων
πλαγιών να βυθίζονται στη πολύχρωμη θάλασσα του στενού ανάμεσα σε Ιθάκη και
Κεφαλλονιά. Από εδώ, από τα δημόσια παγκάκια ή το εστιατόριο και καφέ
«Χάνι», που λειτουργεί στη θέση παλιού
πανδοχείου, μπορεί κανείς να απολαύσει το ηλιοβασίλεμα πίσω από την Κεφαλλονιά,
όπως και από πιο ψηλά, στον δρόμο για την Ανωγή, ανάμεσα από τα σουρεαλιστικά
κλαδιά των αιωνόβιων ελιών του Ελαιώνα του Λαέρτη.
Ενα καταπληκτικό σημείο για να ολοκληρώσεις την πανοραμική εικόνα
του νησιού, είναι να ανηφορίσεις ανάμεσα σε ελαιώνες και αμπέλια μέχρι τον
Μαραθιά. Φτάνεις στο οροπέδιο και αγναντεύεις από ψηλά τη δαντέλα που
σχηματίζουν οι πολλοί κόλποι στο ανατολικό μέρος του τόπου. Απότομοι βράχοι
«βουτούν» στο πέλαγος, φορτωμένοι με πουρναριές, σκίνους, κυπαρίσσια και χίλια
δυο άλλα φυτά. Κάτω είναι η πηγή της Αρέθουσας και το ομηρικό σημείο γνωστό ως
Πέτρα του Κόρακος.
Μνήμες Διονύσου στις ακτές της Πελοποννήσου
Και οι απέναντι ακτές του κυρίως σώματος της ηπειρωτικής Ελλάδας
κάνουν ένα σωρό τσαλίμια με το Ιόνιο. Ενα από αυτά είναι σίγουρα η αγκαλιά του
Ψαθόπυργου, εκεί όπου βρίσκεται το Florida Blue Bay Hotel. O Ψαθόπυργος είναι
ένα ασφαλές καταφύγιο για θαλασσοδαρμένα πλεούμενα ή καταπονημένους από την
καθημερινότητα κυνηγούς της θερινής ραστώνης. Α, και εμπόρους των προϊόντων της
αμπέλου. Ο μεγάλος Αλεξανδρινός Κωνσταντίνος Καβάφης, μονολογούσε:
Ο Δάμων ο τεχνίτης (άλλον πιο ικανό)
στην Πελοπόννησο δεν έχει) εις παριανό
μάρμαρο επεξεργάζεται την συνοδεία
του Διονύσου. Ο θεός με θεσπεσία
δόξαν εμπρός, με δύναμι στο βάδισμά του.
Το δυναμικό βάδισμα του θεού του κρασιού σε βγάζει στην άλλη πλευρά
της Πελοποννήσου, από την πλευρά του Αιγαίου, στο «Γιβραλτάρ της Ανατολής».
Στην ακτή, πίσω από τον θεαματικό βράχο της Μονεμβασιάς και την εκπληκτική
καστροπολιτεία, υπήρχαν τα αμπέλια που από τα σταφύλια τους έτρεχε στα βαρέλια
από τα πατητήρια ο περίφημος Μαλβάζιας οίνος του Μεσαίωνα, ο χυμός του
καλοκαιριού. Η ποικιλία των σταφυλιών που έβγαζε αυτό το ονομαστό κρασί ήταν η
μονεμβασιά και σιγά σιγά άφησε τις ακτές της Μονεμβασιάς και μετακόμισε στο
Αιγαίο.
Αν μέναμε λίγο παραπάνω στην Κάρπαθο, θα πετυχαίναμε κάποιο από τα
απίθανα γλέντια με λύρες, λαούτα και τσαμπούνα, και οπωσδήποτε την κούπα τη
μονεμβασιά. Οι τραγουδιστές παροτρύνουν τον καθένα γλεντιστή ονομαστικά να πιει
μέχρι τον πάτο μια ολόκληρη κούπα κρασί και να τη γεμίσει ξανά για τον διπλανό
του:
Τίνος είν’ η κούπα, η μονεμβασιά,
του καπετάν Νικόλα, του μπέη του πασά,
πιες την γιε μου, πιες την και ξαναγέμισέ την
και βρες τη διπλανή σου, που κάθεται μαζί σου.
Ας την ανεβάσουμε στα επουράνια
κι ας την κατεβάσουμε στα καταχθόνια.
Δώσ’ της μια να πάει κάτω,
για να βρει η κορφή τον πάτο…
Η μονεμβασιά έμεινε πολύ καιρό μόνο στην ξενιτιά και τώρα γυρίζει
ξανά στον γενέθλιο τόπο της, για να στολίσει τις ακτές, που έχουν και άλλα,
ρομαντικά και πολύτιμα, στολίδια τώρα, όπως το Kisterna Hotel & Spa στον
οικισμό του Αγίου Στεφάνου. Το μοναδικό αυτό αναπαλαιωμένο κτίσμα, με τη
χαρακτηριστική «κιστέρνα» με τις αμφίπλευρες κιονοστοιχίες – διέθετε και λινό
για το πάτημα των σταφυλιών – κέρδισε επίζηλη θέση στη Hot List των 65
καλύτερων ξενοδοχείων της Γης, της βρετανικής έκδοσης του φημισμένου περιοδικού
«Condé Nast Traveller» για το 2011.
Πόρος: Η Ιθάκη του Σεφέρη
Η Μονεμβασιά είναι ένα ποίημα και ο Πόρος, στην αγκαλιά της
Πελοποννήσου, ήταν μια Ιθάκη για τον Γιώργο Σεφέρη. Η βίλα «Γαλήνη», στην
ακρογιαλιά του Πόρου, μοιάζει τόσο ζωντανή. Εκεί, το μικρό καλοκαιράκι του
1946, ο ποιητής αναλογιζόταν το μέλλον ξορκίζοντας πάνω στο λευκό χαρτί τη
γεύση των δίσεχτων χρόνων που προηγήθηκαν, των πολέμων, των χαλασμών, των
ξενιτεμών, γράφοντας την «Κίχλη», μια μελωδική σύνθεση από τρία ποιήματα, «Το
σπίτι κοντά στη θάλασσα», «Ο ηδονικός Ελπήνωρ» και «Το ναυάγιο της “Κίχλης”».
«Και είσαι
σ’ ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά
τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας από πού
να κοιτάξεις πρώτα,
γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά
και το τιτίβισμα των πουλιών
θ’ αδειάσει η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά
και νότο»
Η θάλασσα, τα πεύκα, τα καθρεφτισμένα βουνά, το τιτίβισμα των
πουλιών δραπετεύουν με τα φτερά της ποίησης από τα όρια του χάρτη, μα είναι
πολύ γοητευτικός ο τρόπος που συμπλέκονται στον Πόρο ο πραγματικός με τον
ποιητικό λόγο, ειδικά, μάλιστα, αν έχει συλλαβιστεί εδώ. Αυτά ακριβώς είναι τα
χαρακτηριστικά του νησιού και εμφανίζονται έντονα στο γοητευτικό μέτωπό του,
στην προκυμαία της Σφαιρίας και στην ακτογραμμή της Καλαβρίας, από το Μοναστήρι
μέχρι τον Ρωσικό Ναύσταθμο. Η συνάντηση των σπιτιών με τα ανοιχτά παράθυρα και των
δασών με την ευωδιά του πεύκου και το τιτίβισμα των πουλιών με τη θάλασσα,
είναι το βασικό συστατικό της φυσιογνωμίας του Πόρου και η πεμπτουσία της
ομορφιάς του. «Ο Πόρος ήταν για μένα ο πιο “ηδονόπαθος” (γράφω σκόπιμα τη λέξη)
τόπος της Ελλάδας που ξέρω: λεμονόδασα, κανάλια κι εκείνη η αντικρινή μοραΐτικη
όχθη με την κάπως πνιγερή της λαγνεία» θα γράψει ο Σεφέρης και θα συμπληρώσει:
«(…) η “Γαλήνη”, το βικτωριανό εκείνο σπίτι, κόκκινο Πομπηίας, μου έδωσε για
πρώτη φορά, ύστερα από πολλά χρόνια το αίσθημά του στερεού σπιτιού (…)».
Πόρος σημαίνει πέρασμα και σε νέες αναγνώσεις του Σεφέρη, στις
οποίες η βάρκα, η θάλασσα, το ταξίδι, το παλιό και το καινούργιο ζωντανεύουν,
σαν να είναι ζωντανός και ο ίδιος ο ποιητής και να γράφει για ζωή, για πρόσωπα,
για τόπους «με μια αίσθηση αθωότητας και καθαρότητας σαν μακρύ καλοκαίρι» παρά
την εμπειρία των ταραγμένων καιρών.
Ο δίαυλος είναι το σημείο μηδέν του νησιού. Μια λωρίδα θάλασσας τον
χωρίζει από την απέναντι πελοποννησιακή ακτή και τον κάνει νησί με όλα όσα
μπορεί να σημαίνει αυτό. Δηλαδή τέλεια ανατροπή της φυσιογνωμίας του. Η άκρη
αυτής της φυσιογνωμίας του Πόρου βρίσκεται στο μεγάλο νησί, την Καλαβρία, στην
αμμουδιά του Μοναστηριού. Αρχίζει με ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα και μια μικρή
προβλήτα μπροστά του για να δένουν οι βάρκες που σεργιανούν συνεχώς. Πάνω, μέσα
στα πεύκα προβάλλει το γυναικείο μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής του 18ου αιώνα.
Οι πλαγιές, φορτωμένες με πεύκα, κάνουν μια θεαματική βουτιά στα γαλαζοπράσινα
νερά, μέχρι να ηρεμήσουν στην παραλία Ασκέλι. Αυτές οι παραλίες μοιάζουν με
χαμόγελα της στεριάς προς τη θάλασσα και είναι περισσότερες στην άλλη πλευρά,
από την Πέρλια, με τις ταβέρνες που έχουν τα τραπέζια τους σε εξέδρες μέσα στη
θάλασσα, μέχρι τον Ρωσικό Ναύσταθμο. Εμβληματική εικόνα το Λιμανάκι της Αγάπης.
Εδώ ίσως, στο σπίτι δίπλα στη θάλασσα του 19ου αιώνα με τις βεράντες
με τα μπουκαλάτα κάγκελα και τις γλάστρες με τα φλογάτα γεράνια, ο ποιητής
ένιωσε φλογερό τον έρωτά του. Η ευφορία του τον ενέπνεε να βλέπει τα πράγματα
αλλιώς: «Κοιτάξαμε από πάνω. Το νερό ελαφριά ζαρωμένο και το παιχνίδισμα του
ήλιου, έκαναν το καταποντισμένο καραβάκι – φαινότανε αρκετά καθαρά – με τα
τσακισμένα του κατάρτια να κυματίζει σα σημαία, ή μια θαμπή εικόνα μέσα στο
μυαλό» γράφει στο ημερολόγιό του για την επίσκεψη με βάρκα πάνω από την
«Κίχλη», το σκαρί – «ενθύμιο» του Πολέμου που σκούριαζε βυθισμένο μέσα στον
δίαυλο. Αυτό το ταπεινό καραβάκι που έκανε τη διαδρομή Ελευσίνα – Πόρος
μεταφέροντας ναύτες, ήταν ένα σύμβολο. Ο ίδιος ο διοικητής του ναυστάθμου έδωσε
εντολή να «θυσιαστεί» η «Κίχλη» για να προλάβει την ατίμωση από τα γερμανικά
«στούκας».
Ο ζωγράφος Γιάννης Ψυχοπαίδης που «συναντά» συχνά τον ποιητή στο
έργο του, μας είπε κάποτε: «Είναι απορίας άξιο πώς ο Πόρος μπόρεσε να
διαφυλάξει το σκηνικό μιας Ελλάδας άδολης, απλής και καθαρής, από τις δεκαετίες
του ’50 και του ’60. Αυτό πολύ με γοητεύει». Είναι επίσης απίθανο το πώς κάποια
πράγματα συνηθισμένα επειδή τα έχεις συνεχώς δίπλα σου, φωτίζονται και αποκτούν
μια ξεχωριστή αξία. Οπως η θάλασσα και το σπίτι δίπλα στη θάλασσα ή έστω το
σπίτι που φέρνει ξανά στον νου σου τις αναμνήσεις από τη θάλασσα…