Επειδή μάλλον δεν θα επιτευχθεί αυτοδύναμη κυβέρνηση στις εκλογές της 17ης Ιουνίου και η χώρα είναι πολύ πιθανόν να οδηγηθεί σε κυβέρνηση συνασπισμού, ενδιαφέρον παρουσιάζει το παράδειγμα της Ολλανδίας. Η ολλανδική ρύθμιση είναι ένας συνδυασμός κανόνων και θεσμών. Ο βασικός κανόνας είναι εκείνος που οδηγεί στο ανώτατο όριο τον προϋπολογισμό, προσδιορίζεται σε σταθερές μονάδες ευρώ και καθορίζεται για τη διάρκεια του κάθε κοινοβουλευτικού σώματος. Η θεσμική ρύθμιση είναι αρκετά ανεπτυγμένη και στηρίζεται σε ρητή συμφωνία μεταξύ των μερών του συνασπισμού προτού αναλάβουν τα καθήκοντά τους και ισχύει ως τις επόμενες εκλογές.
Οι δύο φορείς που εμπλέκονται είναι το CPB (Γραφείο Οικονομικής Ανάλυσης) και το SER (Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο). Το CPB είναι ένα τεχνικό γραφείο που κάνει προβλέψεις τόσο οικονομικές όσο και για την πορεία του προϋπολογισμού. Η πρωτοτυπία της ολλανδικής προσέγγισης είναι ότι αξιολογεί τις δημοσιονομικές επιπτώσεις των πολιτικών προγραμμάτων των κομμάτων πριν από τις εκλογές και ανακοινώνει τα αποτελέσματα στους ψηφοφόρους. Ετσι οι τελευταίοι έχουν όλες τις πληροφορίες προτού ψηφίσουν.
Μετά τις εκλογές τα κόμματα που σχηματίζουν τον συνασπισμό επεξεργάζονται ένα δεσμευτικό μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα για τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής περιόδου. Το πρόγραμμα αξιολογείται από το CPB λαμβάνοντας υπόψη τις δικές του μακροοικονομικές προβλέψεις. Τότε, καθώς και οι ετήσιοι προϋπολογισμοί προετοιμάζονται (η προπαρασκευή τους ξεκινά δύο χρόνια νωρίτερα), το υπουργείο Οικονομικών στηρίζεται αποκλειστικά στις μεσοπρόθεσμες προβλέψεις του CPB. Ως ένας ιδιαίτερα σεβαστός ουδέτερος φορέας, το CPB αναλαμβάνει έτσι την ευθύνη για τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις για λογαριασμό της πολιτικής ηγεσίας.
Το SER είναι ένας τριμερές συμβουλευτικό όργανο που συγκροτείται κατά το ένα τρίτο από τους εργοδοτικούς φορείς, κατά το ένα τρίτο από τα εργατικά συνδικάτα και κατά το ένα τρίτο από εμπειρογνώμονες, συμπεριλαμβανομένου και του CPB. Ασχολείται με το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και με τις συντάξεις (και με τις μισθολογικές διαπραγματεύσεις). Οι συστάσεις του δεν είναι δεσμευτικές για την κυβέρνηση αλλά ασκεί επιρροή όταν μπορεί να να καταλήξουν σε συμφωνία.
Η αποτελεσματικότητα της ολλανδικής ρύθμισης μπορεί να εντοπιστεί σε τρία στοιχεία. Πρώτον, ο συνδυασμός των κανόνων και θεσμών. Δεύτερον, το γεγονός ότι ο αριθμητικός κανόνας δεν συνδέεται με κάποιον συγκεκριμένο, αυθαίρετο αριθμό, αλλά αφήνεται στις δημόσιες διαπραγματεύσεις μεταξύ των εταίρων του συνασπισμού. Τρίτον, ότι είναι καλά προσαρμοσμένη στο ολλανδικό πολιτικό σύστημα. Εξάλλου τέτοιου είδους δεσμεύσεις λειτουργούν καλύτερα σε πολυκομματικές κυβερνήσεις.
Βεβαίως τα δημοσιονομικά όργανα δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε επαρκή για την επίτευξη δημοσιονομικής πειθαρχίας αλλά βοηθούν. Εδώ πάλι βρισκόμαστε μπροστά σε μια λεπτή ισορροπία. Τα θεσμικά όργανα πρέπει να δεσμεύσουν τους κυβερνώντες για τη χάραξη πολιτικής χωρίς να παραβιάζεται η δημοκρατική απαίτηση, οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι να έχουν την αρμοδιότητα να αποφασίζουν για τους προϋπολογισμούς. Αυτό συνηγορεί υπέρ της ανάθεσης ευρείας διακριτικής ευχέρειας στα δημοσιονομικά θεσμικά όργανα, αλλά είναι πλήρως συμβατό με το να τους δοθεί είτε η εξουσία να εφαρμόζουν τους νομικούς κανόνες ή να ενεργούν ως επίσημοι ελεγκτές.

Ο κ. Ευάγγελος Δ. Στραβέλας είναι ερευνητής οικονομολόγος στο Τμήμα Οικονομικών του Πανεπιστημίου Bocconi. Οι εκφραζόμενες απόψεις είναι προσωπικές και επ’ ουδενί αντιπροσωπεύουν ή εκφράζουν το Πανεπιστήμιο Bocconi.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ