Εκείνο το μεσημέρι του 2001, το δωμάτιο στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου ήταν στενό, η ζέστη αφόρητη, ο Μάκης Ψωμιάδης τεράστιος και ευδιάθετος και ο Φερνάντο Σάντος την ώρα που συστηνόταν στο ελληνικό κοινό δεν φαινόταν πολύ καλά. Ηταν φοβισμένος. Αν όχι φοβισμένος, τότε μάλλον μπερδεμένος, είχε το ύφος του ανθρώπου ο οποίος δεν είναι σίγουρος αν έχει κάνει τη σωστή επιλογή. Η πρώτη του επαφή με την ελληνική πραγματικότητα ήταν μέτρια. «Δεν μου φαινόταν μια ιδιαίτερα σημαντική πραγματικότητα» παραδέχεται σήμερα.

Εχει περάσει αρκετός χρόνος για να μπορεί πλέον να παραδέχεται ανοιχτά πως δεν του κάναμε ιδιαίτερα καλή εντύπωση στην αρχή. Οχι πια. Ο καιρός έχει περάσει, ο τότε πανίσχυρος πρόεδρος της ΑΕΚ, Μάκης Ψωμιάδης, τώρα είναι κατάδικος, η Ελλάδα είναι μια άλλη χώρα και ο ίδιος δεν είναι ένας αναποφάσιστος ποδοσφαιρικός μετανάστης, αλλά ο προπονητής της Εθνικής Ελλάδας.

Τι να πεις για ποδόσφαιρο στις μέρες μας όμως; Οταν η κουβέντα φτάνει σε οτιδήποτε ποδοσφαιρικό, η πρώτη σκέψη είναι οι υπέρογκες αμοιβές, τα συμβόλαια με επταψήφια νούμερα και ένας απομακρυσμένος από την ενοχλητική πραγματικότητα μικρόκοσμος.

«Μήπως γι’ αυτό ο κόσμος ασχολείται λιγότερο με το ποδόσφαιρο πια; Μήπως, όταν δεν έχεις δουλειά, δεν μπορείς να πωρωθείς τόσο εύκολα με καλοπληρωμένους ποδοσφαιριστές και προπονητές;» ρωτάω και, από την έκφρασή του, δεν φαίνεται να εκτιμά την ερώτηση. Ξεκινάει ήρεμα: «Κοιτάξτε, θεωρώ πως σε καταστάσεις όπως η σημερινή, σε τέτοιες συνθήκες οικονομικής κρίσης, είναι φυσιολογικό να υπάρχει φθόνος απέναντι σε όποιον έχει μια καλοπληρωμένη δουλειά. Επίσης, είναι ανθρώπινη αντίδραση ο κόσμος να κοιτάζει μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Τους ακριβοπληρωμένους παίκτες, τους προπονητές με τα μεγάλα συμβόλαια. Το ποδόσφαιρο είναι πολύ περισσότερα από όλο αυτό…».

«Δεν είμαι μισθοφόρος»

Σύμφωνοι, αλλά μήπως ένας άνθρωπος που αμείβεται αδρά έχει την πολυτέλεια να το βλέπει αποστασιοποιημένα όλο αυτό; Αυτή τη φορά ο τόνος της φωνής ανεβαίνει, καθώς οι πορτογαλικές λέξεις βγαίνουν – οριακά – εκνευρισμένα από το στόμα του: «Ξέρω καλά πως έχω το προνόμιο να αμείβομαι πολύ καλύτερα από τον μέσο όρο. Αλλά τα λεφτά μου δεν τα κλέβω. Κανείς δεν μπορεί να μου δώσει μαθήματα, ούτε οικονομικών ούτε κοινωνικής ευαισθησίας. Και να ξέρετε πως όσο περισσότερα χρήματα παίρνω τόσο περισσότεροι άνθρωποι βοηθιούνται από εμένα. Είτε γιατί κάνω φιλανθρωπίες είτε γιατί πληρώνω τους φόρους μου. Δεν είμαι μισθοφόρος, δεν παίρνω τα χρήματά μου για να τα στείλω στην Πορτογαλία. Πληρώνω φόρους στην Ελλάδα και κανείς δεν μπορεί να με κατηγορήσει για το αντίθετο. Και, επίσης, πιστεύω πως η ισορροπία στη ζωή πρέπει να επιχειρείται να επιτευχθεί ανεβάζοντας το επίπεδο και όχι κατεβάζοντας τον μέσο όρο. Δεν πρέπει να εξισορροπήσεις το σύστημα προς τα κάτω. Επειδή πολύς κόσμος είναι απλήρωτος, δεν σημαίνει πως πρέπει να είμαι και εγώ απλήρωτος. Αυτό βέβαια», μαλακώνει λίγο τη φωνή του, «δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει κρίση. Υπάρχει…».

Ο Φερνάντο Σάντος αυτές τις ημέρες έχει νεύρα. Οχι μόνο γιατί έχει κόψει έναν πιστό του φίλο, το τσιγάρο – τα τελευταία χρόνια, όταν σε μια μάταιη προσπάθεια εξευρωπαϊσμού το κάπνισμα απαγορεύτηκε στους πάγκους, ο τρόπος με τον οποίο ρουφούσε το τσιγάρο μόλις τελείωνε το ημίχρονο ήταν σχεδόν άπληστος –, αλλά κυρίως γιατί πριν από την έναρξη του Euro αντιμετώπιζε διαρκώς προβλήματα. Είπαμε, όχι οικονομικά, αλλά πρακτικά.

«Φτάνει με το 2004»

Τα νεύρα του δεν κρύβονται. Ειδικά όταν έρχεται η αναπόφευκτη σύγκριση με το 2004, την εποχή μιας άλλης, προολυμπιακής και αισιόδοξης Ελλάδας, που κατακτούσε το Euro με πρωταγωνιστή τον προκάτοχό του, Οτο Ρεχάγκελ. Μόλις δέχεται ερώτηση για τη σύγκριση – αποφεύγοντας να πει το όνομα του γερμανού προπονητή – δείχνει πάλι λίγο ενοχλημένος: «Γιατί να έχω πίεση; Επειδή η Ελλάδα κατέκτησε το Euro το 2004; Και γιατί να σκέφτομαι το 2004 και όχι το 2008, όταν πήγαμε στο Euro και δεν κάναμε ούτε μία νίκη; Το έχω πει και άλλες φορές, το Euro 2004 είναι μια φοβερή ιστορία, που όμως τώρα πια έχει τελειώσει. Αλλο το τότε, άλλο το τώρα. Δεν πρέπει να κάνουμε συγκρίσεις, ούτε στην επιτυχία ούτε στην αποτυχία. Επίσης, λένε συχνά ότι έχουμε έναν εύκολο όμιλο. Τι εύκολο; Εγώ θεωρώ πως είμαστε σε έναν από τους πιο δύσκολους ομίλους της διοργάνωσης. Αλλά για να περάσουμε στον δεύτερο γύρο, πρέπει να το κάνουμε δουλεύοντας και όχι μιλώντας».

Μόνο που και σε αυτό, στο θέμα της απερίσπαστης δουλειάς, υπάρχει λόγος για νεύρα. «Δεν μας άφησαν να κάνουμε καλή δουλειά. Δεν μας άφησαν καθόλου εφέτος». Οταν ένας προπονητής ξεκινάει τις προγραμματικές δηλώσεις του με προκαταβολική γκρίνια, κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Μόνο που στην περίπτωση του Σάντος, έχει δίκιο: «Δεν θέλω να φανεί πως το κάνω για να προλάβω μια πιθανή αποτυχία, αλλά στο ελληνικό ποδόσφαιρο δεν υπάρχει ιδιαίτερη συνεννόηση. Ολες οι ομάδες του Euro έχουν ξεκουραστεί αρκετά, είχαν τον χρόνο να προετοιμαστούν κατάλληλα, μόνο εμείς κουράζαμε τους παίκτες με τα play off μέχρι την τελευταία στιγμή. Δεν ξέρω γιατί. Προφανώς έχει να κάνει με τη γενικότερη ελληνική οργάνωση. Αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα και δεν μπορείς να την αλλάξεις…».

Η κάθαρση που δεν ήρθε

Πέρυσι, τέτοιες μέρες, το ελληνικό ποδόσφαιρο έζησε μια μίνι σαρωτική υποκρισία. Ενας φάκελος με στημένα παιχνίδια, ζουμερές συνομιλίες παραγόντων σε απολαυστική αργκό της πιάτσας και ένας αόριστος αέρας «κάθαρσης» φύσηξε για λίγο, προτού επιστρέψουμε πάλι στο σημείο μηδέν – με το πρωτάθλημα λίγο πιο ταλαιπωρημένο. Μήπως, όμως, η εικόνα αυτή ανήκει σε όσους είναι έξω από το ελληνικό πρωτάθλημα; Μήπως όντως κάτι άλλαξε; «Δεν νομίζω να έχει αλλάξει τίποτα. Κοιτάξτε, όταν ήρθα, το 2001, το πρωτάθλημα ήταν πραγματικά πιο δυνατό. Κάθε χρονιά η ποιότητα είναι και πιο χαμηλή. Τώρα, το αν είναι πιο καθαρό ή πιο βρώμικο, αυτό το βλέπετε μόνοι σας. Δεν είναι κομμάτι της δικής μου δουλειάς. Αλλά αλλαγές και βελτίωση από πέρυσι, όχι δεν βλέπω…».

Ο Φερνάντο Σάντος δεν έπαιξε ποτέ ποδόσφαιρο σε υψηλό επίπεδο. Ηταν ένας μέτριος δεξιός μπακ που στα 30 του είχε συμπληρώσει λίγες συμμετοχές με τη Μαρίτιμο και την Εστορίλ, δύο μέτριες πορτογαλικές ομάδες. Ηταν από αυτούς τους ποδοσφαιρανθρώπους που περνάνε καλύτερα διδάσκοντας μπάλα, παρά παίζοντας. Και γι’ αυτό – δεν το κρύβει – δεν διασκεδάζει ιδιαίτερα με τη θέση του ομοσπονδιακού προπονητή: «Μου λείπει πράγματι να είμαι σε μια ομάδα. Δεν έχει να κάνει ούτε με συνθήκες, ούτε με λεφτά, ούτε με τίποτα. Αλλά σε αυτή τη θέση, αυτό που κάνω είναι να περιμένω να έρθουν οι παίκτες. Τον περισσότερο χρόνο κάθομαι. Η δουλειά σε πάγκο ομάδας είναι διαφορετική, καλύτερη».

«Ηταν λάθος ο Παναθηναϊκός»

Αλλά όχι πάντα καλή. Αν εξαιρέσεις τη μάλλον άκομψη πρώτη συνεργασία του με τον τότε πανίσχυρο Μάκη Ψωμιάδη στον πάγκο της ΑΕΚ, ο Σάντος δεν έχει καταφέρει να πάρει ελληνικό πρωτάθλημα. Εφτασε κοντά με την ΑΕΚ και τις δύο φορές, όσο καιρό κάθησε στον πάγκο του ΠΑΟΚ πρώτα αμφισβητήθηκε και μετά λατρεύτηκε φορώντας – σχεδόν χειμώνα καλοκαίρι – ένα trademark δερμάτινο μπουφάν. Το 2002, πέρασε και για λίγο καιρό από τον πάγκο του Παναθηναϊκού. Οχι ακριβώς η καλύτερη εμπειρία, καθώς έφυγε ενώ οπαδοί της ομάδας σχεδόν τον κυνηγούσαν μέσα στο γήπεδο της Λεωφόρου: «Αν έχω μετανιώσει για ένα πράγμα στη ζωή μου, ήταν επειδή πήγα τότε στον Παναθηναϊκό. Για τίποτα άλλο. Γενικά, έχω γνωρίσει ενδιαφέροντες ανθρώπους…».

«Θέλετε να είστε στην Ευρώπη;»

Ο Σάντος είναι ο ίδιος ένας πολύ ενδιαφέρων τύπος. Και όταν μιλάει για την κοινωνία το κάνει με σωστό τρόπο. Οταν δεν εκνευρίζεται. «Νομίζω πως η Ελλάδα είναι από τις καλύτερες χώρες για να ζει κανείς. Ο κόσμος είναι καλός, ο καιρός τέλειος. Σίγουρα η εποχή δεν είναι η πιο εύκολη. Οταν ήρθα, η ανεργία ήταν στο 7%. Τώρα είναι στο 20%. Στην Πορτογαλία έχουμε ένα παρόμοιο πρόβλημα. Αποφασίστηκε πως θα ακολουθηθεί μια κατεύθυνση και πράγματι οδεύουμε προς τα εκεί. Αν είναι λάθος ή σωστή, θα φανεί στην πορεία. Εδώ, έχετε μια διάθεση να μένετε διαρκώς στο παρελθόν. Να μαλώνετε, να φωνάζετε. Δεν πρέπει – τώρα – να βρείτε ποιος φταίει. Πρέπει να αποφασίσετε: Θέλετε να είστε στην Ευρώπη ή όχι; Θα χρειαστούν θυσίες, ήδη τις κάνετε. Αλλά μη μείνετε μετέωροι. Η κρίση δεν είναι ούτε ελληνική, ούτε πορτογαλική, ούτε καν ευρωπαϊκή. Είναι παγκόσμια. Ισως να μην είναι η στιγμή να βρούμε τους φταίχτες. Ας παλέψουμε να βγούμε πρώτα και μετά βλέπουμε πώς θα καταμεριστούν οι ευθύνες. Το βασικό θέμα είναι η δουλειά. Η δουλειά είναι αξιοπρέπεια. Ολες οι κυβερνήσεις σε αυτό το θέμα πρέπει να επικεντρωθούν. Στη χώρα μου, τα μέτρα έχουν ήδη γίνει δεκτά. Αλλά αν η ανεργία εξακολουθήσει να είναι τόσο υψηλή, δεν θα υπάρξει συναίνεση, αλλά – και εκεί – έκρηξη…».

Είναι περίεργο να μιλάς με έναν άνθρωπο του ποδοσφαίρου για την κοινωνία. Ισως και να είναι αναπόφευκτο. Ακόμη και την ώρα που το Euro έχει ξεκινήσει και ο προπονητής της Εθνικής απαντά για το πώς ακριβώς πρέπει ένας ταλαιπωρημένος λαός να παρακολουθήσει τους αγώνες: «Απλώς απολαύστε το. Αλλωστε, όλη η Ευρώπη με την Ελλάδα ασχολείται τόσον καιρό. Ας ασχοληθεί και πάλι, με άλλον τρόπο…».