Trash me

Η μάνα μου είναι ήρωας. Όχι μόνο με άντεξε 18 χρόνια αλλά ανέχτηκε και τη χωματερή που είχα στήσει στο δωμάτιό μου. Δεν μύριζε άσχημα, μα ήταν αδύνατον να μπεις και να βγεις χωρίς μελανιές κι εκδορές στα πόδια ως αναμνηστικά. Ντάνες από μισοσχισμένα περιοδικά, μπογιές και πινέλα, ξεκοιλιασμένες κούτες, σπασμένα πατζούρια, σύρματα, τανιάλες, ρετάλια από υφάσματα και ψαλίδια

Η μάνα μου είναι ήρωας. Όχι μόνο με άντεξε 18 χρόνια αλλά ανέχτηκε και τη χωματερή που είχα στήσει στο δωμάτιό μου. Δεν μύριζε άσχημα, μα ήταν αδύνατον να μπεις και να βγεις χωρίς μελανιές κι εκδορές στα πόδια ως αναμνηστικά. Ντάνες από μισοσχισμένα περιοδικά, μπογιές και πινέλα, ξεκοιλιασμένες κούτες, σπασμένα πατζούρια, σύρματα, τανιάλες, ρετάλια από υφάσματα και ψαλίδια. Ό,τι θα πετούσατε στα σκουπίδια, εγώ το είχα μαζέψει στο δωμάτιό μου. Κυριολεκτώ. Καιροφυλακτούσα στο μπαλκόνι και μόλις έβλεπα κάποιον να πετάει κάτι που θα μπορούσε να προστεθεί στο μικρό μου αχούρι, κατέβαινα τρία-τρία τα σκαλιά για να το προλάβω. Αστείο βέβαια. Οι μόνοι που θα μπορούσαν να ενδιαφέρονταν για αυτά ήταν οι σκύλοι και οι γάτες της γειτονιάς.

Δεν είμαι τρελή. Απλώς έχω μία πολύ πεινασμένη φαντασία που τρέφεται με άχρηστα αντικείμενα. Άχρηστα για τους πολλούς. Γιατί στα μάτια μου το σπασμένο πατζούρι είναι εν δυνάμει κρεμάστρα και το χαλασμένο λαμπατέρ ένα υπέροχο κηροπήγιο. Όπως η Ζαν Ντ’ Αρκ έβλεπε οράματα, έτσι κι εγώ βλέπω την δεύτερη ζωή των αντικειμένων. Θα μου πείτε, την πρώτη την έκαψαν. Δεν σας κρύβω πως φοβάμαι ότι θα έχω την ίδια τύχη. Όμως με το που πάτησα το πόδι μου στο BIOS την Κυριακή, στο Trash Art Festival, συνειδητοποίησα πως αν είναι να καώ, τουλάχιστον δεν θα είμαι μόνη. Στο πιθανό Κούγκι της Πειραιώς βρήκα κι άλλους με την δική μου λόξα. Κολιέ από χρησιμοποιημένες κάψουλες καφέ, τσάντα διακοσμημένη με καλώδια, φωτιστικό από πάτους χάρτινων συσκευασιών γάλατος.

Επιστρέφοντας σπίτι, ένιωσα τα εγκεφαλικά μου κύτταρα να γουργουρίζουν. Και τώρα; Ψυχραιμία. Πάντα υπάρχει κάτι γύρω μας που έχει ολοκληρώσει τον κύκλο ζωής του. Και στο διαμέρισμά μου τελικά δεν ήταν μόνο ένα. Τρία κουτιά από παπούτσια με κοιτούσαν με οίκτο, σχεδόν εκλιπαρώντας με να τα πιάσω στα χέρια μου. Έκοψα τους πάτους και τα καπάκια και τα κόλλησα το ένα πάνω στο άλλο. Ύστερα έκοψα τέσσερα κομμάτια από ένα σύρμα που χρησιμοποιούμε για το άπλωμα ρούχων και τα λύγισα σε σχήμα γάτζου. Τα φάσκιωσα με λωρίδες από εφημερίδες περνώντας τα με κόλλα κι αφού στέγνωσαν, τα στερέωσα πάνω στη βάση με χαρτοπολτό καλύπτοντας όλη την επιφάνεια. Αφού στέγνωσε κι αυτός, ήρθε η ώρα για τη διακόσμηση. Έσκισα φωτογραφίες από περιοδικά για να φτιάξω ένα κολάζ κι επειδή μ’ αρέσουν τα πολλά επίπεδα, πρόσθεσα κουμπιά και χάρτινες θήκες για φοντάν. Αυτό ήταν. Το μόνο που έλειπε ήταν δυο τρύπες στις άκρες, απ’ όπου πέρασα ένα ξεφτισμένο πουά κορδόνι παπουτσιών για να μπορώ να το κρεμάσω. Ναι λοιπόν. Αυτή τη στιγμή που σας γράφω, τα κλειδιά μου έχουν πλέον τη δική τους χειροποίητη θέση και η φαντασία μου τρίβει την κοιλιά της. Και δυστυχώς δεν έχω πια δικαιολογία να αγοράζω νουαζέτες.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.