«Η μάχη του ευρώ διεξάγεται τη στιγμή αυτή σε πολύ σημαντικές χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία και, για αυτό, πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα υπεύθυνοι», δήλωσε χτες ο Λουίς δε Γκίντος, υπουργός οικονομικών της Ισπανίας, σε εκδήλωση του Κύκλου των Οικονομολόγων στο Σίτγκες της Καταλονίας.
Σε μια τοποθέτηση που απευθύνεται προς τις γερμανικές αρχές, όπως το ερμηνεύει ο Λιουίς Πελισέρ της El Pais, ο Γκίντο είπε πως το ευρώ βρίσκεται σε «σταυροδρόμι» και το μέλλον του θα εξαρτηθεί στις «επόμενες μέρες ή εβδομάδες». Σε αυτές θα χρειαστεί να συγκροτηθεί ένας μηχανισμός κεφαλαιακής ενίσχυσης των τραπεζών της ευρωζώνης. Επίσης υποστήριξε την ανάγκη να προχωρήσουμε προς μια ευρωπαϊκή «τραπεζική ένωση», έτσι ώστε η εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οργανισμών να είναι πιο συντονισμένη, με ένα «πιο ολοκληρωμένο σύστημα καταθέσεων» σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, όπως άλλωστε το υπονοούν και οι Βρυξέλλες.
Ο Γκίντο αναφέρθηκε επίσης και στα στοιχεία της Τράπεζας της Ισπανίας που δείχνουν ότι υπάρχει σημαντική διαρροή κεφαλαίων. Κατά τη γνώμη του, τα στοιχεία αυτά δεν δείχνουν φυγή, αλλά απλώς τις «δυσκολίες χρηματοδότησης στις χρηματικές αγορές».
Σύμφωνα πάντως με τα χθεσινά στοιχεία της Τράπεζας της Ισπανίας, μόνο τον Μάρτιο υπήρξε απόσυρση κάπου6 66 δισ.ευρώ, το οποίο αποτελεί ισπανικό ρεκόρ -και είναι το διπλάσιο από τον Μάρτιο του 2011. Τα ισπανικά spread δε σημειώνουν καθημερινά ρεκόρ -σήμερα το πρωί έφτασαν τις 541 μονάδες.
Η διαχείριση της κρίσης στην Ισπανία από την κυβέρνηση Μαριάνο Ραχόι δεν φαίνεται να προκαλεί ομοθυμία. Σύμφωνα με τον Κλαουντί Πέρες της El Pais, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή «επικρίνει σκληρά τα μέτρα του Ραχόι». Πέρα από τη διαχείριση της κρίσης της Bankia και του τραπεζικού τομέα γενικότερα, οι συστάσεις της Επιτροπής την Τετάρτη αποτελούν «χτύπημα για τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση χειρίζεται την κρίση». Όχι μόνο στα ζητήματα όπως «η αύξηση του φόρου εισοδήματος» που «είναι ακριβώς το αντίστροφο απ’ό,τι ζητούν οι Βρυξέλλες», αλλά και σε όσα, όπως η «εργασιακή μεταρρύθμιση», που μπορεί να επικρίνονται για το ότι δεν είναι «αρκετά φιλόδοξα», ενώ μπορεί να προσκρούουν και σε ζητήματα νομιμοποίησης.