Ενα μεγάλο μέρος του τρέχοντος δημόσιου λόγου περί κρίσης εμφορείται από την ιδέα μιας ριζικής ετερονομίας της Ελλάδας. Και αυτή η ιδέα συμπυκνώνεται σε μια εικόνα, την εικόνα της χώρας – πειραματόζωο, χωρίς ίδια βούληση, με αιφνίδια ανατροπή των ιστορικών ροπών της, μη συντάξιμο το μέλλον της, κι ένα παρόν της άθυρμα στους καιρούς που της ορίζουν επίβουλα, ξένα δαιμόνια.
Στην πολιτική ρητορική των δύο εκλογικών αναμετρήσεων αυτό το σχήμα αντικρίστηκε στη λελογισμένη υπεράσπιση της αξιοπρέπειας («δεν μπορεί να γονατίσει άλλο αυτός ο λαός») και στη διαλεκτική της ριζοσπαστικής αντίθεσης («ο ελληνικός λαός θα στείλει μήνυμα ανατροπής σε όλη την Ευρώπη»). Με ποικίλες ρηματικές ασκήσεις ύφους και ομόλογες πολιτικές τακτικές, αυτή η παρουσίαση της κρίσης κυριάρχησε στις παραστάσεις που φιλοτεχνήθηκαν από όλες τις πολιτικές ελίτ για τις δύο εκλογές.
Από μια πρώτη άποψη, αυτές οι ελίτ ήσαν υποχρεωμένες να αρθρώσουν την εναντιωματική αφήγηση. Οι εκλογές είναι η τελετουργική στιγμή της πολιτικής, της αντιπαράθεσης, της σύγκρουσης. Και όταν η πολιτική βρίσκεται καθημαγμένη από την οικονομία, αλλά αυτή είναι σε κρίση, όταν η πολιτική βρίσκεται σε αναστολή από μια οικονομία ριζικής κρίσης, που γι’ αυτό δεν μπορεί να παράγει ρύθμιση του ίδιου του εαυτού της, πόσω μάλλον της κοινωνίας, έρχεται η στιγμή να διεκδικήσει η πολιτική τα πρωτεία της, τη διακριτή στιγμή της στην κανονιστική αναδιοργάνωση της ζωής των ανθρώπων. Με λόγους μυθευτικούς, πλανευτικούς, ψεύτικους, αλλά πάνω απ’ όλα αντιθετικούς. Λόγους που, με ποικίλη ένταση, απευθύνουν ένα «μα…» στην κατατονική μονοχρωμία των αγοραίων ιδαλγών τού «there is no alternative». Και στις δύο εκλογές, αυτός ο αντιθετικός λόγος των πολιτικών ηγεσιών ενσαρκώθηκε με ενάργεια σε εκλογικές επιλογές των πολιτών.
Ομως, από μια δεύτερη άποψη, οι πολιτικές ελίτ είναι υποχρεωμένες να αποκωδικοποιήσουν αυτές τις επιλογές. Διότι δεν υπάρχει ένα και μοναδικό «μήνυμα της κάλπης». Η κάλπη δεν μπορεί να είναι το λάλον υποκείμενο μιας μονοσθενούς λαϊκής βούλησης. Αυτή υπάρχει μόνον στην αφαίρεση της ρουσωικής «γενικής βούλησης», σε μια ιδεατή συνθήκη εξισωτικής εναρμόνισης συμφερόντων μικροπαραγωγών. Δεν μπορεί να αναζητείται ΤΟ «μήνυμα λαϊκής βούλησης». Οταν υπάρχει μια ριζική κρίση που διαλύει την υλική σκευή των κοινωνικών υποκειμένων (την ταξινόμησή τους στον διαλυόμενο από την κρίση καταμερισμό εργασίας), όταν αυτά τα κοινωνικά υποκείμενα δεν μπορούν να συγκροτηθούν με ευχέρεια χρόνου σε σχετικά εδραίους τόπους, όταν η πολιτική βρίσκεται σε κοινωνικό κενό, η ψήφος δεν μπορεί παρά να είναι συνώνυμη με ρήγματα. Δεν είναι ότι αυτά τα χρόνια της κρίσης το πολιτικό σύστημα σημαδεύτηκε από την απόστασή του απέναντι στην κοινωνία. Είναι ότι στην προσπάθειά του να γεφυρώσει αυτή την απόσταση παρήγαγε το ίδιο ιστορικές τομές και κατακερματισμούς στους κόλπους του, και στις 6 Μαΐου και στις 17 Ιουνίου.
Διαγράφεται μια άγνωστη χώρα. Μια χώρα πολύ μακριά από τους «κακούς έξω» και τους «καλούς μέσα». Μπορεί να γίνει και αντιμετάθεση αυτού του πολιτισμικά εμπεδωμένου δημοφιλούς δίπολου (αυτό έκανε, π. χ., ο ακατέργαστα «μεταμοντέρνος» κ. Τζήμερος), το οποίο προϋποθέτει ότι υπάρχει ένα οικείο συμπαγές «εντός» που θα βρίσκεται πάντα απέναντι σ’ ένα εχθρικά αποφασισμένο «εκτός». Κι αυτό το δίπολο, μέσα στην παγκοσμιότητα της κρίσης όπου σαρώνονται σύνορα και μπερδεύονται τα «όμοια» και τα «διαφορετικά», μπορεί πια να βρίσκει έκφραση μόνο σε έναν λόγο μίσους, ή φαντασιακής νοσταλγίας κάποιας εθνικής μήτρας. Μια τέτοια έκφραση σίγουρα υπήρξε στην κάλπη των δύο εκλογών.
Το κρίσιμο ερώτημα, λοιπόν, είναι αν μπορεί να υπάρχει συνοχή αυτού του «εντός» υποκειμένου. Γιατί ο κ. Σαμαράς καλεί σε «εθνική ενότητα» προτάσσοντας «πατριωτισμό»; Και το ερώτημα τίθεται με αφετηρία την κάλπη της 17ης Ιουνίου. Μια κάλπη διχασμένη περισσότερο από ό,τι η κάλπη της 6ης Μαΐου. Νέοι και γηραιότεροι, απέλπιδες άνεργοι και ανασφαλείς απασχολούμενοι, αστοί και ενδοχώριοι, φοβισμένοι δημόσιοι υπάλληλοι και ασθμαίνοντες ιδιωτικοί παρίες, γυναίκες και άνδρες, φτωχοί ανέστιοι και μετεωριζόμενοι μεσαίοι, εισοδηματίες χωρίς αντίκρισμα και κοντραμπατζήδες χωρίς πραμάτεια. Ολοι αυτοί έδωσαν μια ψήφο. Διαθλασμένη μέσα από πολλαπλά κάτοπτρα.
Είναι μια ψήφος που δεν μπορεί να ερμηνευθεί ούτε με το ατομικιστικό θεώρημα της ορθολογικής επιλογής, ούτε με την υπόθεση της «κομματικής συνταύτισης», ούτε με ευθύγραμμα ταξικές αναγωγές των επιλογών, ούτε με τη «θεματική ψήφο», ούτε με τις παραδοσιακές διαιρέσεις του πολιτικού άξονα, αλλά ούτε και με το ιστορικά νεότευκτο, εύθραυστο διάζευγμα «μνημόνιο – αντιμνημόνιο».
Αν ξημέρωσε μια άγνωστη χώρα, είναι γιατί η κρίση διαλύει τις παλιές καλές ταξινομήσεις που διασφάλιζαν τις ισορροπίες της πολιτείας της.
Ο κ. Τάκης Καφετζής είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ