Σε ορισμένες σκηνές της ταινίας «Η Χιονάτη και ο κυνηγός», τελευταίας ως σήμερα κινηματογραφικής εκδοχής της «Χιονάτης», έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι μπροστά στη θηλυκή βερσιόν του «Braveheart». Στρατιές ιππέων που με τρομακτικές ιαχές εξορμούν εναντίον κάστρων. Στρατιώτες που προσπαθούν να αμυνθούν ρίχνοντας βέλη και πύρινες μπάλες στα τυφλά. Κραυγές πόνου, τραυματίες που σφαδάζουν στην άμμο, μιλιούνια νεκροί, το αίμα να χύνεται ποτάμι.
Αλλά το πιο παράξενο στοιχείο μέσα σε αυτό το αιμόφυρτο σκηνικό βίας και πόνου είναι η θέα της λεπτεπίλεπτης Κίρστεν Στιούαρτ, του προσώπου που… ηγείται των ιππέων. Η πρωταγωνίστρια των ταινιών της σειράς «Λυκόφως», εδώ σε κάτι εντελώς διαφορετικό. Η Στιούαρτ κρατά τον ρόλο της Χιονάτης, αν και θυμίζει περισσότερο την Ιωάννα της Λωρραίνης της Μίλα Γιόβοβιτς στην ταινία του Λυκ Μπεσόν.
Το αν τα κόκαλα των αδελφών Γιάκομπ και Βίλχελμ Γκριμ θα τρίζουν στον τάφο τους από την τελευταία εκδοχή του πασίγνωστου παραμυθιού τους, κανείς ποτέ δεν θα το μάθει. Το σίγουρο όμως είναι ότι τα τελευταία χρόνια, και για πρώτη φορά έπειτα από πάρα πολύ καιρό, μια από τις εμφανείς τάσεις στο Χόλιγουντ είναι η επιστροφή στα παραμύθια των Γκριμ μέσω μιας νέας, αιρετικής «ανάγνωσής» τους.
Λιγότερο από δύο μήνες έχουν περάσει από τότε που είδαμε στις αίθουσες το «Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου» του Ταρσέμ Σινγκ, την πρώτη από τις δύο κινηματογραφικές εκδοχές της Χιονάτης που είχαν προγραμματιστεί για εφέτος. Πέρυσι ήταν η «Κοκκινοσκουφίτσα» της Κάθριν Χέντγουικ με την Αμάντα Σέιφριντ και τον Γκάρι Ολντμαν, μια ακόμη «αντι-παραμυθένια» βουτιά στον σκοτεινό κόσμο των αδελφών Γκριμ. Αυτή την εποχή, ένα άλλο παραμύθι των Γκριμ, το «Χάνσελ και Γκρέτελ», γυρίζεται ως τρισδιάστατο κινούμενο σχέδιο. Και μια και μιλάμε για καρτούν, θυμίζω ότι τα κινούμενα σχέδια «Μαλλιά κουβάρια», που έκαναν θραύση στις αίθουσες πριν από δυο χρόνια, βασίζονταν επίσης σε παραμύθι των γερμανών συγγραφέων.
Μάχες ζωής και θανάτου
Το δεδομένο ότι όλα τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ αφηγούνταν σε ολόκληρη την Ευρώπη 500-600 χρόνια σε διαφορετικές εκδοχές έχει ωθήσει τους σύγχρονους καλλιτέχνες να αντιμετωπίζουν το έργο των συγγραφέων με δημιουργική ελευθερία. Στον «Καθρέφτη», για παράδειγμα, το σενάριο άρχισε να παίρνει μορφή με βασικά συστατικά το χιούμορ και τον ρομαντισμό, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης είναι επικεντρωμένο στο τρίγωνο της Βασίλισσας, της Χιονάτης και του Πρίγκιπα. Αυτό δεν συμβαίνει στην τελευταία Χιονάτη. Επίσης, στην ταινία του Ταρσέμ Σινγκ οι επτά νάνοι κερδίζουν το ψωμί τους ως ληστές (όπως και σε ορισμένες από τις πρώτες εκδοχές του παραμυθιού), ενώ στην ταινία του Σάντερς οι νάνοι έχουν… απώλειες.
Η κεντρική ιδέα στην τελευταία Χιονάτη ήταν να προστεθεί «κάτι αρσενικό» στην πρωτότυπη ιστορία, όπως το θέτει ο σκηνοθέτης της Ρούπερτ Σάντερς, ο οποίος προέρχεται από τον χώρο της διαφήμισης και τώρα κάνει το ντεμπούτο του στη μυθοπλασία. Ο Σάντερς θέλησε να δώσει στην ηρωίδα των Γκριμ μια πιο «ανδρική χροιά», να κάνει τη Χιονάτη δυναμική και διεκδικητική – μια πραγματική πολεμίστρια.
«Εξακολουθούμε να έχουμε το κόκκινο μήλο, τον καθρέφτη και την κακιά βασίλισσα» λέει ο Σάντερς, «αλλά προσθέσαμε απίστευτες μάχες και μια εξέγερση. Αυτομάτως η ιστορία γίνεται πολύ μεγαλύτερη, πιο επική, ο πήχης ανεβαίνει σε μια μάχη ζωής και θανάτου». Για να αποδείξει δε την ικανότητα μα και το πάθος του στην ανάληψη αυτού του παράξενου εγχειρήματος ο Σάντερς, με τη συνδρομή φίλων και συναδέλφων, έφτιαξε μέσα σε μία εβδομάδα ένα μικρό δείγμα δουλειάς γεμάτο εφέ: η κακιά βασίλισσα «εξατμίζεται» σε σμήνος κορακιών, το μήλο σαπίζει ιδιότυπα, τα ξωτικά βγαίνουν από το στέρνο των πουλιών. Ολα αυτά τα στοιχεία βίας και σκοτεινής φαντασίας ήταν που έκαναν τη Universal να του δώσει το πράσινο φως.
Ο σκηνοθέτης άλλωστε θεωρεί ότι τα σύμβολα της ιστορίας των αδελφών Γκριμ είναι επιτακτικά στην αφήγηση και της δικής του ιστορίας. Κάθε τι σε αυτή την ιστορία, από τον καθρέφτη ως το μήλο, κρύβει πίσω τους πολλά βαθύτερα θέματα. «Το μήλο είναι η γνώση στο δέντρο της ζωής» λέει ο Σάντερς. «Η ιστορία της Χιονάτης μάς βοηθά να κατανοήσουμε την αξία της θνησιμότητας, μας διδάσκει να μη θάβουμε τον εαυτό μας στη ζηλοτυπία και στην οργή. Μας λέει ότι πρέπει να απολαύσουμε τη ζωή χωρίς να προσπαθούμε να επιδιώξουμε κάτι που στην τελική είναι άσχετο με την ίδια τη ζωή».
«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου…»
Χωρίς ωστόσο την κακιά βασίλισσα Ραμόνα να επιδιώκει αυτό το «κάτι», δεν θα υπήρχε η σπίθα της ιστορίας της Χιονάτης. Και χωρίς τη Σαρλίζ Θερόν στον ρόλο της Ραμόνα η «Χιονάτη και ο κυνηγός» δεν θα είχε το κύρος που έχει. Το ίδιο ακριβώς συνέβη με την εκδοχή του Σινγκ, όπου η Τζούλια Ρόμπερτς πέτυχε μια ιδιαίτερη ερμηνεία, δίνοντας τη δική της άποψη για τη σατανική βασίλισσα. Αν όμως η Ρόμπερτς ενίοτε θύμιζε μάγισσα καρτούν, η Θερόν θυμίζει μάγισσα βγαλμένη από το σκοτεινό σύμπαν του «Αρχοντα των δαχτυλιδιών». Η σκηνή όπου τσιμπά με το τεράστιο νύχι της την καρδιά ενός σκοτωμένου πουλιού είναι ανατριχιαστική και αξέχαστη.
Η Θερόν, που συνήθως υποδύεται γυναίκες που πατούν γερά στη γη, αρχικώς δεν ένιωθε άνετα μέσα στην τουαλέτα της κακιάς βασίλισσας. Ακόμη και η φράση «καθρέφτη, καθρεφτάκι μου…» την έκανε να νιώθει κάπως περίεργα. «Μισούσα αυτές τις σκηνές» παραδέχθηκε αργότερα η νοτιοαφρικανή ηθοποιός, «δεν ήθελα να πω καν αυτά τα λόγια. Είναι σαν να λες «Με λένε Μποντ. Τζέιμς Μποντ». Πώς να πεις τέτοια πράγματα χωρίς να νιώθεις ανόητος;». Την εμπιστοσύνη της την κέρδισε το όραμα του Σάντερς. Ο καθρέφτης, ένα χρυσαφί παχύρρευστο υλικό το οποίο μεταπλάθεται σε κολόνα που θυμίζει σεντόνι-φάντασμα, είναι η «ενσάρκωση» της σχιζοφρένειας της Ραμόνα, «η δική της αυτοκριτική, η δική της φωνή» όπως λέει η Θερόν.
Οι νάνοι δεν ήταν καν κοντοί
Οπως συνέβη στο «Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου», έτσι και στο «Η Χιονάτη και ο κυνηγός» οι νάνοι συνιστούν το κωμικό ιντερλούδιο της ταινίας. Τους υποδύονται ορισμένοι από τους καλύτερους βρετανούς ηθοποιούς, οι οποίοι ωστόσο… δεν είναι νάνοι ούτε απαραιτήτως βραχύσωμοι. Αντιθέτως κάποιοι, όπως ο Ιαν Μακ Σέιν (Μπιθ), ο Μπράιαν Γκλίσον (Γκας) και ο Ρέι Γουίνστοουν (Γκορτ), δεν είναι καν κοντοί. Μία από τις μεγαλύτερες τεχνικές προκλήσεις για την κινηματογραφική ομάδα του Σάντερς ήταν να χρησιμοποιήσει τα πρόσωπα των ηθοποιών αυτούσια στην οθόνη, σμικρύνοντας το σώμα τους από τη μέση και κάτω. Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό. Οι υπόλοιποι νάνοι είναι οι Μπομπ Χόσκινς (Mιούρ), Νικ Φροστ (Νίον), Τόμπι Τζόουνς (Κολ), Εντι Μάρσαν (Ντίερ) και Τζόνι Χάρις (Κουέρτ). Στο μέσον της φωτογραφίας διακρίνεται ο Κρις Χέμσγουορθ, που υποδύεται τον Πολεμιστή του τίτλου της ταινίας.
Οπως συνέβη στο «Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου», έτσι και στο «Η Χιονάτη και ο κυνηγός» οι νάνοι συνιστούν το κωμικό ιντερλούδιο της ταινίας. Τους υποδύονται ορισμένοι από τους καλύτερους βρετανούς ηθοποιούς, οι οποίοι ωστόσο… δεν είναι νάνοι ούτε απαραιτήτως βραχύσωμοι. Αντιθέτως κάποιοι, όπως ο Ιαν Μακ Σέιν (Μπιθ), ο Μπράιαν Γκλίσον (Γκας) και ο Ρέι Γουίνστοουν (Γκορτ), δεν είναι καν κοντοί. Μία από τις μεγαλύτερες τεχνικές προκλήσεις για την κινηματογραφική ομάδα του Σάντερς ήταν να χρησιμοποιήσει τα πρόσωπα των ηθοποιών αυτούσια στην οθόνη, σμικρύνοντας το σώμα τους από τη μέση και κάτω. Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό. Οι υπόλοιποι νάνοι είναι οι Μπομπ Χόσκινς (Mιούρ), Νικ Φροστ (Νίον), Τόμπι Τζόουνς (Κολ), Εντι Μάρσαν (Ντίερ) και Τζόνι Χάρις (Κουέρτ). Στο μέσον της φωτογραφίας διακρίνεται ο Κρις Χέμσγουορθ, που υποδύεται τον Πολεμιστή του τίτλου της ταινίας.
πότε & πού:
Σε ορισμένες σκηνές της ταινίας «Η Χιονάτη και ο κυνηγός», τελευταίας ως σήμερα κινηματογραφικής εκδοχής της «Χιονάτης», έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι μπροστά στη θηλυκή βερσιόν του «Braveheart». Στρατιές ιππέων που με τρομακτικές ιαχές εξορμούν εναντίον κάστρων. Στρατιώτες που προσπαθούν να αμυνθούν ρίχνοντας βέλη και πύρινες μπάλες στα τυφλά. Κραυγές πόνου, τραυματίες που σφαδάζουν στην άμμο, μιλιούνια νεκροί, το αίμα να χύνεται ποτάμι.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ