Τι καλά, που ο Αλέξης Τσίπρας, αυτός ο έξυπνος, νέος, επικίνδυνος άνδρας, άρχισε να εκβιάζει την Ευρώπη. Ο Τσίπρας, ηγέτης της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ελλάδα και πιθανός νικητής των εκλογών της ερχόμενης Κυριακής, φαίνεται ευγενικός. Φρέσκος, δραστήριος, η ενσάρκωση της ελπίδας σε μια χώρα πλήρη απαισιοδοξίας. Ίσως η ερχόμενη Κυριακή, η 17η Ιουνίου, αποβεί για δεύτερη φορά (μετά την εξέγερση του 1953 στην Ανατολική Γερμανία) μια ιστορική ημερομηνία – μια μέρα ορόσημο για το πριν και το μετά.
Ισως και να κερδίσουν οι παλιές, διεφθαρμένες ελίτ και η «διάσωση των Ελλήνων», αυτός ο βασανιστικός, ακριβός ‘μπαμπούλας’, να συνεχιστεί. Αν νικήσει ο Τσίπρας – κι αυτό φαίνεται ότι θα συμβεί – θα βιώσουμε την πρώτη πορεία κατάκτησης της εξουσίας ενός ευρωπαίου δημαγωγού εν μέσω της κρίσης του ευρώ.
Ο εκβιασμός του, ο οποίος αποτελεί τον πυρήνα του σχιζοφρενικού του προγράμματος, έχει όμως και τα καλά του. Γιατί έδειξε σε όλους εμάς τι ανοησίες κάνουμε με την Ελλάδα και την ευφάνταστη διάσωσή της εδώ και δύο χρόνια.
Ο Τσίπρας θέλει να αντικαταστήσει τις γερμανικές υπαγορεύσεις λιτότητας από «ένα πρόγραμμα αξιοπρέπειας και ελπίδας για τη χώρα μας», θέλει ανάπτυξη, για να μπορέσει και η Ευρώπη να αναπτυχθεί ξανά. Καλό ακούγεται! Θέλει, για παράδειγμα, να διογκώσει κι άλλο τον ήδη διογκωμένο δημόσιο τομέα, με 150.000 θέσεις εργασίας. Θαυμάσια ιδέα.
Λέει: «Όλη η Ευρώπη κινδυνεύει», επειδή όλες οι χώρες είναι αμοιβαία συνυφασμένες. Θέλει – κι αυτή την πρόταση πρέπει κανείς να την προσέξει ιδιαιτέρως – «να πείσει τους ευρωπαίους εταίρους ότι είναι προς το συμφέρον τους να μη σταματήσει η χρηματοδότηση (της Ελλάδας)». «Αν δεν τους πείσουμε – και δεν θα λάβουμε μονομερή μέτρα -, αλλά αν θα λάβουν αυτοί μονομερή μέτρα, δηλαδή σταματήσουν την καταβολή των δόσεων βοήθειας, τότε θα αναγκαστούμε να σταματήσουμε τις πληρωμές στους δανειστές μας» προσθέτει.
Τι έξυπνος εκβιασμός! Αν δεν πληρώσετε (και θέλουμε ακόμα περισσότερα χρήματα), τότε κι εμείς σταματάμε να πληρώνουμε – και τότε πάρτε την τήξη του πυρήνα σας στην Ευρώπη. Είναι η πρώτη φορά, που ένας ευρωπαίος εταίρος μετατρέπει τη συνοχή σε ομηρία και την αδυναμία και εξάρτηση σε δύναμη. Μα πώς δεν το σκέφτηκε κανένας προηγουμένως;
Ένα πρέπει να καταστεί σαφές μετά τις 17 Ιουνίου: Η Ευρώπη δεν πρέπει να επιτρέψει να την εκβιάσουν. Αν οι Έλληνες επιλέξουν αυτόν τον δρόμο, πρέπει να τους αφήσουμε να πέσουν. Εβδομάδες τώρα διαβάζουμε αναλύσεις και σχόλια για σενάρια σχετικά με το τι θα συμβεί, αν η Ελλάδα φύγει από το ευρώ. Στην ουσία, υπάρχουν τρεις οπτικές:
Η πρώτη είναι ότι έτσι πρέπει ‘ επειδή, όπως και στην περίπτωση της αναδιάρθρωσης του χρέους την άνοιξη, η „Grexit“ είναι αναμενόμενη από καιρό και ο κίνδυνος μετάδοσης απετράπη με τους μηχανισμούς διάσωσης. Οπότε αυτή η ιστορική εξέλιξη είναι αντιμετωπίσιμη. Το πόσο που θα κοστίσει θα εξαρτηθεί από το ποσοστό του χρέους, που η Ελλάδα θα εξοφλήσει ή μπορεί να εξοφλήσει με τη δραχμή.
Η δεύτερη οπτική περιγράφει τον οικονομικό Αρμαγεδώνα: Η Ευρώπη θα διαλυθεί και η Ευρώπη θα βυθιστεί στην ύφεση.
Η τρίτη οπτική δεν ενδιαφέρεται πλέον για την Ελλάδα, αλλά φωνάζει «Ισπανία!». Μπορεί λοιπόν να πει κανείς: Κανένας δεν ξέρει. Η μοναδική βεβαιότητα είναι ότι στην ευρω-κρίση οι προγνώσεις ήταν πράγματι καλές – σχεδόν όλα όσα χαρακτηρίστηκαν πιθανά έκαναν κάποια στιγμή την εμφάνισή τους.
Η διαμάχη για την ερμηνεία της κρίσης (πώς φτάσαμε εδώ;), η οποία συνεχίζεται αμείωτη, είναι όμως αυτόν τον καιρό δευτερεύουσας σημασίας. Περιττό είναι επίσης και το να απαριθμούμε δήθεν λάθη και παραλείψεις. Πολύ σημαντικότερο όμως είναι να υπολογίζουμε τις συνέπειες των επιλογών με ψυχραιμία. Πίσω από όλη τη φλυαρία περί τραπεζικής, δημοσιονομικής και πολιτικής ένωσης, περί «περισσότερης Ευρώπης» και ευρωομολόγων κρύβεται κατά βάση μια παραλλαγή του προβλήματος με την κότα και το αυγό: Η γερμανική κυβέρνηση θέλει μια κότα, που μετά θα μπορεί να γεννήσει αυγά. Οι Γάλλοι και μεγάλο κομμάτι της αναδιανεμητικής Ευρώπης θέλουν πρώτα πολλά (γερμανικά) αυγά, από τα οποία ίσως μπορέσουν να βγουν (ευρωπαϊκές) κότες.
Η Γερμανία εδώ και λίγο καιρό είναι απολύτως έτοιμη να εκχωρήσει κυριαρχικά δικαιώματα, προκειμένου να δημιουργήσει ένα νέο κανονιστικό σύστημα («περισσότερη Ευρώπη») – και μετά ίσως ευρωομόλογα. Προπάντων οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί κατέγραψαν προσεκτικά ότι το κύριο πρόβλημα της ευρωπαϊκής αγωνίας ίσως δεν είναι τόσο οι Γερμανοί, αλλά οι Γάλλοι: «Κάτω από την επιφάνεια υπάρχει μια πιο ζωηρή συζήτηση στη Γερμανία για το μέλλον της ΕΕ παρά σε οποιοδήποτε άλλο κράτος-μέλος», έγραψαν στα τέλη Μαϊου οι FT.
«Είναι λιγότερο δογματική και πολύ ριζοσπαστικότερη απ’ ό,τι αντιλαμβάνεται ο έξω κόσμος». Και ο αμερικανός συγγραφέας Φαρέεντ Ζαχαρία προέτρεψε τους Έλληνες στο περιοδικό Time: „Time to Say Danke“ (σ.σ.: Καιρός να πείτε ευχαριστώ). Και πρόσθεσε: Το κλισέ του στενόμυαλου, δογματικού Γερμανού είναι υπερβολικό: «Ας αναλογιστεί κανείς ότι οι Η.Π.Α. θα έπρεπε να είναι πρόθυμες να εγγυηθούν 2000 δις. για τη διάσωση του Μεξικό».
Ας μην κοροϊδευόμαστε: Οι Γάλλοι (και η γερμανική Αριστερά) θέλουν πρώτα την καθιέρωση ευρωομολόγων, επειδή αυτά έχουν τη γοητεία να μπορούν και πάλι μεγάλα τμήματα της Ευρώπης να δημιουργούν χρέη με την ησυχία τους, δηλαδή να δανείζονται φθηνότερα χρήματα, χωρίς να πρέπει να εφαρμόσουν επώδυνες μεταρρυθμίσεις. Οι Γερμανοί θέλουν κανόνες, πριν υπογράψουν επιταγές. Οι άλλοι θέλουν πρώτα επιταγές και μετά ίσως μεταρρυθμίσεις και κανόνες. Και ο Τσίπρας θέλει απλούστατα ακόμα περισσότερα χρήματα, τα οποία η σαθρή χώρα του ούτε μπορεί να παραγάγει σε εύλογο χρόνο από την οικονομία της ούτε να τα δανειστεί από τις κεφαλαιαγορές.
Μπορεί να φαίνεται ανόητο το να θέλει κανείς συνεχώς να θέτει κανόνες, τη στιγμή που στην κρίση ο κανόνας ήταν να παραβιάζεται κάθε κανόνας. Το θέμα είναι επίσης περισσότερο η κατανομή της εξουσίας στο μελλοντικό καθεστώς της Ευρώπης: Στο τέλος, η Γερμανία θα πρέπει ούτως ή άλλως να πληρώσει. Το ζήτημα είναι αν πρέπει να πληρώσει διαμιάς ή λίγο-λίγο. Και αν θα διατηρήσει τον έλεγχο.
Η Ελλάδα είναι μόνον η εισαγωγή στο έργο: Ο εκβιασμός δείχνει ότι η Γερμανία εκείνο που μπορεί ακόμα να κάνει είναι να προσπαθήσει να θέσει τους κανόνες για τις μελλοντικές διασώσεις (της Ισπανίας και της Ιταλίας), απαιτώντας όσο το δυνατόν περισσότερες μεταρρυθμίσεις και περικοπές, προτού πληρώσει. Αυτός ο έλεγχος δεν είναι δογματικός αλλά πραγματιστικός. Είναι ρεαλιστική πολιτική συμφερόντων.