Πόση εμπιστοσύνη μπορούμε να έχουμε στις μετρήσεις; Κάποιοι σκεπτικιστές υποστηρίζουν ότι ο πλανήτης δεν θερμαίνεται, αλλά αντίθετα ψυχραίνεται, φέρνοντας ως επιχείρημα ότι η θερμότερη χρονιά στα χρονικά ήταν το 1998.
Το πρόβλημα με τους σκεπτικιστές είναι ότι συνήθως παίρνουν ως βάση ένα μόνο σύνολο δεδομένων, το οποίο μπορεί να απεικονίσει την άποψή τους, αντί να λάβουν υπ΄όψιν τους συνολικά όλα τα στοιχεία. Παραδείγματος χάριν, ουσιαστικά υπάρχουν τέσσερις μεγάλες υπηρεσίες που υπολογίζουν τη μέση θερμοκρασία του πλανήτη τα τελευταία 150 χρόνια: η NASA, η αμερικανική Εθνική Υπηρεσία Ωκεανών και Ατμόσφαιρας (NOAA), το Κέντρο Χάντλεϊ της βρετανικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας και η Ιαπωνική Μετεωρολογική Υπηρεσία. Το Κέντρο Χάντλεϊ έχει υπολογίσει ως θερμότερο έτος το 1998 και, αν πάρει κανείς μόνο αυτό το στοιχείο το κλίμα φαίνεται όντως να ψυχραίνει στα επόμενα 14 χρόνια, αν και γνωρίζουμε ότι αυτή η χρονιά αποτελεί εξαίρεση επειιδή είχαμε το ισχυρότερο φαινόμενο Ελ Νίνιο που έχει καταγραφεί. Η NASA και η NOAA δίνουν ως θερμότερο έτος το 2010. Αν διαλέξεις συγκεκριμένα δεδομένα, σου δείχνουν αυτό που θέλεις να σου δείξουν. Αν όμως τα λάβεις υπόψιν όλα, όπως κάνουν τα σωστά μοντέλα, τότε βλέπεις ότι τα τελευταία 100 χρόνια υπάρχει μια ισχυρή τάση θέρμανσης πάνω από 0,75 βαθμούς Κελσίου. Γνωρίζουμε επίσης ότι παράλληλα με αυτή την τάση υπάρχει ένας ισχυρός τακτικός δεκαετής κύκλος ο οποίος οδήγησε σε ψυχρές συνθήκες στις δεκαετίες του 1940 και του 1960, εξ αιτίας της επιρροής του φυσικού κύκλου του Ηλιου. Οι κύκλοι αυτοί θα συνεχιστούν στο μέλλον αλλά δεν θα εμποδίσουν τα αέρια του θερμοκηπίου από το να συνεχίσουν να θερμαίνουν την ατμόσφαιρά μας.
Πολλοί λένε ότι τα αέρια του θερμοκηπίου δεν προέρχονται μόνο από τις ανθρώπινες δραστηριότητες και άρα η κλιματική αλλαγή δεν είναι ανθρωπογενής.
Ξέρουμε ακριβώς από πού προέρχονται τα αέρια του θερμοκηπίου. Αυτό που δημιουργεί τη σύγχυση είναι ότι κάθε χρόνο υπάρχει μια τεράστια ανταλλαγή διοξειδίου του άνθρακα ανάμεσα στην ξηρά, τους ωκεανούς και την ατμόσφαιρα. Τα νούμερα σε αυτή την ανταλλαγή φαίνονται πολύ μεγάλα και έτσι πολλοί λένε «α, ωραία, έχουμε έναν φυσικό κύκλο». Εμείς όμως κοιτάζουμε τι μένει στην ατμόσφαιρα μετά από αυτόν τον κύκλο. Και αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι για κάθε τόνο CO2 που βάζουμε στην ατμόσφαιρα αυτή τη στιγμή το ένα τέταρτο απορροφάται από τους ωκεανούς, το ένα τέταρτο απορροφάται από την ξηρά και μόνο το μισό μένει στην ατμόσφαιρα. Ξέρουμε λοιπόν ήδη ότι η Γη μάς σώζει, τα τελευταία εκατό χρόνια, από τη μισή ρύπανση που παράγουμε. Το ερώτημα, και εδώ τα μοντέλα εξελίσσονται όλο και περισσότερο το τελευταίο διάστημα, είναι πόσο θα διαρκέσει αυτή η «εξυπηρέτηση»; Σε ποιο σημείο οι ωκεανοί θα θερμανθούν τόσο ώστε να σταματήσουν να απορροφούν ένα μέρος από τη ρύπανσή μας και σε ποιο σημείο η αποψίλωση των δασών θα πάρει τόσο μεγάλη έκταση ώστε η βιόσφαιρα να σταματήσει και αυτή να απορροφά με τον ίδιο τρόπο; Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα.
Λέγεται επίσης ότι το μεθάνιο είναι πιο ισχυρό αέριο του θερμοκηπίου από το CO2.
Αυτό είναι αλήθεια, το μεθάνιο είναι το ισχυρότερο αέριο του θερμοκηπίου. Το CO2 όμως μετριέται σε μέρη ανά εκατομμύριο όγκου ενώ το μεθάνιο σε μέρη ανά δισεκατομμύριο. Αν λάβουμε υπόψη τον διαφορετικό τρόπο μέτρησής τους, η συγκέντρωση του μεθανίου στην ατμόσφαιρα είναι αισθητά μικρότερη. Και ναι, το μεθάνιο είναι είκοσι φορές πιο ισχυρό από το CO2, αλλά μένει στην ατμόσφαιρα μόνο εννέα χρόνια και μετά οξειδώνεται σε CO2. Το μεγαλυτερο πρόβλημα λοιπόν είναι το CO2, το οποίο αναλογεί σε περισσότερο από το 80% των ανθρώπινων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Ποια είναι η μεγαλύτερη άγνωστη παράμετρος στα σημερινά μοντέλα;
Oταν υπάρχουν πάντα περιθώρια αβεβαιότητας, πώς μπορούμε να λέμε ότι ξέρουμε προς τα πού πηγαίνουν τα πράγματα;
Στην επιστήμη πάντα υπάρχει αβεβαιότητα. Ολοι οι επιστήμονες, οι καλοί επιστήμονες, είναι σκεπτικιστές. Δεν πιστεύουμε κάτι παρά μόνο όταν μπορούμε να το κάνουμε και οι ίδιοι ή όταν τουλάχιστον δυο άλλες ομάδες δίνουν τα ίδια αποτελέσματα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι ενδείξεις που έχουμε βασίζονται σε ένα τεράστιο βάρος στοιχείων – αυτόν τον όρο χρησιμοποιώ. Όταν όχι μόνο δύο, αλλά τρεις, τέσσερις, πέντε και περισσότερες ομάδες δίνουν παρόμοια αποτελέσματα τότε υπάρχει τεράστιο βάρος στοιχείων και μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη στο ότι πραγματικά κάτι συμβαίνει. Ενας επιστήμονας δεν θα σας πει ποτέ ότι κάτι θα συμβεί 100% και, να σας πω την αλήθεια, εγώ πιστεύω ότι αυτό χτίζει την εμπιστοσύνη. Δεν ξέρω στην Ελλάδα εδώ όμως, στη Βρετανία, ο κόσμος βλέπει ότι οι πολιτικοί πάντα παρουσιάζουν κάτι ως σίγουρο και ύστερα κάνουν πίσω. Όταν κάποιος λέει «αυτό ισχύει απόλυτα», τότε έχουμε μεγάλο πρόβλημα. Και αυτό είναι ένα σημείο στο οποίο και εγώ έχω πρόβλημα με ορισμένους επιστήμονες που γίνονται μαχητικοί υπερασπιστές είτε της κλιματικής αλλαγής είτε της αντίθετης άποψης. Νομίζω ότι χάνουν την αξιοπιστία τους. Πρέπει κάποιος να διατηρεί την επιστημονική του θεώρηση για να διατηρήσει την αξιοπιστία του. Πάντα πίστευα ότι μπορούμε να δώσουμε συμβουλές και να δείξουμε τι θα συμβεί στο μέλλον, όμως οι δημοκρατίες και οι κυβερνήσεις είναι εκείνες που θα αποφασίσουν τι θα κάνουν. Ακόμη και αν αυτό μερικές φορές είναι απογοητευτικό.
Ναι, αλλά οι αβεβαιότητες εξακολουθούν να υπάρχουν….
Και θα γίνονται όλο και μεγαλύτερες όσο τα μοντέλα μας βελτιώνονται. Οσο και αν φαίνεται παράδοξο, αυτό σημαίνει ότι και οι προβλέψεις μας θα είναι καλύτερες.
Αυτό σημαίνει ότι οι νέες προβλέψεις της Διεθνούς Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) που θα ανακοινωθούν του χρόνου ενδέχεται να είναι διαφορετικές;
Από όσο γνωρίζω, μιλώντας με μερικούς από τους εγκυρότερους επιστήμονες που εργάζονται για την επόμενη έκθεση της IPCC, το εύρος της ανόδου της θερμοκρασίας θα μοιάζει πάρα πολύ με αυτό των προηγούμενων εκθέσεων. Η αβεβαιότητα ωστόσο σχετικά με αυτό θα είναι αυξημένη. Επειδή τώρα γνωρίζουμε περισσότερα. Τα τελευταία 30 χρόνια όμως οι προβλέψεις μας για την κλιματική αλλαγή υπήρξαν πολύ σταθερές. Επομένως είναι πλέον καιρός οι κυβερνήσεις να αρχίσουν να τις παίρνουν στα σοβαρά και να αναλάβουν δράση.