Μεγάλες φορολογικές επιβαρύνσεις προκύπτουν για εκατομμύρια φορολογουμένους οι οποίοι ως και πέρυσι είτε βρίσκονταν κάτω από το αφορολόγητο όριο είτε πλήρωναν ελάχιστους φόρους. Οι αυξήσεις αυτές συνδέονται με την αύξηση των τεκμηρίων διαβίωσης, τη μείωση του αφορολογήτου, την κατάργηση της έκπτωσης με αποδείξεις, τη μείωση της έκπτωσης των φοροαπαλλαγών και την επιβολή έκτακτης εισφοράς επί των εισοδημάτων. Ωστόσο περισσότερος φόρος μπορεί να προκύψει από λάθος υπολογισμό των αποδείξεων και των τεκμηρίων.
«Περισσότεροι από 1.500.000 φορολογούμενοι που ως πέρυσι βρίσκονταν κάτω από το αφορολόγητο των 12.000 ευρώ θα διαπιστώσουν εφέτος ότι για πρώτη φορά θα πληρώσουν φόρους» αναφέρει ο φοροτεχνικός κ. Αντώνης Μουζάκης. Σύμφωνα με τον ίδιο, «δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις εκείνων που, ακόμη και αν έχουν εισοδήματα κάτω από το νέο αφορολόγητο των 5.000 ευρώ, λόγω των τεκμηρίων εμφανίζουν στην Εφορία εισοδήματα 10.000 ευρώ, 12.000 ευρώ ή και παραπάνω και πληρώνουν φόρους».
Πρόσθετη φορολογική επιβάρυνση ενδέχεται να προκύψει και από το γεγονός ότι κάποιος έχει αναγράψει λιγότερες αποδείξεις από αυτές που προβλέπει ο νόμος.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της παγίδας των τεκμηρίων είναι κάποιος που υποβάλλει δήλωση με μηδενικό εισόδημα και διαθέτει κύρια κατοικία 50 τ.μ. και αυτοκίνητο 1.200 κυβικών εκατοστών. Ο συγκεκριμένος φορολογούμενος θα κληθεί να πληρώσει φόρο 400 ευρώ.
Και τούτο διότι με βάση τα νέα τεκμήρια διαβίωσης η Εφορία θα υπολογίσει ότι έχει ελάχιστες δαπάνες διαβίωσης 3.000 ευρώ, έξοδα 2.000 ευρώ για τη χρήση και τη συντήρηση της κατοικίας του και 4.000 ευρώ για το αυτοκίνητο. Συνολικά, δηλαδή, το τεκμαρτό εισόδημά του διαμορφώνεται σε 9.000 ευρώ και άρα τα 4.000 ευρώ που είναι πάνω από το νέο αφορολόγητο των 5.000 ευρώ φορολογούνται με συντελεστή 10%. Ετσι προκύπτει φόρος 400 ευρώ.
Το τεκμήριο διαβίωσης για τις κατοικίες ενεργοποιείται από το πρώτο τετραγωνικό μέτρο και αφορά όχι μόνο την πρώτη ιδιόκτητη κατοικία αλλά και τη δευτερεύουσα και εξοχική κατοικία. Δηλαδή, τα τεκμήρια αθροίζονται. Αφορά επίσης και αυτούς που ζουν σε μισθωμένη κατοικία ή τους έχει παραχωρηθεί δωρεάν.
Μεγάλες αυξήσεις σημειώθηκαν στα τεκμήρια για τα αυτοκίνητα σε σύγκριση με πέρυσι. Ειδικότερα τα τεκμήρια ανέρχονται για τα αυτοκίνητα ως 1.200 κ.ε σε 4.000 ευρώ.
Για αυτοκίνητα μεγαλύτερα των 1.200 κ.ε προστίθενται 600 ευρώ ανά 100 κ.ε. ως τα 2.000 κ.ε.
Για αυτοκίνητα μεγαλύτερα των 2.000 κ.ε. προστίθενται 900 ευρώ ανά 100 κ.ε. και ως 3.000 κ.ε. και για αυτοκίνητα μεγαλύτερα από 3.000 κ.ε. προστίθενται 1.200 ευρώ ανά 100 κυβικά εκατοστά.
Το τεκμήριο μειώνεται ανάλογα με την παλαιότητα του αυτοκινήτου, η οποία υπολογίζεται από το έτος πρώτης κυκλοφορίας του στην Ελλάδα, κατά ποσοστό 30% για χρονικό διάστημα πάνω από 5 και ως 10 έτη και κατά ποσοστό 50% για χρονικό διάστημα πάνω από 10 έτη.
Κάθε χρόνο εκτός των τεκμηρίων εφαρμόζεται και ένα ποσό ως ελάχιστη αντικειμενική δαπάνη διαβίωσης που ορίζεται στο ποσό των 3.000 ευρώ προκειμένου για άγαμο, διαζευγμένο ή χήρο και στο ποσό των 5.000 ευρώ προκειμένου για συζύγους που υποβάλλουν κοινή δήλωση.
Τα τεκμήρια περιορίζονται κατά 30% για συνταξιούχους που έχουν υπερβεί το 65ο έτος της ηλικίας τους. Για να μπορέσει κάποιος να δικαιολογήσει τεκμήρια και να μη φορολογηθεί επί των τεκμαρτών εισοδημάτων αλλά επί των πραγματικών θα πρέπει να προχωρήσει σε ανάλωση κεφαλαίου προηγουμένων ετών, να εμφανίσει έσοδα από πώληση περιουσιακών στοιχείων (αυτοκινήτων, ακινήτων, σκαφών αναψυχής κτλ.), να έχει λάβει δάνεια, δωρεές, γονικές παροχές κτλ.
Η παγίδα των αποδείξεων
Οι φορολογούμενοι κατά τη συμπλήρωση της φορολογικής δήλωσής τους θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί για να μη βρεθούν προ δυσάρεστων εκπλήξεων. Συγκεκριμένα το ποσό των αποδείξεων που απαιτούνται για να κατοχυρώσουν το αφορολόγητο όριο των 5.000 ευρώ υπολογίζεται στο 25% του πραγματικού ή τεκμαρτού εισοδήματος, όποιο από τα δύο είναι μεγαλύτερο.
Αυτό σημαίνει ότι, αν το δηλωθέν εισόδημα είναι π.χ. 5.000 ευρώ και το εισόδημα που προκύπτει με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης (κατοικία και αυτοκίνητο) ανέρχεται σε 8.000 ευρώ, για να κατοχυρωθεί το αφορολόγητο όριο απαιτούνται αποδείξεις ύψους 2.000 ευρώ που υπολογίζονται στο τεκμαρτό εισόδημα των 8.000 ευρώ (8.000 Χ 25% =2.000) και όχι 1.250 ευρώ για το δηλωθέν εισόδημα των 5.000 ευρώ (5.000 Χ 25%=1.250).
Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, αν ο φορολογούμενος παρουσιάσει αποδείξεις 1.250 ευρώ, δηλαδή για το εισόδημα που δηλώνει και όχι για το τεκμαρτό των 8.000 ευρώ, τότε θα επιβαρυνθεί με ποινή φόρου 10% για τις αποδείξεις που λείπουν (2.000 -1.250= 750), δηλαδή θα έχει έξτρα φόρο 75 ευρώ (750 Χ 25%) και επιπλέον θα φορολογηθεί για το τεκμαρτό εισόδημα των 8.000 ευρώ πληρώνοντας φόρο 300 ευρώ. Δηλαδή, θα πληρώσει συνολικά φόρο ύψους 375 ευρώ, ενώ κανονικά με βάση το δηλωθέν εισόδημα των 5.000 ευρώ θα ήταν αφορολόγητος.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ