Ο φίλος μου είναι στο απέναντι πεζοδρόμιο, ανάμεσά μας δύο λωρίδες αυτοκινήτων με την κίνηση του μεσημεριού. Σηκώνω το χέρι μου για να τον χαιρετήσω, ένα λεωφορείο έρχεται και σταματάει πίσω από τα αυτοκίνητα που περιμένουν στο φανάρι κι αυτό. Στην τελευταία του θέση ένας άντρας κοιμάται και το κεφάλι του έχει πέσει στο παράθυρο. Σηκώνει για λίγο το βλέμμα του για να βεβαιωθεί ότι αυτό το σταμάτημα δεν είναι η στάση που περιμένει, ξανακλείνει τα μάτια, το λεωφορείο φεύγει, ο φίλος μου μιλάει με ένα μαύρο έξω από την είσοδο του νοσοκομείου Αλεξάνδρα. Ο μαύρος κάτι του λέει, του δείχνει το στόμα του και ο φίλος μου μετά ψάχνει στην τσέπη του, διαλέγει ένα χαρτονόμισμα και του το δίνει. Σηκώνω ξανά το χέρι μου, με βλέπει και περπατάμε μαζί.
– Είδες;
– Ναι. Λεφτά ήθελε;
– Μου είπε ότι τον χτύπησαν φασίστες, του έσπασαν τα δόντια, μου έδειχνε τα δόντια του, τα κάτω, και ότι αν μπορούσα να του δώσω 5 ευρώ για να πληρώσει το εισιτήριο. Δεν νομίζω ότι έλεγε ψέματα, ήταν σε κακή κατάσταση.
Του λέω κι εγώ για ένα περιστατικό που άκουσα με έναν που τον έδειραν χρυσαυγίτες έξω από ένα τατουατζίδικο στην Πλάκα επειδή είχε μακριά μαλλιά, λέμε “τι άλλο θα ακούσουμε”, και “τι γίνεται πια σε αυτή την πόλη”, και μετά λέμε “πολλή ζέστη σήμερα” όπως κάνουν συνήθως οι Αθηναίοι μεταξύ τους, και χαιρετιόμαστε. Οι κουβέντες μας είναι πάνω κάτω αυτές που ήταν πάντα, παρόλο που όλοι ξέρουμε ότι και αυτό δεν είναι ένα κανονικό καλοκαίρι.
Σε αυτή την πόλη δίνουμε σημασία τι γράφεται στους τοίχους. Για κάποιο λόγο αισθανόμαστε ότι λειτουργούν κάπως σαν δημόσια καταγραφή του συλλογικού zeitgeist. Ισως να θεωρούμε ότι αυτή η ανώνυμη έκφραση περιέχει αναγκαστικά κάποιου είδους αλήθεια, οι Ελληνες παραδοσιακά εκτιμούν την λαϊκή θυμοσοφία, τους αρέσουν οι παροιμίες και τα περισσότερα από τα συμπεράσματα ζωής που μπορείς να συμπυκνώσεις σε μία πρόταση. Πριν από λίγα χρόνια όταν κοιτάζαμε τους αθηναϊκούς τοίχους, συζητούσαμε για τα γκραφίτι του Βασμουλάκη και του b. και το συμπέρασμα που βγάζαμε ήταν ότι υπήρχε μια γενιά Αθηναίων που ήθελε αυτή την πόλη πιο όμορφη, σαν και αυτές της άλλης Ευρώπης, και ότι ήταν διατεθειμένη να την κάνει έτσι ακόμα και μόνο με τα δικά της μέσα. Οι τοίχοι του κέντρου τώρα έχουν περισσότερα από αυτά τα συνθήματα που είναι γραμμένα πρόχειρα με μαύρο σπρέι, οργή και απελπισία μου βγάζουν. Φαντάζομαι έναν ψηλό, μεγάλο τοίχο που να χωράει όλα αυτά που θέλουν να γράψουν οι Ελληνες αυτή την εποχή. Θα ξεκινούσε με ένα μεγάλο “Αντε γ…”. Απο κάτω θα έλεγε “πολιτικοί, γιατί είστε διεφθαρμένοι και ψεύτες, χρεώσατε τη χώρα και τώρα προστατεύετε την κάστα σας. Τραπεζίτες γιατί είστε άπληστοι και τοκογλύφοι. Πλούσιοι γιατί δεν πληρώσατε ποτέ τους φόρους σας. Εχετε ακόμα λεφτά κι εμείς πεινάμε. Δημοσιογράφοι γιατί είστε μίσθαρνοι διαπλεκόμενοι, προπαγανδίζετε υπέρ του συστήματος που θα έπρεπε να ελέγχετε. Μπάτσοι γιατί μας πνίγετε στα δακρυγόνα. Που είστε όταν μας ληστεύουν; Μετανάστες μας παίρνετε τις δουλειές και τις γειτονιές. Αναρχικοί καίτε, καταστρέφετε, εκμεταλλεύεστε την ανοχή μας. Δεξιοί καταστρέψατε τη χώρα, πασόκοι καταστρέψατε τη χώρα, αριστεροί καταστρέψατε τη χώρα. Μνημονιακοί μας θέλετε πεινασμένο προτεκτοράτο, αντιμνημονιακοί θα μας κάνετε χειρότερα από Βουλγαρία”. Υπάρχει ένα παρόμοιος μονόλογος στην 25η ώρα, το πρώτο μυθιστόρημα του Ντέιβιντ Μπενιόφ, όταν ο ήρωας, που βρίσκεται σε αδιέξοδο λίγες ώρες πριν φυλακιστεί, ξεσπάει σε μίσος ενάντια σε όλες τις κάστες και τις φυλές της Νέας Υόρκης. Ενα από όλα τα fuck you απευθύνεται στον εαυτό του, έτσι όπως κάθεται μπροστά στον καθρέφτη. Αυτός που νιώθει το κοινωνικό μίσος τόσο έντονα, δεν μπορεί να μη μισεί και τον εαυτό του.
Ο καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γιάννης Πανούσης, δεν πιστεύει ότι υπάρχει στην ελληνική κοινωνία μίσος. “Έχουμε μια κοινωνική οργή που είναι απευθυντέα με θυμικό τρόπο. Ενάντια στο πολιτικό σύστημα, στους ξένους, στους πετυχημένους κοινωνικά, γιατί είναι αναγκαστικά λαμόγια. Ακόμα και απέναντι στο γείτονά σου. Η κοινωνική οργή στρέφεται εναντίον της ίδιας κοινωνικής κατηγορίας. Για να γίνει όμως μίσος και να πάει στα εσώτερα, και σε μόνιμη βάση, με βίαιη διαχείριση αυτών των συναισθημάτων, όχι απλής ρητορικής ή δυναμικής, πρέπει να υπεισέρχεται το πολιτικό υποκείμενο. Το θέμα λοιπόν είναι ποιος το πάει προς τα εκεί και πώς”.
Πέρσι το καλοκαίρι η πάνω πλατεία Συντάγματος ήταν διαφορετική από την κάτω, εκεί μαζεύονταν αυτοί που μούτζωναν και φωνάζανε “να καεί το μπουρδέλο η Βουλή”. Σε αυτούς τους αγανακτισμένους με τα πάντα, βρίσκω μερικούς συνομήλικούς μου. Τους ακούω μερικές φορές να λένε ότι το μεταναστευτικό είναι μεγαλύτερο πρόβλημα από την κρίση, και αυτό έρχεται πάντα πριν αρχίζουν να μου εξηγούν με ποια κριτήρια θα δέχονταν ότι μία χούντα μπορεί να μας σώσει. Σε αυτό τον κόσμο που αισθάνεται θύμα απευθύνεται η Χρυσή Αυγή και μετά όσοι έχουν βάλει στην ρητορική τους αντιμεταναστευτική χροιά, συγκαλυμμένη ή απροκάλυπτη. Μου κάνει εντύπωση ότι οι περισσότεροι που τα λένε αυτά δεν μένουν καν σε κάποιες από τις γειτονιές που συνωστίζονται μετανάστες. Η Αννα Τριανταφυλλίδου, κοινωνική ψυχολόγος, καθηγήτρια στο European University Institute συμφωνεί και μου λέει ότι “υπήρχε πάντα μεγάλη ανοχή στο ρατσισμό στην Ελλάδα. Αν κάποιος ήταν ξενόφοβος και ρατσιστής κανείς δεν του έλεγε τίποτα όταν σε ένα τραπέζι μίλαγε για ‘εβραίους’ ή ‘σκυλάραπες’. Αυτή η ανοχή έχει μεταλλαχθεί. Η δυσανεξία και ο ρατσισμός ενεργοποιήθηκαν, πάνω που άρχιζε να υπάρχει όσμωση η οποία ξεκινούσε από τα παιδιά που μεγάλωναν εδώ. Πλέον ο ρατσισμός είναι πολύ έντονος και προέρχεται από τη σοβινιστική πλευρά του εθνικισμού. Χρησιμεύει στην κρίση όταν κλυδωνίζονται οι δικές μας σταθερές”. Πριν από μερικές μέρες ένα ζευγάρι ήρθε για να δει το σπίτι που νοικιάζω. Σκεφτόντουσαν να το αγοράσουν και αφού ολοκληρώσαμε το τουρ ο άντρας μου έκανε ένα νόημα να τα πούμε λίγο μεταξύ μας παράμερα, για να μην ακούει η κοπέλα του. Με ρώτησε “έχει τίποτα κέντρα για τοξικομανείς εδώ γύρω” του είπα όχι, “μετανάστες έχει πολλούς;”. Μπα του απάντησα. Με κοίταξε στα μάτια με ένα ύφος σαν να προσπαθούσε να καταλάβει αν έλεγα ψέματα ή όχι. “Μην ανησυχείς” του είπα.
Το περιστατικό με τον Κασιδιάρη ήταν στις κουβέντες της Αθήνας τουλάχιστον για μια εβδομάδα, πολύ παραπάνω δηλαδή από τον συνηθισμένο ημερήσιο κύκλο ειδήσεων. Μια από τις πρώτες εκείνες μέρες άκουσα σε μια διπλανή παρέα παιδιών, που ήταν σε ηλικία για να είναι ακόμα φοιτητές, να συζητάνε για το αν δικαιολογούνταν επειδή “η Κανέλλη τον προκάλεσε”. Τα ίδια άκουσα ξανά κανα δυο φορές και από μεγαλύτερούς τους, σε αυτές τις κουβέντες που παίρνει το αυτί σου χωρίς να το θες. Αυτές οι αλλοπρόσαλλες αντιδράσεις μου θύμησαν τα λεγόμενα κάποιων από τους αγωνιστές του Πολυτεχνείου, που θυμόντουσαν ότι στην πραγματικότητα η χούντα κράτησε 7 χρόνια με τη σιωπηρή συμφωνία των φοβισμένων και των βολεμένων. Ο Ιβαν Χάρινγκτον καθηγητής στο Chicago School of Professional Psychology λέει ότι “η ερευνητική ψυχολογία διαπιστώνει ότι το μίσος συνδέεται με ένα τύπο προσωπικότητας που ονομάζουμε αυταρχική. Η έρευνα αυτή ξεκίνησε αρχικά ως ένα πρότζεκτ διαπίστωσης μια προ-φασιστικής δομής προσωπικότητας, ως προσπάθεια εξήγησης της προτίμησης των εργατών μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο προς τον καπιταλισμό αντί για τον σοσιαλισμό. Η έρευνα αυτή αναβίωσε με την δημιουργία, από τον Μπομπ Αλτεμάγιερ στα τέλη του 80, μιας κλίμακας μέτρησης αυτού που ονόμασε δεξιό αυταρχισμό. Αυτοί που έχουν υψηλές μετρήσεις σε αυτή την κλίμακα τείνουν να είναι υποτακτικοί στην εξουσία, είναι τιμωρητικοί προς εκείνους που είναι αντισυμβατικοί, και είναι πιο συντηρητικοί σε θέματα σεξ, θρησκείας και κοινωνικών εθίμων. Είναι περισσότερο εθνοκεντρικοί, δείχνουν αντιπάθεια στα μέλη των εθνικών κοινοτήτων που δεν ανήκουν, είναι αντι-γκέι και γενικά αντιφεμινιστές. Εχουν επίσης υψηλές μετρήσεις στην αποδοχή της βίας κατά των γυναικών. Ακόμα πιο πρόσφατα η έρευνα έχει αναδείξει ακόμα ένα συμπληρωματικό κοινωνικό πολιτικό ύφος, αυτό της κοινωνικής κυριαρχίας. Ο προσανατολισμός κοινωνικής κυριαρχίας αναφέρεται στο βαθμό που το άτομο πιστεύει τους μύθους που υποστηρίζουν την κοινωνική ιεραρχία. Ο ρατσισμός, ο σεξισμός, ο εθνικισμός είναι παραδείγματα τέτοιων μύθων που δικαιολογούν την άνιση κατανομή του πλούτου και της εξουσίας. Αυτοί που έχουν υψηλές μετρήσεις σε αυτή την κλίμακα τείνουν να θεωρούν τον κόσμο ως ζούγκλα στην οποία οι δυνατότεροι καταφέρνουν να φτάσουν στην κορυφή. Είναι διατεθειμένοι να πουν ψέματα, να κλέψουν και να εξαπατήσουν για να το καταφέρουν”.
Συζητώντας με τον κο Πανούση διαπιστώνουμε ότι και οι δύο έχουμε εμπειρίες από τέτοιου είδους προσωπικότητες Ανθρώπους που ενώ έχουν παίξει σε όλα τα επίπεδα αναξιοκρατίας, κατακεραυνώνουν δημόσια την ελληνική διαφθορά που πνίγει για παράδειγμα τις επιχειρήσεις. Στις προσωπικές κουβέντες σου εξηγούν πώς κλέβουν την εφορία, γιατί είναι περήφανοι, και πώς θα γίνει να βγάλουν τα λεφτά τους στο εξωτερικό. Μαντεύω ότι το έχουν ήδη κάνει, απλά ψάχνουν για συνένοχους. “Η αλλαγή αφορά τους άλλους” λέει ο κος Πανούσης. “Η χώρα δεν έχει κοινωνικό συμβόλαιο. Δεν είναι κράτος είναι ομοσπονδία, το κράτος των δικαστών, των γιατρών κλπ. Έχουμε δομικό και όχι οικονομικό πρόβλημα. Οι μικρομεσαίοι που φτιάχτηκαν από το 80 και μετά, χωρίς βάση, δομές και ξαφνικά τους προέκυψε ο νεοπλουτισμός δεν έχουν διάθεση να γυρίσει εκεί που έμεναν. Η κυρία που βρέθηκε από τα Σεπόλια στην Εκάλη δεν ξαναγυρνάει πίσω. Αυτή η τάξη μας οδηγεί σε ακρότητες. Αυτή δεν θέλει να χάσει τα προνόμιά της”.
Κάτω από τα κείμενα των ειδησεογραφικών sites, ιδιαίτερα όσα εκφράζουν μια άποψη του συντάκτη είναι συνηθισμένο πια τα προσβλητικά σχόλια να στοιβάζονται το ένα πάνω στο άλλο. Ανώνυμα είναι όλα, και όταν πρόκειται για 2-3 η αντιπάθεια είναι σίγουρα προσωπική, σε βρίζει κάποιος που σε ξέρει, όταν είναι πολλά σε βρίζει κάποιος άγνωστος που αισθάνεται ότι είσαι στο αντίπαλο στρατόπεδο. Το αστείο είναι ότι σε βάζει εκείνος σε όποιο στρατόπεδο θέλει. Τις περισσότερες φορές είσαι άσχετος, διεφθαρμένος ή πληρωμένος προνομιούχος, αλλά το αν είσαι κουμούνι ή φασίστας εξαρτάται τελείως από τον σχολιαστή, και όχι από αυτά που πραγματικά γράφεις. Το τρολάρισμα, η ανώνυμη προσβολή, είναι χαρακτηριστικό του ίντερνετ όσο και η παραληρηματική έκφραση. Ξεκίνησε στα φόρουμς, λογικό ήταν να φτάσει στα σχόλια, ειρμός δεν βγαίνει συνήθως, μόνο ένα αόριστο μίσος, τουλάχιστον σίγουρα οργή. Ο κος Πανούσης πιστεύει ότι πρέπει να ηρεμήσουμε: “η κοινωνική οργή εκφράστηκε στις εκλογές. Αλλά δεν μπορεί να εκφράζεται για χρόνια απέναντι σε ένα σύστημα που σάπισε. Αυτό αναγκαστικά οδηγεί σε ακραίες λύσεις. Μια μόνιμη κοινωνική οργή οδηγεί σε φασισμό, όχι σε περισσότερη δημοκρατία. Τα πολιτικά υποκείμενα που θέλουν να παίξουν στην μόνιμη κοινωνική οργή με μηνύματα όπως “σε αδικούνε κι εσύ δεν κάνεις τίποτα¨, δεν οδηγούν πουθενά παρά σε εμφύλιο και διχασμό. Αν φτάσουμε στη λογική του κοινωνικού μίσους και της καταστροφής των πάντων, αφού εμείς δεν είμαστε οι ευνοημένοι του συστήματος, θα πάμε σε μια κοινωνία άλλου τύπου. Μια κυβέρνηση που δεν μπορεί να αποκτήσει το μίνιμουμ της συναίνεσης, της ανοχής και της νομιμοποίησης πόσο μπορεί να ζήσει; Και πόσο μπορεί να ζήσει η δημοκρατία αν συνέχεια αμφισβητούνται οι θεσμοί της;¨
Η άνοδος της Χρυσής Αυγής δίχασε όσους πιστεύουν στην δημοκρατία σε αυτή τη χώρα. Δεν ξέραμε αν θα έπρεπε να συνομιλούμε δημοσίως με αυτούς τους ανθρώπους, αν θα έπρεπε οι αρνητές της δημοκρατίας να απολαμβάνουν τα προνόμιά της. Υπάρχουν αυτοί που υποστηρίζουν ότι έτσι εκτίθενται, ότι όταν τους δίνεις δημόσιο βήμα τους επιτρέπεις να αυτοακυρωθούν, δεν μπορεί να μην βλέπει ο κόσμος ότι είναι νεοναζί, βίαιοι τραμπούκοι με παρανοϊκές ιδέες και συμπεριφορά. Ενα πρόσφατο βιβλίο που κυκλοφόρησε στην Αμερική από τον καθηγητή στην Νομική Σχολή του NYU, Τζέρεμι Γουόλντρον, λέγεται “Η επιβλάβεια της ρητορικής μίσους”. Ο Γουόλντρον προτείνει ότι ο προσβλητικός λόγος που απευθύνεται σε μειονότητες θα πρέπει να μην προστατεύεται από το αμερικάνικο σύνταγμα. Οι λόγοι είναι απλοί: γιατί βλάπτει τους στόχους του και υπονομεύει το δημόσιο αγαθό που είναι η κοινωνία χωρίς αποκλεισμούς. Νομίζω ότι εμείς έχουμε νόμους κατά των λιβέλων, των προσβολών και της συκοφαντικής δυσφήμισης. Η ρητορική μίσους των Νεοναζί δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα επικοινωνιακό πείραμα: αφήστε τους να μιλήσουν ή μην τους αφήνετε επειδή ο κόσμος θα έχει αυτή ή την άλλη αντίδραση. Πρέπει να αντιμετωπίζεται ως αυτό που είναι, και είναι προσβολή. Τους απαγορεύεις να προσβάλουν.