Σε ελλείψεις βασικών προϊόντων για τη λειτουργία των επιχειρήσεων (πρώτες ύλες, καύσιμα) και ανατιμήσεις των εισαγόμενων καταναλωτικών προϊόντων οδηγεί η απόφαση των κορυφαίων ομίλων ασφάλισης πιστώσεων της διεθνούς αγοράς να μην ασφαλίζουν τις εισαγωγές στην Ελλάδα.
Η δυσάρεστη αυτή εξέλιξη, που δημιουργεί τεράστια προβλήματα στην αγορά, υποχρεώνει τις ελληνικές επιχειρήσεις να πραγματοποιούν εισαγωγές πληρώνοντας τοις μετρητοίς. Πρακτική που μοιάζει με «άλμα στο κενό» στην τρέχουσα συγκυρία, στην οποία η έλλειψη ρευστότητας είναι ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της.
Ηδη οι τιμές των προϊόντων που εισάγονται αυξάνονται και σε ορισμένες περιπτώσεις τα ποσοστά αύξησης είναι εντυπωσιακά, διότι οι ξένες εταιρείες εκμεταλλεύονται τις ανάγκες των ελλήνων συνεργατών τους για πρώτες ύλες. «Στη γερμανική εταιρεία με την οποία συνεργαζόμαστε χρόνια είχαμε ένα ανοιχτό υπόλοιπο, δηλαδή της οφείλαμε 500.000 ευρώ, και ο χρόνος πληρωμής των τιμολογίων της, με βάση τη συμφωνία που είχαμε μαζί της, ήταν 60 ημέρες. Στις 26 Μαΐου μας ενημέρωσαν ότι, αν δεν εξοφλήσουμε τα όσα της οφείλουμε, δεν θα μας παραδώσει πρώτη ύλη. Επειτα από συζητήσεις συμφωνήσαμε τελικά ότι σε κάθε νέα παραγγελία, την οποία πρέπει πλέον να πληρώνουμε τοις μετρητοίς, θα εξοφλούμε και ένα ποσό από την προηγούμενη οφειλή. Την περασμένη Παρασκευή ολοκληρώθηκε η εξόφληση και μας ανακοίνωσαν ότι θα συζητήσουμε από την αρχή τους τρόπους πληρωμής και τις τιμές των προϊόντων. Είναι προφανές ότι πρώτα θα καταβάλλουμε τα χρήματα και μετά θα γίνεται η φόρτωση των εμπορευμάτων και οι τιμές θα αυξηθούν. Ηδη έχουν αυξηθεί και θα αυξηθούν κι άλλο».
Ο γενικός διευθυντής της εταιρείας τροφίμων – βρίσκεται σε επαρχιακή πόλη της Βόρειας Ελλάδας η οποία σε πείσμα των καιρών πηγαίνει καλά, έχει αύξηση πωλήσεων και κερδοφορία – που μιλάει προς «Το Βήμα» ανωνύμως δεν κρύβει την ανησυχία αλλά και τον φόβο του – κυρίως αυτόν. Τονίζει χαρακτηριστικά: «Κάθε ημέρα διαμορφώνεται αγορά» θέλοντας να εξηγήσει πως οι σχέσεις μεταξύ των επιχειρήσεων κάθε ημέρα επιβεβαιώνονται και επαναπροσδιορίζονται με βάση τα νέα δεδομένα που προκύπτουν.
Η αγορά μοιάζει με κινούμενη άμμο και ουδείς μπορεί να είναι σίγουρος για το οτιδήποτε. Η αλυσίδα δεν αποκλείεται να σπάσει στον αδύναμο κρίκο – μια επιχείρηση εισάγει τις πρώτες ύλες πληρώνοντας τον προμηθευτή της τοις μετρητοίς και εκ των πραγμάτων ζητεί να πληρωθεί τοις μετρητοίς από τους πελάτες της. Αυτό δεν είναι βέβαιον ότι μπορεί να συμβεί και μάλιστα στην κλίμακα που η ίδια η επιχείρηση έχει ανάγκη. Το ερώτημα που τίθεται στην προκειμένη περίπτωση είναι πόσο μπορεί να αντέξει αυτή την κατάσταση.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι πλέον πολλές ελληνικές προμηθευτικές επιχειρήσεις, κυρίως μικρού και μεσαίου μεγέθους, ζητούν από τις αλυσίδες σουπερμάρκετ μείωση του χρόνου αποπληρωμής τους. Αρκετές αλυσίδες σουπερμάρκετ το κάνουν όπου μπορούν και φυσικά όσο μπορούν και τούτο διότι για να μειώσει τους χρόνους αποπληρωμής των προμηθευτών της μια μεγάλη αλυσίδα σουπερμάρκετ χρειάζεται αρκετά εκατομμύρια ευρώ, τα οποία φυσικά κανένας δεν διαθέτει. Προς το παρόν πάντως «γίνονται εξυπηρετήσεις σε μικρομεσαίες προμηθευτικές επιχειρήσεις», όπως αναφέρει πηγή της αγοράς.
Πηγές της αγοράς, συνήθως νηφάλιες στις προσεγγίσεις τους, εκτιμούν ότι οι καλοκαιρινοί μήνες, σε συνάρτηση βεβαίως με τις πολιτικές εξελίξεις, θα είναι κρίσιμοι. Ορισμένοι μάλιστα φοβούνται και για έναν εξαιρετικά κρίσιμο χειμώνα. Προς το παρόν οι ελλείψεις είναι ανύπαρκτες ή έστω αμελητέες, αν όμως συνεχιστεί αυτή η οικονομική αβεβαιότητα, τότε θεωρείται σίγουρο ότι θα γίνουν ορατές και θα απειληθεί η λειτουργία πολλών ελληνικών επιχειρήσεων. Οπως είναι γνωστό, «πολύ μεγάλο μέρος του τζίρου που πραγματοποιούν οι αλυσίδες των σουπερμάρκετ είναι εισαγόμενο».
Ωστόσο υπάρχουν και περιπτώσεις συνεργασίας ελληνικών και ξένων επιχειρήσεων που γίνονται εκτός του πλαισίου της ασφάλισης των πιστώσεων – οι χρόνιες καλές στενές σχέσεις των δύο μερών εκτιμώνται και υπάρχουν περιπτώσεις που τα προϊόντα έρχονται ανασφάλιστα, με το ρίσκο να το αναλαμβάνουν οι ξένοι συνεργάτες των ελληνικών εταιρειών.
Επιχειρηματίας που έχει σημαντική εισαγωγική δραστηριότητα μιλώντας προς «Το Βήμα» έλεγε ότι «ο περιορισμός των ημερών πίστωσης άρχισε εδώ και δύο μήνες και από 60 ή 90 ημέρες που είχαμε πίστωση εβδομάδα με την εβδομάδα συρρικνώνεται και πλέον κυμαίνεται από 0 ως και 30 ημέρες». Αλλά κι αυτές είναι εξαιρέσεις στο γκρίζο τοπίο που σχηματίζει η ελληνική οικονομία. Ενώ δεν λείπουν κι οι περιπτώσεις που οι ξένες εταιρείες «με ευγενικές επιστολες» ενημερώνουν τους έλληνες συνεργάτες τους ότι «παγώνουν» τη συνεργασία τους ώσπου να ξεκαθαρίσει η κατάσταση.
Ανατιμήσεις
Η πιεστική ανάγκη των ελληνικών εισαγωγικών επιχειρήσεων για την επί της ουσίας συνέχιση της λειτουργίας τους οδηγεί αρκετές ξένες εξαγωγικές επιχειρήσεις να αυξάνουν τις τιμές των προϊόντων τους. Και ορισμένες πηγές εκτιμούν ότι είναι πιθανόν να προκληθεί σύντομα ένα νέο κύμα ανατιμήσεων το οποίο πολύ δύσκολα μπορεί να αποτραπεί. Ετσι κι αλλιώς το χρηματοοικονομικό κόστος των επιχειρήσεων έχει αυξηθεί σημαντικά και σ΄αυτό πλέον προστίθεται σε αρκετές περιπτώσεις η αύξηση των εισαγόμενων πρώτων υλών και φυσικά αυτές οι επιβαρύνσεις είναι πολύ δύσκολο να απορροφηθούν από τις ίδιες τις επιχειρήσεις.
Αυξήσεις τιμών παρατηρούνται στα προϊόντα καπνού, χημικών προϊόντων, βασικών μετάλλων, ποτοποιίας, τροφίμων και φαρμακευτικών προϊόντων. Στις κατηγορίες του κρέατος και των τυροκομικών προϊόντων – όλη η επαγγελματική και βιομηχανική αγορά δουλεύει μόνο με εισαγόμενα τυροκομικά προϊόντα – οι ανατιμήσεις είναι σημαντικές (π.χ., η γαλοπούλα από 3,20 ως 3,30 ευρώ το κιλό αυξήθηκε στα 4,75 ευρώ το κιλό). Παράλληλα όμως – και είναι μια πολύ σημαντική παράμετρος – οι επιπτώσεις στη δομή της αγοράς θεωρείται ότι θα είναι καταλυτικές. Εκτιμάται, δηλαδή, ότι χιλιάδες μικρές εισαγωγικές επιχειρήσεις θα οδηγηθούν σύντομα σε κατάρρευση αφού δεν έχουν τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσουν τοις μετρητοίς ή προκαταβάλλοντας τα χρήματα που απαιτούνται για την εισαγωγή των προϊόντων.
Υπολογίζεται ότι περίπου 200.000 μικρές εισαγωγικές επιχειρήσεις κινδυνεύουν άμεσα. Από την άλλη πλευρά, οι ξένοι εξαγωγείς στις περισσότερες περιπτώσεις δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν την ελληνική αγορά, απλώς θα αναθέσουν την αντιπροσώπευση των προϊόντων τους σε μεγαλύτερα εισαγωγικά δίκτυα τα οποία διαθέτουν ισχυρότερη οικονομική επιφάνεια. Στην προκειμένη περίπτωση θα λειτουργήσει με έναν εξαιρετικά βίαιο τρόπο η διαδικασία της συγκέντρωσης του εισαγωγικού εμπορίου.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ