Το κύκλωμα των διαλέξεων μπορεί να περιγραφεί με διάφορα επίθετα: «απαιτητικό», «εξαντλητικό», «χρονοβόρο» θα ήταν τα κυριότερα από αυτά. Ο Στίβεν Κέιβ το γνωρίζει από πρώτο χέρι. Ο βρετανός φιλόσοφος, πρώην διπλωμάτης και νυν συγγραφέας, μόλις έχει ολοκληρώσει μια μακρά περιοδεία στη Γερμανία και στην Αγγλία προκειμένου να προωθήσει το άρτι εκδοθέν βιβλίο του: το αντίτιμο της οικογενειακής άφεσης αμαρτιών για το «Immortality: The Quest to Live Forever and How it Drives Civilization» (εκδ. Crown), το οποίο κυκλοφόρησε στις αρχές του περασμένου μήνα με εξαιρετικές κριτικές σε Ευρώπη και Αμερική, είναι μια δεκαήμερη εκδρομή στην Πορτογαλία όπου το κλίμα είναι θερμό, η ύφεση διακριτική και το ευρώ φθηνό. Κρίμα που, όπως πολύ καλά γνωρίζει ο Κέιβ, δεν μπορεί να αγοράσει με αυτό το νόμισμα το αντικείμενο της έρευνάς του – το όνειρο της αθανασίας του ανθρώπου.
Πόρρω απέχοντας από το να αποτελεί επιδίωξη ονειροπαρμένων, έμμονη ιδέα των ισχυρών ή αναζήτηση εκκεντρικών προσωπικοτήτων, η έννοια της αθανασίας αποτελεί διαχρονικό μοτίβο, από το σουμεριακό Επος του Γκιλγκαμές ως τη σύγχρονη λαϊκή κουλτούρα. Για τον Στίβεν Κέιβ είναι η ίδια η κινητήριος δύναμη του πολιτισμού: «Η βούληση για ζωή, η ανάγκη να προεκτείνουμε τον εαυτό μας στο μέλλον αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό όλων των ζώντων οργανισμών. Ενώ, όμως, άλλα πλάσματα πασχίζουν να ζήσουν τη ζωή τους ως μια διάρκεια στιγμών, ο άνθρωπος, με τον ογκώδη εγκέφαλο και την εντυπωσιακή του διάνοια, μπορεί να προεκτείνει την επιθυμία του στο άπειρο μέλλον. Αρα, στον άνθρωπο, αυτή η φυσική βούληση για ζωή μετατρέπεται σε βούληση για αιώνια ζωή, βούληση για αθανασία. Και ο πολιτισμός γίνεται ακριβώς η προσπάθειά μας να επιτύχουμε αυτόν τον πρωταρχικό στόχο».
Αγγελοι, βαμπίρ και δαίμονες
Τέσσερις είναι κατά τον Κέιβ οι βασικές «ιστορίες» όλων των πολιτισμών περί της νίκης επί του θανάτου: η «αιώνια ζωή», η «ανάσταση νεκρών», η «αθανασία της ψυχής» και η «κληροδοσία στους επιγόνους». Οι τρεις πρώτες αφορούν τη σωματική ή πνευματική επιβίωση του ατόμου, η τελευταία τη μνήμη και τη διανοητική κατάθεση των επιτευγμάτων του στις επερχόμενες γενεές. Μπορεί όλες οι παραπάνω έννοιες να ακούγονται τετριμμένες στην εποχή που η ποπ κουλτούρα μάς έχει εξοικειώσει με αθάνατους Χαϊλάντερ, βαμπίρ, ζόμπι, αγγέλους και δαίμονες, κάποτε όμως όλες υπήρξαν ρηξικέλευθες: «Στην εποχή του Ιησού και των εβραίων προφητών, για παράδειγμα, η ανάσταση ήταν μια συναρπαστική και ριζοσπαστική ιδέα – υποσχόταν στους οπαδούς της ότι θα μπορούσαν να ζήσουν με το φυσικό τους σώμα σε έναν επίγειο παράδεισο. Επρόκειτο για μια σύλληψη ολωσδιόλου αντίθετη με την τότε διαδεδομένη άποψη ότι οι νεκροί ζούσαν σε έναν σκοτεινό υπόγειο κόσμο σκιών, όπως ο αρχαιοελληνικός Αδης.
Τη Δευτέρα Παρουσία θα είσαι ζόμπι;
Εύκολα αποδέχεται κανείς την ιδέα της ανάστασης αν πιστεύει ότι η ημέρα της κρίσεως επίκειται, όπως δίδασκε ο Χριστός. Κάτι τέτοιο γίνεται πολύ δυσκολότερα αποδεκτό αν πρέπει κανείς να παραμείνει στον τάφο επί αιώνες, αναμένοντας να ξαναζήσει. Αφήστε που η αναμονή γεννά και ένα έντονο φιλοσοφικό πρόβλημα: αν το σώμα κάποιου έχει καεί ή φθαρεί, όταν ο Θεός τον αναστήσει, οφείλει να το δημιουργήσει εκ νέου – τι μας βεβαιώνει, όμως, ότι πρόκειται για το ίδιο ακριβώς πρόσωπο και όχι ένα αντίγραφό του; Ο Θεός θα μπορούσε προφανώς να δημιουργήσει πλήθος εκδοχών ενός ατόμου. Γι’ αυτό και σταδιακά η χριστιανική αφήγηση της σωματικής ανάστασης πέρασε στην αθανασία της ψυχής ως λύση στο πρόβλημα: αυτή είναι που επιβιώνει μετά θάνατον και συνδέεται ξανά με το σώμα την ημέρα της ανάστασης, διασφαλίζοντας τη συνέχεια. Αποτελεί επίσης μια πιο γοητευτική ιδέα για πολλούς ανθρώπους: κανείς δεν θέλει να φαντάζεται τον εαυτό του ή τους οικείους του να περιμένουν την ημέρα της κρίσης μόνο και μόνο για να βγουν από τον τάφο σαν να πρόκειται για φτηνή ταινία με ζόμπι. Μια αθάνατη ψυχή που πηγαίνει κατευθείαν στον Παράδεισο όταν πεθαίνουμε αποτελεί πολύ καλύτερη επιλογή».
Οι αντιφάσεις της αθανασίας
Από αυτή την άποψη, η επιστήμη δεν καινοτομεί όσο θα περίμενε κανείς. «Κάθε πολιτισμός ή κάθε γενιά», λέει ο Κέιβ, «διηγείται τις ιστορίες αυτές με το λεξιλόγιο του καιρού της. Η δική μας εποχή διαθέτει το λεξιλόγιο της επιστήμης. Κάποτε, οι αλχημιστές ήλπιζαν να παρασκευάσουν το ελιξίριο της ζωής, ενώ εμείς σήμερα εναποθέτουμε τις ελπίδες μας για αιώνια ζωή στους επιστήμονες, στα βλαστοκύτταρα και στη γενετική μηχανική. Κάποτε ελπίζαμε ότι ο Θεός θα μας αναστήσει εκ του τάφου, στις μέρες μας οι άνθρωποι καταψύχονται μετά θάνατον με την ελπίδα ότι η επιστήμη θα τους αναστήσει όταν η ιατρική θα έχει προχωρήσει επαρκώς. Κάποτε, η κληρονομιά μας ήταν τα πορτρέτα μας ή τα ποιήματα που γράφαμε, σήμερα είναι τα μπλογκ μας και οι φωτογραφίες από τις διακοπές που ανεβάζουμε στο Διαδίκτυο».
Στο ερώτημα πόσο κοντά βρίσκεται η επιστήμη στο να κάνει πράξη παρόμοιες επαγγελίες, ο Στίβεν Κέιβ σηκώνει τα χέρια ψηλά: «Εξαρτάται από το ποιον θα ρωτήσετε. Οι αισιόδοξοι θα σας πουν ότι το 2050 θα έχουμε τη δυνατότητα να αποθηκεύσουμε το πλήρες περιεχόμενο ενός ανθρώπινου μυαλού σε έναν υπολογιστή. Σε αυτή την περίπτωση, θεωρητικά τουλάχιστον, όταν το βιολογικό πρόσωπο πέθαινε, θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε ένα άβατάρ του ή μια ρομποτική έκδοσή του που θα συνέχιζε να ζει. Οι σκεπτικιστές, από την άλλη πλευρά, υποστηρίζουν ότι βρισκόμαστε πολύ μακριά ακόμη και από τη χαρτογράφηση της τεράστιας πολυπλοκότητας ενός ζώντος εγκεφάλου, πόσω μάλλον από τη δυνατότητα αποθήκευσης των αστρονομικών ποσοτήτων πληροφορίας που θα απαιτούσε κάτι τέτοιο». Ναι, αλλά ο ίδιος τι πιστεύει; «Ενα άβαταρ θα ήταν ένα απλό αντίγραφο, έστω κι αν ήταν τόσο πιστό ώστε να ξεγελάσει και την ίδια τη μητέρα του πρωτότυπου. Πρόκειται ακριβώς για το πρόβλημα της ανάστασης που προανέφερα: θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε πλήθος άβατάρ μου, κανένα, όμως, δεν θα ήταν ο κανονικός εαυτός μου».
Εχει η επιδίωξη της αθανασίας τα αρνητικά της; «Ναι, επειδή δεν συμπεριλαμβάνει μόνο τα πλεονεκτήματα του πολιτισμού, αλλά και τα μειονεκτήματά του – πόλεμο, διακρίσεις, ξενοφοβία και άλλα. Αν οι άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να προβούν σε απέλπιδες ενέργειες όταν διακυβεύεται η ζωή τους, σκεφτείτε σε πόσο πιο απέλπιδες πράξεις προβαίνουν όταν το διακύβευμα είναι η αιώνια ζωή τους: χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι ιεροί πόλεμοι – σταυροφορίες, τζιχάντ και τα συναφή. Επιπλέον, η υπερβολική εστίαση στα του άλλου κόσμου μάς κάνει να ξεχνάμε το εδώ και το τώρα.
Ενα τέτοιο αφήγημα, το οποίο υποδεικνύει τη συμμόρφωση με τους κανόνες του συστήματος εδώ προκειμένου κάποιος να ανταμειφθεί (ή, σε περίπτωση απειθαρχίας, να τιμωρηθεί) στο επέκεινα, οδηγεί στον συντηρητισμό. Και έχουμε δει στο παρελθόν μακρές περιόδους κοινωνικού συντηρητισμού: η χριστιανική Ευρώπη, από την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ως τον Διαφωτισμό, για παράδειγμα. Πολλές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις στην Ευρώπη δεν συνέβησαν παρά μόνον όταν η πίστη στον Παράδεισο και στην Κόλαση είχε ξεθωριάσει. Στην Ινδία, όπου η πίστη στη μετενσάρκωση παραμένει ισχυρότατη σήμερα, η κοινωνική πρόοδος δυσχεραίνεται από τη διαδεδομένη πεποίθηση ότι αν κάποιος είναι φτωχός ή ανάπηρος, κάτι έχει κάνει σε προηγούμενη ζωή για να το αξίζει».
Η αμαρτία, η αθανασία και… το ευρώ
Ο Κέιβ γελάει όταν του επισημαίνω ότι η έννοια της αμαρτίας, η οποία στον θεολογικό λόγο αποκλείει την αθανασία, χαίρει πλέον εκτίμησης και στην οικονομική επιστήμη, όπου οι αμαρτίες του μεσογειακού Νότου λογίζονται ως αιτία έξωσης από τον «παράδεισο» της ευρωζώνης. «Λοιπόν, το επιχείρημά σας είναι πολύ ενδιαφέρον και λεπτό. Θα έλεγα ότι η απάντηση βρίσκεται στη σύζευξη των εννοιών της αμαρτίας και του κακού. Το όνειρο της αθανασίας δεν εκπορεύεται αναγκαστικά από τη θρησκεία – μπορεί να προέρχεται από μια οικονομική ιδεολογία, μια πολιτική ιδεολογία ή οποιαδήποτε κοσμοθεωρία επικαλείται την έννοια της μονιμότητας. Αν δεχθεί κανείς, λοιπόν, ότι ο καπιταλισμός και μια σταθερή κοινωνία μπορούν να μας κρατήσουν περισσότερο εν ζωή (και η σημερινή κοινωνία, όπου λόγω της υλικής προόδου το προσδόκιμο ζωής έχει αυξηθεί, διασφαλίζει ότι το χρήμα εξαγοράζει μακροζωία), τότε ό,τι απειλεί το σύστημα απειλεί ταυτόχρονα και την αθανασία μας.
Ο ανθρωπολόγος Ερνεστ Μπέκερ, τώρα, ισχυρίζεται ότι η ισχύς του φόβου του θανάτου διαμορφώνει τις πεποιθήσεις και τις ιδεολογίες μας: ορίζουμε το κακό σε σχέση με ό,τι απειλεί τη ζωή μας – δηλητηριώδη φίδια, ξηρασία, λιμός, ασθένειες, όλα αυτά είναι “κακά”. Από τη στιγμή, όμως, που αφήνουμε τις ιδεολογίες μας να ταυτιστούν με στρατηγικές αθανασίας, βλέπουμε τα πάντα ως αντιθέσεις μεταξύ άσπρου και μαύρου – το “κακό” είναι αυτό που απειλεί την αθανασία μας, επομένως ό,τι και αν κάνουμε προκειμένου να το σταματήσουμε είναι δικαιολογημένο. Αρκούσε ο Τζορτζ Μπους να αποκαλέσει τους τρομοκράτες “φορείς του κακού” για να κηρυχθεί πόλεμος, να επιτραπούν τα βασανιστήρια ή οι στοχευμένες δολοφονίες. Χρησιμοποιούμε, λοιπόν, πράγματι με ευκολία τη γλώσσα της αμαρτίας και του κακού και θεωρώ, όπως και ο Μπέκερ, ότι κάτι τέτοιο είναι πολύ επικίνδυνο».
Τα καλά του θανάτου
Σε πρόσφατο άρθρο του στους «New York Times» ο Στίβεν Κέιβ ανέλαβε τον ρόλο του συνηγόρου του διαβόλου, εκθέτοντας τα πιθανά δεινά της αθανασίας: έλλειψη ενδιαφέροντος, νοητικής πρόκλησης, κάθε ανάγκης για τέχνη, πρόοδο, πίστη. Καλύτερα θνητοί, λοιπόν; «Χωρίς τη συνείδηση της θνητότητας και των προσπαθειών μας να αντεπεξέλθουμε στην πραγματικότητά της ο πολιτισμός μας θα ήταν τελείως αγνώριστος.
Πολλοί ποιητές και φιλόσοφοι, μεταξύ των οποίων οι Επικούρειοι και οι Στωικοί, που απέρριπταν τον φόβο του θανάτου, έχουν ισχυριστεί ότι είναι ακριβώς η επίγνωσή του που μας ορίζει ως ανθρώπους, διαχωρίζοντάς μας τόσο από τους θεούς, τους πραγματικούς αθάνατους, όσο και από τα ζώα που ζουν ευτυχισμένα στην άγνοια της θνητής τους κατάστασης. Ταυτόχρονα, η επίγνωση του γεγονότος ότι ο χρόνος μας είναι πεπερασμένος τού δίνει νόημα και αξία. Κατά την άποψή τους, λοιπόν, η θνητότητα δεν είναι και τόσο άσχημη – και συμφωνώ μαζί τους».