Ο δημιουργός
«Ξαφνικά, τα παράτησα όλα, έκανα οτοστόπ και έφυγα για την Αθήνα. Για να φτιάξω τη ζωή μου, είπα, πρέπει να τη χαλάσω». Η πορεία ήταν ξέφρενη: ο 19χρονος φοιτητής της Νομικής εγκαταλείπει τη Θεσσαλονίκη το 1963. Ο μύθος τον θέλει να φθάνει με ένα φορτηγό στην πρωτεύουσα. «Φορτηγό» θα ονομάσει και τον πρώτο δίσκο του. Ανάμεσα στους δύο ογκόλιθους της εποχής, τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη, θα μπορέσει να βρει μια μικρή τρυπούλα, να ορθώσει το μπόι του, να τραγουδήσει τη «Συννεφούλα», να κραυγάσει «Βιετνάμ γιε-γιε» και να αφήσει το δικό του μουσικό αποτύπωμα.
«Το ελληνικό τραγούδι τελείωσε με τον Βαμβακάρη και ξανάρχισε με τον Σαββόπουλο» δήλωσε ο Τζίμης Πανούσης. Φράση εξωπραγματική και όμως δείχνει την επιρροή του σε νεότερους δημιουργούς. Ο Σαββόπουλος είδε στο δημοτικό τραγούδι την αμφισβήτηση, στα Βαλκάνια τη ροκ μυθολογία, ανέπνευσε ως Μπομπ Ντίλαν και εξέπνευσε ως Διονύσης Σαββόπουλος αριστουργήματα, με αυτή τη βραχνή, την ασθμαίνουσα, την πολλές φόρες επίτηδες φάλτσα φωνή.
H άνοδος θα είναι ραγδαία. Ο Σαββόπουλος από αιρετικός θα γίνει αρεστός, θα διαβεί την είσοδο του Μεγάρου Μουσικής και του Ηρωδείου. Θα φανεί γενναιόδωρος με τους συναδέλφους του. Θα πάρει από το χέρι τον Ρασούλη και τον Ξυδάκη, αναλαμβάνοντας την παραγωγή του εμβληματικού δίσκου «Η εκδίκηση της γυφτιάς».
Δεν είναι εύκολος άνθρωπος. Θα δηλώσει ότι ο Γιάννης Μαρκόπουλος, εκείνο τον πρώτο καιρό της καθόδου του στην Αθήνα, τον έδιωξε από το σπίτι του «όχι τόσο επειδή ήμουν φορτικός, αλλά επειδή νόμιζε ότι ήμουν πιο έξυπνος και πιο μορφωμένος από αυτόν», θα αμφισβητήσει τις μουσικές του Θεοδωράκη πάνω στον Αναγνωστάκη λέγοντας: «Δεν έχω ακούσει πιο φλύαρο πράγμα» θα ψέξει τον Χατζιδάκι, κάνοντας, βέβαια, χιούμορ, γιατί «ακούς εκεί, τέτοιος μουσικός κληρονόμος των καλύτερων παραδόσεων να γίνει δημόσιος υπάλληλος». Αργότερα θα παρουσιάσει την εκπομπή «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι».
Ο Νιόνιος σήμερα λείπει από τη μουσική. Τεμπέλιασε, μεγάλωσε, στέρεψε θα πουν οι κυνικοί. Ισως «δεν έχει ήχο, δεν έχει υλικό», όπως λέει στη «Μαύρη θάλασσα». Κρίμα, η εποχή βρίθει υλικού.
Ο μικροαστός
Χειμώνας του 1989: οι θαμώνες του «Ζουμ» στην Πλάκα στριφογυρίζουν νευρικά στις καρέκλες τους. Σφίγγουν το ποτήρι και μερικοί ευχαρίστως θα του το πετούσαν. Νιώθουν ότι ο Σαββόπουλος τους κοροϊδεύει. Κουρεμένος και φρεσκοξυρισμένος επάνω στη σκηνή, με μια άκρως συμβολική μετάλλαξη της τριχοφυΐας του, τραγουδάει για τον γιο του που πάει στον στρατό ενώ εκείνος δεν είχε υπηρετήσει, αφού είχε πάρει «τρελόχαρτο»: «Καλός πολίτης, γιε μου, καλό σου στόλισμα να σβήσει απ’ τ’ όνομά μας εκείνο το διαόλισμα».
Ο άγριος Διονύσης του Ροντέο και του Κυττάρου, ως άλλος Ζουράρις, θα εφεύρει τον ελληνορθόδοξο εαυτό του, θα δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στον Μητσοτάκη με το τραγούδι «Το μητσοτάκ» και θα μετανιώσει που δεν πήγε στρατό στον πιο μελοδραματικό τόνο.
Και επειδή το βαρέλι δεν έχει πάτο, το 1991, έπειτα από μια συμφωνία με τον τότε υπουργό Εθνικής Αμυνας, Γιάννη Βαρβιτσιώτη, θα περιοδεύσει στα ακριτικά στρατόπεδα για να δώσει συναυλίες μπροστά σε φαντάρους.
Ο Σαββόπουλος για πολλούς έφτυσε τον εαυτό του, ξεκίνησε τις βραδινές εμφανίσεις με αμφιλεγόμενες συνεργασίες, όπως αυτή με τον Γιώργο Μαργαρίτη, και έγινε ένας αστός με Φιλιππινέζα που προτείνει να μεταφερθούν οι παράνομοι μετανάστες από το κέντρο της Αθήνας σε εγκαταλελειμμένα χωριά και νησιά για να καλλιεργήσουν τη γη με τη βοήθεια του ΟΗΕ. Ισως η φράση του Ευγένιου Αρανίτση: «Παλιά, ντρεπόμασταν που δεν μοιάζαμε με τον Σαββόπουλο, σήμερα ντρεπόμαστε που μας μοιάζει» συνοψίζει το φαινόμενο του Νιόνιου.
Στο εορταστικό πρόγραμμα για τον ερχομό του 1988, στο σκετς με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, θα δηλώσει: «Εγώ, όμως, για να μείνω ο ίδιος, πρέπει να αλλάζω συνεχώς». Κάποιοι εκεί θα διακρίνουν τη δικαιολογία του, αν και ο ίδιος δεν φαίνεται να νιώθει την ανάγκη να απολογηθεί.
Δεν νιώθει την ανάγκη να δικαιολογηθεί ούτε όταν, για τη γιορτή των 40 χρόνων του στη μουσική, κάλεσε στο Ηρώδειο την Καλομοίρα, η οποία πετάχτηκε από μια τούρτα. Το μόνο που είπε ήταν: «Ποιος θέλατε να βγει από την τούρτα; Ο Μίκης;».