«Οποτε βρίσκομαι στην Ελλάδα και λέω ότι ονομάζομαι Αλήθεια και είμαι κινηματογραφίστρια, αυτό που συνήθως ακούω είναι ότι πρέπει να είμαι αληθής στο κάθε τι στη ζωή μου, κυρίως στη δουλειά μου» μου λέει από το τηλέφωνο η Αλήθεια Αβράμις μόλις της επισημαίνω πόσο πρωτότυπο και ασυνήθιστο όνομα έχει.
Η φωνή της (την οποία ενίοτε στολίζουν κάποια «σπαστά» ελληνικά) είναι ευχάριστη και συγκρατημένα ενθουσιώδης. Και η… αλήθεια είναι ότι η Αλήθεια έχει κάθε λόγο να νιώθει χαρούμενη αφού αυτή την εποχή η ελληνοαμερικανίδα σκηνοθέτις παρουσιάζει τον «Ξένο» («The foreigner»), την τρίτη μικρού μήκους ταινία της, στο Φεστιβάλ Καννών και πιο συγκεκριμένα στο παράλληλο πρόγραμμα της αγοράς Short Corner.
Γυρισμένος εξ ολοκλήρου στα ελληνικά σε διάφορα σημεία της Λακωνίας με βάση το Μαρμάρι, ο «Ξένος», που είναι η διπλωματική της Αβράμις για την αποφοίτησή της από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια (UCLA), είναι μια 15λεπτης διάρκειας κωμωδία που πραγματεύεται τη φιλία, τη φιλοδοξία και την ελληνική φιλοξενία.
Η απόφασή της να γυρίσει τον «Ξένο» στην Ελλάδα ήταν οριστική και αμετάκλητη – παρά τις πιέσεις που δέχθηκε για να μη γυρίσει την ταινία στη χώρα μας. Ωστόσο το γιατί αποφάσισε να τη γυρίσει εδώ, είναι από μόνο του μια ιστορία. Η δική της.
Η Αλήθεια Αβράμις γεννήθηκε στη Βόρεια Καλιφόρνια και μετακόμισε στη Νότια όταν ήταν έξι ετών. Η μητέρα της είναι βέρα Αμερικανίδα αλλά ο ορθόδοξος ιερέας πατέρας της είναι ελληνικής καταγωγής, γεννημένος στις ΗΠΑ. Η καταγωγή του είναι από την Κορώνη (μητέρα) και την Ολυμπία (πατέρας). Η Αλήθεια πήγε σε ελληνικό σχολείο και άρχισε να μαθαίνει την ελληνική γλώσσα παράλληλα με την αγγλική.
Μεγάλο μέρος των καλοκαιριών της παιδικής και εφηβικής ηλικίας της το πέρασε στην Ελλάδα. Δεν περιορίστηκε όμως στους τόπους καταγωγής των παππούδων της. Με το πάθος της Ιστορίας να την έχει κυριέψει από μικρή, εξερεύνησε ολόκληρη τη χώρα και τελικά την αγάπησε.

Μια χήρα από τα Καλάβρυτα

Στα 17 της η Αλήθεια βρέθηκε για πρώτη φορά στα Καλάβρυτα μαζί με μια παρέα Ελληνοαμερικανών που κατάγονταν από εκεί. Το μέρος τής έκανε αμέσως εντύπωση. «Με συγκίνησε το μνημείο, με κυρίεψε η ιστορική μνήμη του τόπου. Είχε περάσει τόσος χρόνος από την τραγωδία του 1943 – για την οποία δεν είχα ιδέα – αλλά περπατώντας στους δρόμους της πόλης, ένιωθες μέσα σου αυτό που είχε συμβεί». Ετσι, όταν ήρθε η ώρα της διπλωματικής της, αποφάσισε να ασχοληθεί με τα Καλάβρυτα.
Από τη γιαγιά της γνώριζε ήδη αρκετά για τη γερμανική Κατοχή στην Ελλάδα, αλλά για τα Καλάβρυτα δεν γνώριζε πολλά, καθώς οι γραπτές πληροφορίες που βρήκε ήταν ελάχιστες. «Γνωρίζω μόνο για ένα κεφάλαιο αφιερωμένο στα Καλάβρυτα στο βιβλίο που έγραψε ένας γερμανός αξιωματικός των ναζιστών με θέμα τη γερμανική Κατοχή στην Ελλάδα. Ηταν βασισμένο σε εμπεριστατωμένες έρευνες. Βεβαίως, η δική μου έρευνα δεν ήταν ακαδημαϊκή, αλλά μια καταγραφή της μνήμης των ντόπιων. Από τις αφηγήσεις τους ήθελα να μάθω πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα».
Κατά τη διάρκεια των ερευνών για τη διπλωματική της στα Καλάβρυτα (όπου έμεινε τρεις μήνες) η Αλήθεια ανακάλυψε επίσης το θέμα της πρώτης μικρού μήκους ταινίας της. «Ενας από τους επιζήσαντες της κατοχής στα Καλάβρυτα ήταν μια μαυροφορούσα ηλικιωμένη γυναίκα – η τελευταία χήρα από εκείνη την εποχή. Ο σύζυγός της εκτελέστηκε από τους ναζιστές το 1943 και εκείνη τον θρηνούσε ακόμη ντυμένη στα μαύρα! Ηταν μια γυναίκα με κοφτερό μυαλό, που τα έλεγε έξω από τα δόντια: θα μπορούσε να γίνει ένας πολύ ενδιαφέρων κινηματογραφικός χαρακτήρας». Και έγινε, στο 15λεπτο μικρού μήκους ντοκυμαντέρ της Αβράμις «Η τελευταία χήρα» («The last widow»), που γυρίστηκε το 2006.
Η Αλήθεια Αβράμις σκοπεύει να γυρίσει και άλλες ταινίες στην Ελλάδα, ενώ η σκέψη να ζήσει εδώ της έχει περάσει από το μυαλό. Ομως η δουλειά στο Χόλιγουντ ανήκει επίσης στους στόχους της, επομένως το ιδανικότερο σε αυτή τη φάση της ζωής της είναι ένα πήγαιν’ – έλα μεταξύ Αμερικής και Ελλάδας. «Πάντως, αυτή την εποχή το Χόλιγουντ δείχνει τεράστιο ενδιαφέρον στις ελληνικές ιστορίες και κυρίως σε αυτές που στηρίζονται σε αρχαιοελληνικούς μύθους. Γιατί οι αρχαίοι, ως γνωστόν, έθεσαν τα θεμέλια του δράματος. Εκείνοι τα είπαν όλα».
«Ξέρω πόσο δυνατός είναι ο ελληνικός λαός»
Αρκετά χρόνια μετά το πρώτο της κινηματογραφικό εγχείρημα, την «Τελευταία χήρα», η Αβράμις αναζητούσε θέμα για τη διπλωματική ταινία της από το Πανεπιστήμιο του Λος Αντζελες (UCLA), όπου σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου. «Ηξερα ότι η διπλωµατική ταινία µου έπρεπε να γυριστεί στην Ελλάδα, αλλά επιθυµούσα να είναι µια ανάλαφρη ταινία, όχι τόσο για τα όσα συµβαίνουν αυτή την εποχή στην Ελλάδα, όσο επειδή θεώρησα ότι θα ήταν όµορφο να παρουσιάσω ωραίους χαρακτήρες, ανοιχτούς, ίσως και λίγο αστείους, αποφεύγοντας τα «ελληνικά στερεότυπα»».
Η Αλήθεια είχε υπόψη της το χωριό Μαρμάρι από παλαιότερες επισκέψεις στην Ελλάδα, αλλά όταν έμαθε την ιστορία του σχεδόν δεν μπορούσε να την πιστέψει. «Ηταν πολύ παράξενο για µένα, µια Αµερικανίδα, να µάθω ότι µόλις οκτώ (!) άνθρωποι έµεναν στο χωριό τον χειµώνα. Κατά κάποιον τρόπο είδα εκεί το σκηνικό µιας ταινίας».
Ο «Ξένος» πραγματεύεται την ιστορία ενός «ανώνυμου», μικροσκοπικού χωριού της Ελλάδας που, εξαιτίας του σχεδόν ανύπαρκτου πληθυσμού του, κινδυνεύει να χάσει τη θέση του στον επίσημο χάρτη. Μόνον ένα θαύμα μπορεί να το σώσει. Τότε, εντελώς τυχαία, ένας ξένος «σκοντάφτει» στο απομονωμένο χωριό. Ο δήμαρχος αποφασίζει να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία: συναθροίζει τους λιγοστούς ντόπιους και τους πείθει να προσπαθήσουν να τον αναγκάσουν να μείνει. Με φόντο το σκηνικό της τρέχουσας ελληνικής οικονομικής κρίσης ο «Ξένος» ερευνά τα θέματα της εθνικής ταυτότητας, του πόνου της απώλειας αλλά και της γνήσιας φιλίας, όλα μέσα από το πρίσμα της κωμωδίας.
Ενας από τους λόγους που η Αλήθεια θέλησε να γυρίσει την ταινία της στην Ελλάδα ήταν η άσχημη κατάσταση της χώρας στον παγκόσμιο χάρτη. «Πολύς κόσµος προσπάθησε να µε αποτρέψει να γυρίσω τον «Ξένο» στην Ελλάδα, όµως εγώ επέµεινα, πίστευα βαθιά µέσα µου ότι τώρα (2011) ήταν η σωστή εποχή για να γυριστεί στην Ελλάδα». Η μεγαλύτερη αμοιβή της για αυτή την προσπάθεια ήταν το «ευχαριστώ για την ελπίδα που μας προσφέρεις» από το ελληνικό συνεργείο της ταινίας.
«Είδα δυσάρεστες καταστάσεις, ανθρώπους να χάνουν τη δουλειά τους ή να δίνουν µάχη για να τη διατηρήσουν, µέσα µου όµως πιστεύω πραγµατικά ότι τα πράγµατα θα καλυτερεύσουν. Γιατί ξέρω πόσο δυνατός είναι ο ελληνικός λαός. Θυµάµαι που η µητέρα µου µού έλεγε πάντα ότι τα πράγµατα γίνονται πολύ χειρότερα προτού καλυτερεύσουν και αυτό νοµίζω ότι ταιριάζει στην περίπτωση της Ελλάδας».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ