Ο άνθρωπος που οδήγησε την Εθνική Ελλάδας για πρώτη φορά σε τελική φάση Euro και Παγκοσμίου Κυπέλλου δεν είναι πια κοντά μας. Ο Αλκέτας Παναγούλιας σε ηλικία 78 ετών έφυγε από τη ζωή το βράδυ της Δευτέρας (18/6), στο σπίτι του στη Βιένα, λίγο έξω από την Ουάσιγκτον, όπου διέμενε τα τελευταία χρόνια.
Ο Αλκέτας, όπως τον φώναζαν όχι μόνο γνωστοί και φίλοι αλλά όλοι οι έλληνες φίλαθλοι, έγραψε με χρυσά γράμματα το όνομά του στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, ως παίκτης, προπονητής, ακόμη και πρόεδρος του αγαπημένου του Αρη Θεσσαλονίκης.
Ιδίως ως τεχνικός υπήρξε επαναστάτης και πρωτοπόρος και πραγματοποίησε μια άκρως επιτυχημένη καριέρα με αποκορύφωμα τις προκρίσεις της Εθνικής ομάδας, αρχικά, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1980 στην Ιταλία και εν συνεχεία, στο Μουντιάλ του 1994 στις ΗΠΑ, ενώ κατέκτησε και τρία πρωταθλήματα με τον Ολυμπιακό. Επίσης, διετέλεσε ομοσπονδιακός τεχνικός στην εθνική και την ολυμπιακή ομάδα των ΗΠΑ.
Προ ετών τιμήθηκε ως ο καλύτερος έλληνας προπονητής των τελευταίων πενήντα χρόνων…
Η κηδεία του θα γίνει στην Ουάσιγκτον.
Ο πρόεδρος της ΝΔ κ. Σαμαράς έκανε την ακόλουθη δήλωση: «Ενας εκ των κορυφαίων προπονητών των τελευταίων πενήντα χρόνων, που πήγε την Εθνική Ελλάδος, για πρώτη φορά, στο Euro και στο Μουντιάλ, ο Αλκέτας Παναγούλιας, έφυγε από κοντά μας. Τιμούμε το γνήσιο πατριωτισμό του, το παράδειγμά του, τη μεγάλη προσφορά του στην πατρίδα, αλλά και στην παράταξή μας. Στην οικογένειά του εκφράζω τα πιο ειλικρινή συλλυπητήριά μου».
Το βιογραφικό του
Ο Αλκέτας Παναγούλιας γεννήθηκε στις 20 Μαΐου 1934. Το 1949 εντάχθηκε στους μικρούς του Άρη και στο τέλος του 1951, σε ένα τουρνουά Χριστουγέννων, πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στην πρώτη ομάδα, σε ηλικία 17 ετών. Ξεκίνησε την καριέρα του ως αριστερός εξτρέμ, αλλά σύντομα καθιερώθηκε στο αριστερό άκρο της άμυνας. Πολλές φορές χρειάστηκε να αγωνιστεί και στο κέντρο της άμυνας, λόγω των σημαντικών προσόντων που διέθετε. Διετέλεσε και αρχηγός του Άρη.
Τη δεκαετία του ’50, κατέκτησε δύο πρωταθλήματα Θεσσαλονίκης με τη φανέλα των «κίτρινων», το 1953 και το 1959, στα οποία συνέβαλε τα μέγιστα. Πέτυχε συνολικά 13 γκολ για το τοπικό πρωτάθλημα, 3 για το Κύπελλο Ελλάδας και 10 για το εθνικό πρωτάθλημα.
Το 1962, σε ηλικία 28 ετών, ανακοίνωσε στους συμπαίκτες του ότι θα έφευγε για τις ΗΠΑ, αποδεχόμενος την πρόσκληση της ομάδας Ελλήνων ομογενών «Greek American» της Νέας Υόρκης, συνεχίζοντας, παράλληλα, εκεί και τις σπουδές του. Ξεκίνησε την προπονητική του καριέρα απο την ελληνοαμερικάνική ομάδα Atlas Soccer Club, με την οποία κατέκτησε το US Open Cup 3 φορές (1967, 1968, 1969).
Το 1972 ανέλαβε βοηθός του προπονητή της Εθνικής Ελλάδος Μπίλυ Μπίγκαμ και το 1973 τον αντικατέστησε, αναλαμβάνοντας πρώτος προπονητής έως το 1981.Τον Φεβρουάριο του 1975, κάθισε για πρώτη φορά στον πάγκο του Άρη, διατηρώντας, παράλληλα και τα καθήκοντα του ομοσπονδιακού προπονητή. Έβγαλε από το αγωνιστικό αδιέξοδο τους «κιτρινους», οι οποίοι κατάφεραν να τερματίσουν στην έκτη θέση του πρωταθλήματος.
Σημείωσε τη μεγάλη επιτυχία της πρόκρισης της Εθνικής Ελλάδος στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1980 στην Ιταλία, που ήταν και η πρώτη διάκριση στην ιστορία της Εθνικής Ελλάδος. Στα τελικά του Euro 1980, οδήγησε την Εθνική Ελλάδος σε τρεις αξιοπρεπείς εμφανίσεις απέναντι στα φαβορί του θεσμού, Ολλανδία, Τσεχία και Γερμανία.Από το 1981 έως το 1983, υπήρξε προπονητής του Ολυμπιακού και κατέκτησε δύο πρωταθλήματα, το 1982 και το 1983.
Το διάστημα 1983-1985 ανέλαβε προπονητής της εθνικής ομάδας των ΗΠΑ. Το 1984 ήταν προπονητής της Ολυμπιακής ομάδας των ΗΠΑ στην Ολυμπιάδα του Λος Άντζελες. Στη συνέχεια, ανέλαβε και πάλι τον Ολυμπιακό και κερδίζει ένα ακόμα πρωτάθλημα το 1987, που έμελε να είναι και το τελευταίο πριν τα πέτρινα χρόνια της ομάδας, καθώς και το Σούπερ Καπ.
Το 1988 κλήθηκε να καθίσει για τρίτη φορά στον πάγκο του Άρη. Παρά τα προβλήματα που υπήρχαν, η ομάδα τερμάτισε στην έβδομη θέση του πρωταθλήματος. Την σεζον 1989-1990 συνέχισε στον πάγκο του Άρη, αλλά τον Ιανουάριο του 1990 απομακρύνθηκε απο την τεχνική ηγεσία μετά την ισοπαλία με τον Ιωνικό (1-1). Το 1992 ανέλαβε και πάλι την Εθνική Ελλάδος και σημείωσε ξανά μια μεγάλη επιτυχία, οδηγώντας την Εθνική στο Μουντιάλ των ΗΠΑ το 1994.
Τον Απρίλιο του 1999, ανέλαβε για τέταρτη φορά τον Άρη και, με έξι σερί νίκες τα τελευταία οκτώ παιχνίδια, κατάφερε να ανεβάσει την ομάδα στην έκτη θέση και να εξασφαλίσει την έξοδο στο Κύπελλο UEFA. Ο ίδιος, όμως, δεν θέλησε να συνεχίσει και την επόμενη περίοδο.
Η αποχώρηση του μεγαλομετόχου του Άρη, Δημήτρη Κοντομηνά και η πώληση των μετοχών στον Γιάννη Ζαχουδάνη στις 12 Ιουλίου 2001 προκάλεσε διοικητική αναταραχή στην ομάδα της Θεσσαλονίκης. Το καλοκαίρι του 2002, ο Αλκέτας Παναγούλιας επέστρεψε για να βοηθήσει τον Άρη απο τη θέση του προέδρου, με σύμβουλο τον Λάμπρο Σκόρδα. Συστάθηκε «οικουμενική διοίκηση», με στόχο να μην καταρρεύσει η ΠΑΕ.
Ωστόσο, ο Παναγούλιας διατήρησε για λίγο καιρό το πόστο του προέδρου και αποχώρησε, έχοντας προηγουμένως εκφράσει τις διαφωνίες του σε διάφορα θέματα, μεταξύ αυτών και της δαπανηρής μεταγραφής του Μαροκινού ποδοσφαιριστή Σαλαχεντίν Μπασίρ, ο οποίος εντάχθηκε στον Άρη με προβλήματα τραυματισμού. Ο Παναγούλιας προτίμησε να αποχωρήσει και να αποστασιοποιηθεί από τα γεγονότα «για το καλό του Άρη», όπως τόνισε ο ίδιος.
πηγή: wikipedia