Αθήνα, 15 Ιουνίου – δύο ημέρες πριν από τις εκλογές. Η ώρα είναι 07.30 το απόγευμα και βρίσκομαι στο κατάστημα που διατηρεί η οικογένειά μου, εδώ και πάνω από τέσσερις δεκαετίες σε μια γειτονιά του κέντρου. Ο πατέρας μου έχει βρει ευκαιρία να φάει το «μεσημεριανό» του, ενώ από την τηλεόραση ακούγεται μια από τις τελευταίες πολιτικές συζητήσεις των ημερών.

Σπεύδω να εξυπηρετήσω δύο πελάτες – έτσι νομίζω τουλάχιστον. Σε σπαστά ελληνικά ο ένας μου λέει κάπως άτολμα κάτι που δεν καταλαβαίνω κι έτσι καλώ ενισχύσεις. «Μπαμπά, μήπως καταλαβαίνεις τι θέλει ο κύριος;». Ο διπλανός του μιλάει έντονα. Δεν αναγνωρίζω τη γλώσσα. Μόλις φτάνει ο πατέρας μου αποκαλύπτει τις προθέσεις του μαζί με το όπλο που έχει κρυμμένο κάτω από τη μπλούζα του.

Η αλήθεια είναι μια. Στο τετ – α – τετ με την κάννη παγώνεις. Ούτε συναίσθημα, ούτε καν φόβος. Ο, τι κι αν έχεις σκεφτεί από πριν – γιατί αν είσαι επαγγελματίας στο κέντρο, αυτές τις μέρες σίγουρα το έχεις σκεφτεί – η αντίδραση μπροστά στην απειλή, στο άγνωστο, δεν μπορεί να προβλεφθεί.

Αυτή είναι και η απάντηση στην απορία πολλών, ανάμεσα στους οποίους ήμουν κι εγώ μέχρι πριν λίγες ημέρες, που αναρωτιούνται: «Γιατί δεν τα έδινες, άνθρωπέ μου; Επρεπε να σε χτυπήσουν; Να σε πυροβολήσουν; Να σε σκοτώσουν;». Δεν είναι και λίγα τα παραδείγματα γύρω μας.

{{{ moto }}}Είναι αμέτρητες οι φορές που μας έχουν κλέψει τα τελευταία χρόνια. Οταν είσαι μέσα από τον πάγκο 14 ώρες τη μέρα, έχεις οικογένεια, υποχρεώσεις, προμηθευτές που περιμένουν κι έρχεται κάποιος να πάρει τον κόπο σου μέσα σε δυο λεπτά, αγανακτείς.
Δύο λεπτά, στα οποία το δικό μου ένστικτο μου είπε να σκύψω πίσω απ’ τον πάγκο, βλέποντας το όπλο να με σημαδεύει κατά πρόσωπο και απλώς να φωνάξω, ακούγοντας κλωτσιές και φωνές από τη μεριά του ταμείου. Μέσα στον πανικό μου βέβαια, δεν κατάλαβα ότι αυτός που κλώτσαγε ήταν ο πατέρας μου κι έτσι, όταν πια σηκώθηκα απ’ το πάτωμα, οι κλέφτες έτρεχαν να φύγουν ανάμεσα σε ένα πλήθος κόσμου, που είχε ακούσει τις φωνές μου κι έσπευσε να δει τι συμβαίνει.

Η δεύτερη μεγάλη αλήθεια είναι ότι είμαστε τυχεροί. Ούτε ψύχραιμοι, ούτε γενναίοι, όπως μας είπαν μερικοί. Απλώς τυχεροί, που δεν ήταν αποφασισμένοι να μας σκοτώσουν. Τι θα γίνει όμως, την επόμενη φορά που θα έρθουν ή στο επόμενο μαγαζί που θα μπουν; «Την επόμενη φορά, θα σκοτώσουν», είπα στην Αστυνομία που έφτασε αμέσως.

«Τι να κάνει η Αστυνομία; Φωνάξτε τη Χρυσή Αυγή να σας σώσει». Αυτό μας είπαν οι περισσότεροι έλληνες πελάτες και γείτονές μας. Αλλοι με παρρησία, άλλοι χαμηλόφωνα και συνωμοτικά. Αυτό ήταν το δικό μου γκάλοπ. «Η Χρυσή Αυγή θα είναι πάλι στη Βουλή…», το είχα καταλάβει εκείνη τη μέρα. Και είναι, όσο κι αν αυτό με τρομάζει και με κάνει να αναρωτιέμαι σε τι είδους κοινωνία ζούμε. Μια κοινωνία που διψάει για βία;

Οσο, όμως, οι άνθρωποι αισθάνονται απροστάτευτοι από το κράτος και την αστυνομία, τόσο το φαινόμενο θα είναι εδώ. Οσο η κοινωνία έχει ανάγκη να ακουμπήσει κάπου τον φόβο της, τόσο κάποιοι θα τον εκμεταλλεύονται. Κι ο φόβος σε κατακλύζει εδώ και τώρα. Δεν περιμένει εκλογές, σχηματισμό κυβέρνησης, μέτρα και μεταρρυθμίσεις.