Νέες μελέτες μαρτυρούν ότι απλές διατροφικές επιλογές μπορούν να κρατήσουν σε… απόσταση ασφαλείας τον διαβήτη. Η «συνταγή» της υγείας περιέχει νερό, (πολύ) τσάι αλλά και ξηρούς καρπούς.
Το νερό
Ερευνητές της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Χάρβαρντ ανακάλυψαν, όπως αναφέρουν με δημοσίευσή τους στο επιστημονικό περιοδικό «Αmerican Journal of Clinical Nutrition», ότι οι γυναίκες που προτιμούν να πίνουν νερό και αποφεύγουν τα αναψυκτικά ή τους χυμούς, αντιμετωπίζουν μικρότερο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη.
Συγκεκριμένα οι επιστήμονες σημειώνουν ότι η αντικατάσταση των ποτών που περιέχουν ζάχαρη με νερό μπορεί να κρατήσει μακριά το μεταβολικό σύνδρομο, ένα επικίνδυνο οργανικό σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από ένα σύνολο επιμέρους μεταβολικών διαταραχών οι οποίες περιλαμβάνουν μεγάλη περιφέρεια μέσης, υψηλά επίπεδα τριγλυκεριδίων, χαμηλά επίπεδα της «καλής» HDL χοληστερόλης , υψηλή αρτηριακή πίεση και υψηλό σάκχαρο του αίματος.
Ωστόσο, όπως υπογραμμίζεται στη μελέτη, εάν ένα άτομο καταναλώνει ποτά με ζάχαρη και απλώς προσθέσει σε αυτήν τη συνήθεια και την κατανάλωση νερού, δεν προστατεύει τον οργανισμό του.
Τα ευρήματα προέκυψαν μετά από μελέτη των διατροφικών συνηθειών 83.000 γυναικών επί περισσότερα από 10 χρόνια. Τα στοιχεία που ανέλυσαν οι ερευνητές συνελέγησαν από τη μεγάλη αμερικανική διαχρονική μελέτη «Nurses’ Health Study» η οποία αφορά καταγραφή της υγείας και του τρόπου ζωής δεκάδων χιλιάδων αμερικανίδων νοσοκόμων.
Στο πλαίσιο της μελέτης περιελήφθησαν 82.902 γυναίκες οι οποίες απαντούσαν σε ειδικά ερωτηματολόγια σχετικά με την υγεία και τη διατροφή τους επί 12 έτη. Κατά τη διάρκεια της μελέτης 2.700 γυναίκες ανέπτυξαν διαβήτη.
Όπως προέκυψε, η ποσότητα νερού που κατανάλωνε η κάθε γυναίκα δεν φάνηκε να επηρεάζει τον κίνδυνο για διαβήτη που αντιμετώπιζε – είναι χαρακτηριστικό ότι οι γυναίκες που έπιναν περισσότερα από έξι ποτήρια νερό την ημέρα αντιμετώπιζαν τον ίδιο κίνδυνο για διαβήτη σε σύγκριση με όσες κατανάλωναν λιγότερο από ένα ποτήρι νερό την ημέρα. Ωστόσο, η κατανάλωση ποτών με ζάχαρη και χυμών συνδεόταν με υψηλότερο κίνδυνο διαβήτη– περίπου 10% για κάθε ποτήρι που καταναλωνόταν κάθε ημέρα.
Με βάση τα στοιχεία οι ερευνητές εκτίμησαν ότι αν η κάθε γυναίκα αντικαθιστούσε ένα ποτήρι αναψυκτικού ή χυμού με ένα ποτήρι νερό, ο κίνδυνος για διαβήτη θα έπεφτε κατά 7%-8%.
Αν και αυτή η μείωση του κινδύνου δεν είναι μεγάλη, με δεδομένη τη συχνότητα εμφάνισης διαβήτη στον πληθυσμό θα μπορούσε να έχει σημαντική επίδραση, σύμφωνα με τον επικεφαλής της μελέτης δρα Φρανκ Χου. Συγκεκριμένα μείωση της τάξεως του 7% στον κίνδυνο διαβήτη μεταφράζεται στο ότι ενώ θα εμφανιζόταν διαβήτης σε 10 ανά 100 γυναίκες με τη «συνταγή» του νερού η αναλογία θα έπεφτε στις 9 ανά 100.
Το τσάι
Μελέτη σε πληθυσμούς της Ευρώπης έδειξε ότι τα άτομα που πίνουν τέσσερις κούπες τσάι την ημέρα αντιμετωπίζουν μειωμένο κατά 20% κίνδυνο για διαβήτη. Η μελέτη διεξήχθη από ειδικούς του Κέντρου Λάιμπνιτς για την Ερευνα στον Διαβήτη στο Πανεπιστήμιο Χάινριχ Χάινε στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας και δημοσιεύθηκε στη διαδικτυακή επιθεώρηση «PLoS One». Περιελάμβανε 12.403 άτομα με διαβήτη τύπου 2 από 26 κέντρα οκτώ ευρωπαϊκών χωρών (Ισπανία, Ιταλία, Σουηδία, Γαλλία, Δανία, Γερμανία, Ολλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο) καθώς και δεκάδες χιλιάδες υγιείς εθελοντές.
Όπως ανέφερε ο επικεφαλής της μελέτης Κρίστιαν Χέρντερ «από τα στοιχεία μας προέκυψε ότι η κατανάλωση τουλάχιστον τεσσάρων φλιτζανιών τσάι την ημέρα συνδέεται με μείωση του κινδύνου για διαβήτη της τάξεως του 20%. Ωστόσο για να υπάρχουν οφέλη, η κατανάλωση πρέπει να είναι μεγάλη. Για παράδειγμα η μελέτη μας έδειξε ότι τα άτομα που έπιναν ένα με τρία φλιτζάνια τσάι ημερησίως δεν εμφάνιζαν μικρότερο κίνδυνο διαβήτη σε σύγκριση με όσα δεν έπιναν καθόλου τσάι».
Σύμφωνα με τον ερευνητή, το τσάι πιθανότατα επιδρά στην πρόσληψη και στην απορρόφηση της γλυκόζης από τον οργανισμό ενώ παράλληλα προστατεύει τα ινσουλινοπαραγωγά β-κύτταρα του παγκρέατος από τις ελεύθερες ρίζες που τους προκαλούν βλάβες. «Εκτιμάται ότι η ευεργετική δράση του τσαγιού οφείλεται στις αντιοξειδωτικές πολυφαινόλες που περιέχει» κατέληξε ο δρ Χέρντερ.
Οι ξηροί καρποί
Από μια τρίτη μελέτη ειδικών από το Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Λουιζιάνα προέκυψε ότι η κατανάλωση ξηρών καρπών μπορεί να αποτελέσει «ασπίδα» ενάντια στον διαβήτη και στις καρδιοπάθειες. Οι ερευνητές κατέληξαν σε αυτό το συμπέρασμα μετά από ανάλυση στοιχείων που αφορούσαν περισσότερα από 13.000 άτομα (μεταξύ των εθελοντών ως ‘λάτρεις των ξηρών καρπών’ θεωρήθηκαν εκείνοι που έτρωγαν τουλάχιστον 7-8 γραμμάρια ξηρών καρπών όπως κάσιους, καρύδια και φιστίκια την ημέρα).
Σύμφωνα με τα αποτελέσματά τους, όσοι κατανάλωναν ξηρούς καρπούς ήταν πιο αδύνατοι και είχαν χαμηλότερο Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ – δείκτης που αποτελεί το πηλίκο του βάρους σε κιλά με το τετράγωνο του ύψους σε μέτρα) σε σύγκριση με εκείνους που δεν έτρωγαν καθόλου ξηρούς καρπούς.
Συγχρόνως οι λάτρεις των ξηρών καρπών παρουσίαζαν υψηλότερα επίπεδα καλής χοληστερόλης και χαμηλότερα επίπεδα πρωτεϊνών που συνδέονται με φλεγμονές και καρδιοπάθειες ενώ αντιμετώπιζαν και μειωμένες κατά 5% πιθανότητες να εμφανίσουν μεταβολικό σύνδρομο το οποίο μεταξύ άλλων έχει άμεση σύνδεση με τον διαβήτη.
Όπως συγκεκριμένα εξήγησε η επικεφαλής της μελέτης καθηγήτρια Κάρολ Ο’ Νιλ «η μείωση του βάρους στα άτομα που κατανάλωναν ξηρούς καρπούς σε σύγκριση με όσα δεν κατανάλωναν ήταν της τάξεως των 1,9 κιλών, η μείωση του ΔΜΣ της τάξεως των 0,9 κιλών/m² και της περιφέρειας της μέσης της τάξεως των 2 εκατοστόμετρων».
Παράλληλα η μείωση του κινδύνου για μεταβολικό σύνδρομο έπεφτε κατά 5% στα άτομα που έτρωγαν ξηρούς καρπούς σε σύγκριση με τα υπόλοιπα ενώ τα άτομα αυτά παρουσίαζαν μικρότερη συχνότητα εμφάνισης τεσσάρων παραγόντων-«κλειδιών» του μεταβολικού συνδρόμου (κοιλιακή παχυσαρκία, υψηλή αρτηριακή πίεση, υψηλό σάκχαρο του αίματος και χαμηλά επίπεδα της «καλής» HDL χοληστερόλης).
Αξίζει να σημειωθεί ότι όσοι κατανάλωναν ξηρούς καρπούς έτειναν επίσης να καταναλώνουν περισσότερα δημητριακά ολικής αλέσεως και φρούτα καθώς και λιγότερο αλκοόλ και τροφές με επιπρόσθετη ζάχαρη.