Ποια Ελλάδα θέλουμε; Θα απαντήσω αποφατικά. Θα προσπαθήσω δηλαδή να δείξω ποια Ελλάδα δεν θέλουμε – ή μάλλον, ποια χαρακτηριστικά της πρέπει να αλλάξουν ριζικά αν θέλουμε η χώρα να συνεχίσει την ευρωπαϊκή πορεία της κατά έναν πολιτικά δημοκρατικό, κοινωνικά δίκαιο, οικονομικά αποτελεσματικό και πολιτισμικά αυτόνομο τρόπο. Επειδή η λίστα των παραγόντων που πρέπει να αλλάξουν είναι πολύ μεγάλη, θα επικεντρωθώ στα πιο βασικά αρνητικά χαρακτηριστικά.

Η πολιτική διάσταση
Στο πολιτικό επίπεδο η κύρια πηγή της ελληνικής κακοδαιμονίας είναι το κομματικοκρατικό σύστημα της χώρας που κυρίως (αλλά όχι μόνο) ευθύνεται για το σημερινό αδιέξοδο. Οπως έχω ήδη τονίσει από αυτές τις στήλες, στη Μεταπολίτευση τα κόμματα μαζικοποιήθηκαν χωρίς να εκδημοκρατισθούν, χωρίς δηλαδή να αποβάλουν ή τουλάχιστον να αμβλύνουν τα πελατειακά και λαϊκιστικά χαρακτηριστικά τους. Απεναντίας, αυτά τα χαρακτηριστικά εντάθηκαν, αφού η μαζική οργάνωση των κομμάτων εξουσίας διείσδυσε την περιφέρεια της κοινωνίας μαζικοποιώντας έτσι τη διαφθορά και την αδιαφάνεια.
Αυτή η κατάσταση διάβρωσε ακόμη περισσότερο την ήδη πελατειακή και βαθιά αντιαναπτυξιακή δημόσια διοίκηση. Δημιούργησε ένα πλαίσιο όπου οι πόροι (ευρωπαϊκοί και εγχώριοι) κατευθύνονται λιγότερο στην ανάπτυξη της οικονομίας και περισσότερο στην ανάπτυξη πελατειακών δικτύων. Ετσι βλέπουμε την καταλήστευση των κρατικών ταμείων, τη χρηματοδότηση κρατικοδίαιτων μεγάλων επιχειρήσεων (κυρίως δημόσιων) και τη γενίκευση των υπόγειων ανταλλαγών μεταξύ πολιτικών, «πελατών» και δημοσίων υπαλλήλων. Βλέπουμε επίσης την κομματικοποίηση και την κατάργηση της αυτόνομης λογικής όλων των θεσμικών χώρων.
Σε αυτή τη συνεχώς επιδεινούμενη κατάσταση, λόγω της καχεκτικής κοινωνίας των πολιτών, δεν υπήρχαν αντίβαρα ικανά να σταματήσουν τον κομματικοκρατικό επεκτατισμό. Αυτό φαίνεται καθαρά από τις γελοίες εξεταστικές επιτροπές όπου η συντεχνία των βουλευτών ήταν και κατήγοροι και κατηγορούμενοι – με αποτέλεσμα οι αναρίθμητες υποθέσεις σκανδάλων να μπαίνουν πάντα στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας.
Πώς μπορεί να αλλάξει αυτή η κατάσταση; Από μέσα, μέσω μιας μικρής μερίδας πολιτικών που ήθελαν ή τώρα θέλουν τη ριζική αλλαγή του κομματικοκρατικού συστήματος. Από έξω, μέσω της ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού. Τέλος, και κυρίως, μέσω της δημιουργίας ανεξάρτητων από τα κόμματα μηχανισμών που θα ελέγχουν τα οικονομικά των κομμάτων, τα δημόσια έργα και τους άλλους τομείς όπου η διαφθορά όχι μόνον ανθεί αλλά και συνεχώς θεριεύει. Μ’ άλλα λόγια, το πέρασμα από την κομματικοκρατική στην κομματική δημοκρατία προϋποθέτει την ενδυνάμωση της κοινωνίας των πολιτών, δηλαδή την ενδυνάμωση ενός τρίτου χώρου, ικανού να βάλει φρένο και στην πελατειακή λογική του κράτους και στην αρπακτική λογική των καρτέλ και των μονοπωλίων.

Η οικονομική διάσταση
Στον οικονομικό χώρο, για προφανείς λόγους, υπάρχει άμεση ανάγκη μαζικών επενδύσεων (ξένων και εγχώριων). Η βασική προϋπόθεση επιτυχίας εδώ είναι η δημιουργία συνθηκών που θα κάνουν δυνατές και αποτελεσματικές αυτές τις επενδύσεις. Συνθηκών όπως η ορθολογικοποίηση της κρατικής μηχανής, ένα σταθερό φορολογικό σύστημα, η πάταξη της διαφθοράς, η ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας κτλ.
Οσο για τον κοινωνικό τομέα, δύο είναι τα πιο βασικά προβλήματα. Πρώτον, το φορολογικό σύστημα, που είναι όχι μόνον ατελέσφορο αλλά και εξαιρετικά άδικο. Η έμφαση στους έμμεσους φόρους θίγουν κυρίως τους οικονομικά αδύνατους. Ενώ η δυσκολία φορολόγησης των αυτοαπασχολουμένων και των μικροεπιχειρήσεων κάνει την ισορρόπηση του κρατικού προϋπολογισμού εξαιρετικά δύσκολη. Δεύτερο πρόβλημα: η υψηλή ανεργία (κυρίως των νέων), που δημιουργεί οικονομική εξαθλίωση, κοινωνική περιθωριοποίηση και ψυχική αποδιοργάνωση της ζωής όλων αυτών που δεν έχουν πρόσβαση στην αγορά εργασίας.
Σ’ αυτό το θέμα, που αποτελεί το πιο αποκρουστικό χαρακτηριστικό του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, μόνο μερικές σκανδιναβικές χώρες έχουν βρει μια ικανοποιητική λύση, λύση δύσκολη μεν αλλά αναγκαία για να αποκτήσει το καπιταλιστικό σύστημα έναν λιγότερο βάρβαρο χαρακτήρα. Αυτή συνίσταται στο λεγόμενο σύστημα της «ευασφάλειας» (flexicurity), δηλαδή ευελιξία μεν στην αγορά εργασίας αλλά συγχρόνως παροχή ικανοποιητικής ασφάλειας στους ανέργους. Με αυτό το σύστημα οι άνεργοι λαμβάνουν ένα μεγάλο ποσοστό του μισθού που είχαν προτού χάσουν τη δουλειά τους (περίπου 80%). Συγχρόνως όμως είναι υποχρεωμένοι είτε να ενταχθούν σε προγράμματα μετεκπαίδευσης είτε να προσφέρουν υπηρεσίες στον χώρο της κοινότητας. Με αυτόν τον τρόπο η ανεργία μειώνεται στο ελάχιστο, αφού όλοι κινητοποιούνται στο τρίγωνο «αγορά εργασίας – μετεκπαίδευση – κοινωνικός χώρος». Το σύστημα είναι πολυδάπανο, αλλά μόνο με αυτόν τον σοσιαλδημοκρατικό τρόπο το καπιταλιστικό σύστημα μπορεί να εξανθρωπιστεί. Στη χώρα μας δεν υπάρχουν ούτε οι πόροι ούτε οι κατάλληλες υποδομές που είναι οι κύριες προϋποθέσεις επιτυχίας αυτού του συστήματος. Είναι όμως μια κατάσταση προς την οποία θα πρέπει σταδιακά να πλησιάσουμε.

Η πολιτισμική διάσταση
Τέλος, στον πολιτισμικό χώρο το κυρίως πρόβλημα είναι το στρεβλό εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας. Σε ό,τι αφορά τις συχνές αποτυχημένες μεταρρυθμίσεις, όλη η προσοχή δίδεται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση – αφού μόνον έτσι μπορεί ο/η υπουργός Παιδείας να «δοξασθεί». Ενώ επείγει βαθιά αλλαγή της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, όπου για τη στιγμή το σύστημα «εκπαιδεύει» άτομα που δεν αποκτούν κριτική σκέψη, ούτε επιθυμία για μόρφωση – αφού η τελευταία προσφέρεται κατά φορμαλιστικό και αρτηριοσκληρωτικό τρόπο. Εδώ η λύση είναι η δημιουργία ενός σχετικά αυτόνομου εκπαιδευτικού οργανισμού που θα σχεδιάζει μακρόχρονα τις απαραίτητες αλλαγές σ’ ένα πλαίσιο όπου τα κομματικά παιχνίδια ή/και οι προσωπικές φιλοδοξίες του κάθε υπουργού Παιδείας δεν θα έχουν το βάρος που έχουν σήμερα.
Τελειώνοντας, τα παραπάνω πολιτικά, κοινωνικοοικονομικά και πολιτιστικά προβλήματα και λύσεις που ανέφερα προϋποθέτουν βέβαια την υπέρβαση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, ενός συστήματος που θεοποιεί την αγορά και πιστεύει ότι οι μηχανισμοί της λύνουν όχι μόνο τα οικονομικά αλλά και τα κοινωνικά και πολιτισμικά προβλήματα μιας χώρας. Δυστυχώς, το πέρασμα από το νεοφιλελεύθερο σ’ ένα νεο-σοσιαλδημοκρατικό σύστημα οργάνωσης δεν μπορεί να επιτευχθεί σε «μία μόνο χώρα» – κυρίως σε μια ημιανάπτυκτη χώρα όπως η δική μας. Προϋποθέτει την αλλαγή, αν όχι του παγκόσμιου, σίγουρα του ευρωπαϊκού συστήματος. Για τη στιγμή αυτού του είδους η αλλαγή δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Ως εκ τούτου, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι οι προτάσεις μου ακούγονται ουτοπικές. Μπορεί όμως να πρόκειται, για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του Anthony Giddens, για μια «ρεαλιστική ουτοπία».
Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στην LSE.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ