Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 το 31ο Δημοτικό Σχολείο Αθηνών είχε στήσει κάτι σαν δανειστική βιβλιοθήκη. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για τρία θρανία κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο και μερικά βιβλία από την προσωπική συλλογή δασκάλων, γονέων και κηδεμόνων αραδιασμένα πάνω τους. Πάνω σε κάθε βιβλίο υπήρχε ένα λευκό αυτοκόλλητο με έναν συγκεκριμένο αριθμό. Αν ήθελες να δανειστείς κάποιο, ο επιμελητής της τάξης θα σημείωνε το όνομά σου και τον αριθμό σε ένα μπλε τετράδιο και σε μία εβδομάδα έπρεπε να το επιστρέψεις. «Το ψέμα» της Ζωρζ Σαρή ήταν η πρώτη μου επαφή με τον κόσμο των «εξωσχολικών» βιβλίων. Ήταν η ιστορία ενός κοριτσιού που αναγκάζεται να κρατάει μυστικά από τα παιδιά του σχολείου για να μην το κοροϊδεύουν. Με συνεπήρε από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Και με κάποιον τρόπο κατάφερα να μην το επιστρέψω ποτέ στη δανειστική βιβλιοθήκη. Αλλά να το πάρω μαζί μου σαν λάφυρο, την άνοιξη του 2000, όταν πήγαινα στο σπίτι της Ζωρζ Σαρή για να της πάρω συνέντευξη, την πρώτη συνέντευξη που θα έπαιρνα ποτέ.
Έφτασα στο σπίτι της στην οδό Δεινοκράτους στο Κολωνάκι με ένα τέταρτο καθυστέρηση. Ήμουν κάτι παραπάνω από ενθουσιασμένη. «Αυτή η δουλειά είναι σαν το «Πες το και θα γίνει»» σκεφτόμουν. Σε ρωτούν από ποιον θέλεις να πάρεις συνέντευξη, εσύ προτείνεις κάποιον και πριν καλά καλά το καταλάβεις, του χτυπάς το κουδούνι κι αυτός σου ανοίγει. Ήταν όλη εκείνη η οικειότητα που είχα αποκτήσει διαβάζοντας το «Ψέμα» αλλά και άλλα βιβλία της, ή βλέποντας στην ΕΡΤ τη μεταφορά του «Θησαυρού της Βαγίας» που με έκαναν να την φιλήσω σταυρωτά με το που πέρασα το κατώφλι, λες και ήμουν εκεί για φιλική, σχεδόν συγγενική επίσκεψη και όχι για δουλειά. Γρήγορα όμως κατάλαβα ότι η αυστηρή Ζωρζ δεν συμμεριζόταν και πολύ τον ενθουσιασμό μου: «Περάστε…μόνο που αργήσατε αρκετά κι έχω κι άλλες δουλειές…μήπως να μου στέλνατε τις ερωτήσεις με fax;». Πάγωσα. Τί δηλαδή, ούτε που θα προλάβαινα να πατήσω το REC στο καινούριο μου κασσετοφωνάκι; Και το βιβλίο που είχα στην τσάντα μου και περίμενε πώς και πώς την αφιέρωσή της; «Δεν θα σας καθυστερήσω πολύ…πιστεύω ότι οι συνεντεύξεις είναι πολύ καλύτερες όταν γίνονται από κοντά» κατάφερα να ψελλίσω.
Κάθισε σε μία ψάθινη καρέκλα με ψηλή πλάτη και αρχίσαμε την κουβέντα. Κάθε τόσο με άφηνε μόνη μου στο δωμάτιο για να τσεκάρει αν ο εγγονός της που έβλεπε τηλεόραση στο σαλόνι χρειαζόταν κάτι. Για την ακρίβεια, δεν με άφηνε εντελώς μόνη. Το σκυλάκι της, η Τούτσι, ένα εκνευριστικό τσιουαουα που το έπαιζε τύπος και υπογραμμός μπροστά στην αφεντικίνα του, αλλά με το που εκείνη έφευγε από το δωμάτιο μου γάβγιζε με όλη του τη λύσσα. Γρήγορα η συζήτηση ζεστάθηκε και το κασσετοφωνάκι κατέγραφε ενδιαφέροντα πράγματα. «Το μυστικό είναι να μην μπεμπεκίζουμε στα παιδιά. Να γράφουμε σα να γράφουμε για μεγάλους. Τα παιδιά είναι μικρά. Δεν είναι ηλίθια» / «Τί μου λείπει σήμερα, ύστερα από όλα όσα έχω καταφέρει; 100 εκατομμύρια δραχμές». «Τί θα τα κάνατε τόσα χρήματα;» τη ρώτησα γελώντας. «Ουουου…πολλά πράγματα. Ας τα είχα και θα ξερα τί να τα κάνω». Αλλά και για την αγαπημένη της φίλη και συγγραφέα Άλκη Ζέη: «παρακαλώ τον Θεό να με πάρει πρώτη, γιατί δεν θα αντέξω το χαμό της».
Όταν τελείωσε η συνέντευξη, έβγαλα το βιβλίο από την τσάντα κι εκείνη μου το υπέγραψε με μία γενναιόδωρη αφιέρωση που κάλυπτε ολόκληρη τη σελίδα. Την ευχαρίστησα κι ήμουν έτοιμη να φύγω, όταν μου είπε: «Εγώ σας ευχαριστώ. Και μην ξεχνάτε: με το που μπήκατε μέσα με φιλήσατε. Αυτό δεν το κάνουν πολλοί άνθρωποι να ξέρετε…». Τί ήταν να μου το πει αυτό; Ξέχασα και τις επαγγελματικές τυπικότητες και τα πάντα. «Αν ξέρατε τί μου κάνατε με αυτό το βιβλίο, πόσο πολύ με έχει σημαδέψει από παιδί…» πρόλαβα να της πω και έβαλα τα κλάμματα. Εκείνη τα έχασε, δεν ήξερε τί να κάνει κι εγώ δεν μπορούσα να σταματήσω με τίποτα. Εκλαιγα με αναφιλητά και με μία τεράστια ταμπέλα από νέον να αναβοσβήνει νοερά γράφοντας «αντιεπαγγελματική συμπεριφορά» πάνω απ’ το κεφάλι μου. Το σκυλάκι σταμάτησε να γαβγίζει, ο εγγονός της μπήκε στο δωμάτιο να δει τί είχε συμβεί.
«Αχ, σας παρακαλώ, μην κλαίτε…» μου είπε με τον κομψό τρόπο που πρόφερε την κάθε λέξη. «Ελάτε εδώ» είπε και με οδήγησε σε μία παλιά βιβλιοθήκη που είχε μπροστά τζάμι και πάνω στα ράφια όλα τα βιβλία της σε πολλά αντίτυπα. Μου χάρισε το «Όταν ο ήλιος…» και τα «Στενά παπούτσια» που δεν είχα διαβάσει. Η Ζωρζ Σαρή πέθανε στα 87 της και η κηδεία γίνεται σήμερα στο Α’ Νεκροταφείο. Έφυγε όπως ήθελε να φύγει, πριν από την αγαπημένη της Άλκη Ζέη. «Ο θησαυρός της Βαγίας» μας αποκαλύπτει στο τέλος ότι οι πραγματικοί θησαυροί που έχουμε είναι η θάλασσα και ο ήλιος και αυτά πρέπει να χαρούμε. Αρχές καλοκαιριού λοιπόν, μας αποχαιρέτισε με τη σκέψη ότι σε μία πολύ δύσκολη περίοδο, το μόνο που μας έχει απομείνει είναι ο πιο πολύτιμος θησαυρός του κόσμου.
Προσωπικά, με έκανε να αγαπήσω το επάγγελμά μου, γιατί συνειδητοποίησα ότι το μεγαλύτερο δώρο που σου δίνει είναι ότι σου επιτρέπει να γνωρίσεις από κοντά ανθρώπους που με κάποιον τρόπο σου σημάδεψαν τη ζωή. Και να τους μυθοποιήσεις ακόμη περισσότερο, αφού πρώτα τους απομυθοποιήσεις και λιγάκι- το εκνευριστικό τσιουαουα και η αρχική γκρίνια της για την καθυστέρησή μου δεν υπήρχαν στο αρχικό ονειρικό πλάνο που είχα κατασκευάσει. Η Σαρή όμως, ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα, δωρική γυναίκα. Δεν θα σου χαριζόταν από την πρώτη στιγμή σαν την καλοκάγαθη γιαγιά των παραμυθιών, αλλά αφού θα σε επεξεργαζόταν και θα σε γνώριζε καλύτερα. Σαν την σχολαστική συγγραφέα των παιδικών βιβλίων.
Τη θυμάμαι να με κοιτάζει μισοαπορημένη για τους λυγμούς μου, ενώ η πόρτα που έκλεινε σιγά σιγά έμοιαζε με κινηματογραφικό πλάνο που ζουμάρει στο εκφραστικό πρόσωπό της. Με θυμάμαι να σκέφτομαι ότι αν και όταν μάθαινα κάποτε για το θάνατο αυτής της πολυδιάστατης γυναίκας, θα στενοχωριόμουν πολύ. Ισχύει.