* Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί (με μικρές τροποποιήσεις και αναγκαίες επικαιροποιήσεις) αναδημοσίευση ενός περσινού άρθρου μου στην «Ελευθεροτυπία».

Καθώς το θέμα παραμένει επίκαιρο, το θεώρησα χρήσιμο να παρουσιάσω το άρθρο στο αναγνωστικό κοινό του «Βήματος». Κάποιοι αναγνώστες ίσως αντιδράσουν (είναι απόλυτα κατανοητό), πιστεύω όμως πως ήρθε η ώρα να σπάσουν κάποια ταμπού στην ελληνική κοινωνία…

Το λογοπαίγνιο που μετονομάζει το μνημόνιο σε… μνημόσυνο, είναι πια πασίγνωστο. Θα προσθέσω, όμως, πως είναι και οξύμωρο! Πράγματι, οι κερδοσκοπούντες από τον ανθρώπινο πόνο είναι ίσως οι μόνοι τους οποίους δεν έχει αγγίξει η μνημονιακή λαίλαπα. Γύρω από την Εκκλησία έχει στηθεί μια ολόκληρη βιομηχανία παρηγοριάς και πιστοποίησης οικογενειακής και κοινωνικής νομιμοφροσύνης, η οποία αξιοποιεί ευφυώς τη σκουριασμένη οπισθοδρόμηση των μικρών κοινωνιών της επαρχίας. Μια οπισθοδρόμηση της οποίας τη συντήρηση η Εκκλησία διακαώς επιθυμεί και για την οποία επιμελώς φροντίζει. Οι λόγοι προφανείς…

Η μητέρα μου υπήρξε προοδευτικός αλλά και πρακτικός άνθρωπος. Έλεγε πάντα: «Όταν φύγω, δεν θέλω να μου κάνετε μνημόσυνα. Δώστε τα χρήματα στην Εκκλησία, να τα μοιράσει στους φτωχούς!» Τι ωραιότερος τρόπος, αλήθεια, να μείνει στη μνήμη ένας συνάνθρωπος… Πρόπερσι έφυγε ξαφνικά, κατά τη διάρκεια καλοκαιρινών διακοπών στο χωριό της.

Πάνω στο χρόνο, ανακοίνωσα στους συγγενείς ότι, σύμφωνα με την επιθυμία της, αντί μνημόσυνων θα προσφέρω στη μνήμη της ένα γενναίο ποσό στην Εκκλησία του χωριού, να το διαθέσει κατά την κρίση της για κοινωνικές αγαθοεργίες. Οι συγγενείς έπεσαν να με φάνε: «Τι είν’ αυτά που λες; Θα μας γελάει όλο το χωριό! Θα λένε, για δες ο γιος της, τσιγκουνεύτηκε να κάνει ένα μνημόσυνο για τη μάνα του!» Τους επανέλαβα ότι θα διαθέσω ένα ποσό στη μνήμη της, το οποίο θα υπερβαίνει τα έξοδα ενός μνημόσυνου.

«Εδώ είναι χωριό, κι ο κόσμος περιμένει ν’ ακούσει τους ψαλτάδες, να δει το στάρι, τα ψωμάκια, τα λουλούδια, να πιει τον καφέ και το κονιάκ στο καφενείο, να κάτσει να φάει στην ταβέρνα», με αποστόμωσαν! «Τι θέλεις, να μην τολμάς μετά να πατήσεις εδώ τα καλοκαίρια;»

«Τσιγκουνιά», λοιπόν, στην ιδιωματική διάλεκτο του χωριού σημαίνει όχι να μην διαθέτεις χρήμα για έναν καλό σκοπό, αλλά να μην το διαθέτεις για να συντηρήσεις την τοπική παραοικονομία που κερδοσκοπεί απ’ τον ανθρώπινο πόνο! Μια βιομηχανία που χρησιμοποιεί σαν πρώτες ύλες τη σκουριασμένη συντήρηση των μικρών κοινωνιών της Ελλάδας, και το φόβο του ανθρώπου μπροστά στην ενδεχόμενη απώλεια της κοινωνικής αποδοχής.

Με αρχι-βιομήχανο τον ίδιο τον παπά του χωριού, και άξιους οικονομικούς συνεργάτες τους ψαλτάδες, τους κωδωνοκρούστες, τους τοπικούς λουλουδάδες, τους ζαχαροπλάστες, τους καφετζήδες, κι όποιους άλλους τυχόν ξέχασα… Θέλοντας να αποφύγω τη ρήξη με συγγενείς, τελικά ενέδωσα.

Για την ιστορία, το συνολικό κόστος για μια δεκάλεπτη τελετή, η οποία μάλιστα κάλυψε ταυτόχρονα δύο διαφορετικούς εκλιπόντες (αποφέροντας, εννοείται, και διπλάσια κέρδη στην Εκκλησία!) άγγιξε τα 750 ευρώ. Στην ήπια εκφρασμένη απορία μου για το κόστος αυτό, ανέλαβε να απαντήσει η «φαρμακόγλωσση» του χωριού, η οποία καθορίζει και το μέτρο βάσει του οποίου εκχωρείται ή όχι το πιστοποιητικό της κοινωνικής νομιμοφροσύνης στη γειτονιά: «Δεν πειράζει, πληρώστε κι εσείς οι πλούσιοι! Εδώ τα φτωχαδάκια πληρώνουν και ξαναπληρώνουν τόσα!»

Παρακάμπτοντας ότι το «εσείς οι πλούσιοι» απευθυνόταν σε έναν μισθωτό χωρίς άλλα εισοδήματα, επανέλαβα πως είναι εμφανής η ασύστολη κερδοσκοπία. Αναφέρθηκα, μάλιστα, στον ζαχαροπλάστη, ο οποίος μάλλον θα έπρεπε να μετονομασθεί σε… φαρμακοποιό! Για να εισπράξω την τελική, καθηλωτική απάντηση: «Τη δουλειά που πατάει αυτός, και τα ξενύχτια που κάνει για να ετοιμάσει τα στάρια, εσύ ούτε που τα έχεις δει στον ύπνο σου!»

Προφανώς, η εν λόγω κυρία είχε στήσει κάμερες στην οικία μου και στο χώρο εργασίας μου, και κατέγραφε επί εικοσιτετραώρου βάσεως όλες τις κινήσεις και δραστηριότητές μου… Δεν γνωρίζω πόσα «φτωχαδάκια» υπάρχουν στ’ αλήθεια στο χωριό. Αν όμως πράγματι υπάρχουν, με ποια λογική η τοπική κοινωνία, με τη σιωπηλή συναίνεση της Εκκλησίας, αρνείται προσφορές που θα τους ανακούφιζαν, ενώ παράλληλα τους υποχρεώνει να συντηρούν μια κερδοφόρα βιομηχανία βασισμένη στον πόνο της απώλειας και στο ανθρώπινο φιλότιμο; Εκτός αν «φτωχαδάκια» εννοούμε τους αγρότες που, δαπάναις των Ευρωπαϊκών επιδοτήσεων, έπαψαν να καλλιεργούν τη γη και καταπιάστηκαν με καλλιέργειες… μεζέδων στα τοπικά καφενεία (για να μην αναφερθώ και σε αγορές πανάκριβων διαπιστευτηρίων νεοπλουτισμού)!

Όπως και να ‘χει, φράσεις όπως οι διαβόητες «λεφτά υπάρχουν» και «μαζί τα φάγαμε» χρήζουν επανερμηνείας. Και κυρίως, χρήζουν αποκέντρωσης. Γιατί, δεν είναι μόνο οι «Ελληνάρες» των νυχτερινών κέντρων της παραλιακής που προκαλούν την κοινωνία: στην επαρχία υπάρχουν πολύ πιο «αξιοσέβαστοι» κερδοσκόποι! Τους συντηρούν οι σκουριασμένες νοοτροπίες και ο φόβος της κοινωνικής απόρριψης. Εκκλησία και τοπικοί επιχειρηματίες, σε αγαστή συνεργασία, ζεσταίνουν το ίδιο καζάνι. Για να βράσουν τα κόλλυβα…

https://costas-sci.blogspot.gr/